Τις αρχαιότερες σαφείς πληροφορίες για ύπαρξη κάποιων εκπαιδευτηρίων στη Λευκωσία, έχουμε από τη βιογραφία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Β του Κυπρίου (1283-1289). Ο λόγιος και συγγραφέας αυτός ιεράρχης, που γεννήθηκε στην Κύπρο γύρω στο 1240-1241 και καταγόταν από πλούσια ελληνική οικογένεια του νησιού (το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος), γράφει στην αυτοβιογραφία του (Περί τοῦ καθ’ ἑαυτόν βίου ὡς ἀπ’ ἄλλου προσώπου), ότι ανατράφηκε κοντά στους γονείς του όπου διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από ιδιωτικούς δασκάλους (ὡς αὐτόν ἔδει φοιτᾶν εἰς γραμματιστῶν)˙ όταν δε έγινε εννέα χρόνων, εστάλη από τους γονείς του στην πόλη των Καλλινικησίων (=Λευκωσία) για να φοιτήσει σε σχολή:
... Ὡς δέ τῆς τούτων ἐπιστήμης παρῆλθε τήν χρείαν, παρῆλθε δ’ ἐννέα πάνυ τῇ ἡλικίᾳ δοκῶν εὖ πεφυκέναι τήν ψυχήν πρός μαθήματα εἰς τήν Καλλινικησίων πλείονος παιδεύσεως πέμπεται...
Προκύπτει συνεπώς ότι κατά τον 13ο αιώνα (περίοδος Φραγκοκρατίας) λειτουργούσε κάποια σχολή στη Λευκωσία για την οποία όμως δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες.
Βλέπε λήμμα: Φραγκοκρατία Τέχνες και Γράμματα
Πάντως ο ιερέας Ludolph της Εκκλησίας Suchen, που επισκέφθηκε την Κύπρο μεταξύ 1336 και 1341, γράφει στις εντυπώσεις του (De Terra Santa et Itinere Hierosol) ότι στην Κύπρο ακούγονται και γράφονται όλες οι γλώσσες, κάθε έθνους, που διδάσκονται σε ειδικά σχολεία (βλέπε Mas Latrie, II, p. 216).
Εκπαίδευση σε παιδιά ευγενών
Επί πλέον αναφέρεται ότι στη Λευκωσία λειτουργούσε κι ένα είδος Ακαδημίας κατά τον 15ο αιώνα, που είχε ιδρυθεί από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄ (1460-1473) και παρείχε εκπαίδευση σε παιδιά ευγενών. Η πολυγλωσσία πάντως της περιόδου της Φραγκοκρατίας είχε αποβεί εις βάρος της ελληνικής γλώσσας των κατοίκων του νησιού, που είχε νοθευθεί σε μεγάλο βαθμό, όπως ομολογεί και ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς:
...Καί ’πῆραν τόν τόπον οἱ Λαζανιάδες [=Λουζινιανοί] καί ἀπό τότες ἀρκέψα νά μαθάνουν φράνγκικα, καί ’βαρβαρίσαν τά ρωμαῖκα ὡς γοιόν καί σήμερον, καί γράφομεν φράνγκικα καί ρωμαῖκα, ὅτι εἰς τόν κόσμον δέν ἠξεύρουν ἴντα συντυχάννομεν (Χρονικόν, παρ. 158).
Εξάλλου οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κύπρου, δουλοπάροικοι στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, δεν είχαν σχεδόν καμιά ευκαιρία μόρφωσης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, γνωρίζουμε ότι ίδρυσε σχολή στην πρωτεύουσα Λευκωσία ο λόγιος Ιάκωβος Διασσωρίνος, γύρω στο 1562-1563, που προσπάθησε ταυτόχρονα να οργανώσει επανάσταση προς εκδίωξη των Βενετών με αποτέλεσμα ν’ αποκαλυφθεί και να εκτελεσθεί. Λειτουργούσαν όμως τότε και σχολεία άλλα, με δασκάλους που εστέλλοντο από τη Βενετία (Mas Latrie, III, p. 559).
Γενικά, κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας τον τομέα της εκπαίδευσης εξυπηρετούσαν ως ένα βαθμό και τα πάμπολλα μοναστήρια που υφίσταντο στη Λευκωσία, εκ των οποίων λίγα μόνο ήσαν Ορθόδοξα.
Οθωμανική περίοδος
Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1570-1571), φαίνεται ότι κάποια σχολή λειτούργησε για λίγο ακόμη στη Λευκωσία, σύμφωνα προς μαρτυρία του Δαυίδ Χυτραίου (1574). Επίσης ένας δάσκαλος Ματθαίος από τη Γαλάτα που είχε σπουδάσει στην Ιταλία και τον οποίο αναφέρει ο περιηγητής Della Valle που τον είχε συναντήσει στη Λεμεσό το 1625, είχε τότε διδάξει ως ιδιώτης για λίγο στη Λευκωσία, όπως κι ο Κοιλανιώτης ιερωμένος Λεόντιος Ευστράτιος που είχε ιδρύσει σχολή στην πρωτεύουσα το 1592. Σύντομα όμως οι νέες αρνητικές συνθήκες που προέκυψαν από την τουρκική κατάκτηση του νησιού, οδήγησαν τόσο τη Λευκωσία όσο κι ολόκληρη την Κύπρο σε κατάσταση πλήρους παρακμής που είχε ως αποτέλεσμα και την εξάλειψη των εκπαιδευτηρίων και τη γενική αμάθεια, κατάσταση που χαρακτήριζε εξάλλου κι ολόκληρη την υπόδουλη Ελλάδα.
Η προσπάθεια για κάποια εκπαίδευση και η ίδρυση σχολείων στο νησί, ανελήφθη από την Εκκλησία της Κύπρου πολύ αργότερα, βασικά από τον 18ο αιώνα και εξής. Βέβαια υπό τις συνθήκες, ούτε αυτή η Εκκλησία ήταν σε θέση να προσφέρει πολλά στον τομέα της εκπαίδευσης. Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου, στην εισαγωγή του Τετραγλώσσου Λεξικοῦ που εξέδωσε στη Βενετία το 1786, παραθέτει κατάλογο των σχολείων που λειτουργούσαν στον υπόδουλο Ελληνισμό κατά το 1757. Μεταξύ αυτών, αναφέρει μια μόνο Ελληνική Σχολή στην Κύπρο, που λειτουργούσε τότε στη Λευκωσία.
Η Σχολή της Λευκωσίας
Η Σχολή της Λευκωσίας ήταν πιθανότατα η αναφερόμενη και από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό Σχολή Ἑλληνικῆς Μουσικῆς καί Διδασκάλων που ιδρύθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο, και στην οποία δίδαξε ο πρωτοψάλτης ιερομόναχος Χρύσανθος. Στην ίδια Σχολή εκλήθη και δίδαξε και ο διαπρεπής δάσκαλος και αργότερα πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ ο Αθηναίος, που, κατά τον Αγκύρας Σεραφείμ, ἐννεακαίδεκα χρόνους [=19 χρόνια] ὑπῆρξεν ἐν Κύπρῳ καθηγεμών τοῦ Ἑλληνομουσείου καί πολλούς τῶν μαθητῶν παιδείᾳ καί μαθήσει κατακοσμῶν... Ο Εφραίμ, απόφοιτος της φημισμένης Πατμιάδος Σχολής, πιθανότατα είχε αυτήν ως πρότυπο για τη Σχολή της Λευκωσίας που διηύθυνε για τόσα πολλά χρόνια. Δυστυχώς ελλείπουν περισσότερες λεπτομέρειες για τη Σχολή αυτή, που ονομάστηκε Ἑλληνομουσεῖον και φαίνεται ότι αποτελείτο από τρεις τάξεις στις οποίες διδάσκονταν «ελληνικά και ακροαματικά μαθήματα», «τεχνολογία», γραμματική, εκκλησιαστική μουσική κλπ. Τη Σχολή διηύθυνε, μετά την αναχώρηση του Εφραίμ, ο ιερομόναχος Παρθένιος, μαθητής του και δάσκαλος της «τεχνολογίας» και ίσως και άλλων μαθημάτων.
Το Ἑλληνομουσεῖον της Λευκωσίας δεν είναι γνωστό μέχρι πότε συνέχισε να υπάρχει. Πιθανώς ανέστειλε τη λειτουργία του κάπου μεταξύ 1775 και 1784, οπότε η Εκκλησία της Κύπρου διεξήγαγε τους σκληρούς αγώνες της κατά του περιβόητου τυράννου Χατζημπακκή. Λίγο μετά το 1784, όμως, ιδρύθηκε νέα Σχολή Ἐκκλησιαστικῶν Γραμμάτων καί Μουσικῆς από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, η οποία στεγάστηκε στην Αρχιεπισκοπή, σε δωμάτιο που κτίστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως «σοφίας μέγαρον». Δάσκαλος στη Σχολή αυτή αναφέρεται ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος που πιθανότατα είναι το ίδιο πρόσωπο που στις 17 Ιανουαρίου 1808 δώρισε το σπίτι του, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, για να χρησιμοποιηθεί ως σχολή (Ἐλληνομουσεῖον).
Η Σχολή του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
Η σχολή της Αρχιεπισκοπής δεν πρόσφερε υπηρεσίες παρά σε ελάχιστους μαθητές που προορίζονταν ν’ ακολουθήσουν την εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Εκείνος που όχι μόνο συνέλαβε την ιδέα αλλά προχώρησε και στην υλοποίησή της, ιδρύοντας στην πρωτεύουσα μια σχολή παγκύπρια αλλά και με ευρύ κύκλο δραστηριοτήτων, ήταν ο εθνομάρτυρας αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ίδρυσε Σχολή που άρχισε να λειτουργεί από το 1812, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, την οποία κι αφιέρωσε στην Αγία Τριάδα. Πρόκειται για το ίδρυμα που θα εξελισσόταν αργότερα στο λαμπρότερο εκπαιδευτήριο της Κύπρου κι ένα από τα σημαντικότερα του Ελληνισμού, το Παγκύπριο Γυμνάσιο (συνεστήθη το 1893).
Η σχολή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού στεγάστηκε σε κτίριο που ανήγειρε ο ίδιος σε γη την οποία παραχώρησε το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Λειτούργησε από το 1812 μέχρι το 1821, οπότε εκτελέστηκε από τους Τούρκους ο ιδρυτής και προστάτης της. Ως δάσκαλος της σχολής κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής της αναφέρεται ο Λεόντιος Μυριανθεύς (Δ.Ν. Λανίτου, «Ὀλίγα περί Κύπρου», στο περ. Κλειώ, 1879). Ο δάσκαλος αυτός ήταν, πιθανότατα, ο μετέπειτα μητροπολίτης Κιτίου Λεόντιος (Β΄) ο εκ Μυριανθούσης που υπήρξε πιο πριν αρχιμανδρίτης του θρόνου Κιτίου και ανήλθε στον θρόνο μετά την εκτέλεση του επισκόπου Κιτίου Μελετίου (Λ. Φιλίππου, Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ, Α΄, 1930, σ. 190).
Το κλείσιμο και η επαναλειτουργία της
Μετά τις εκτεταμένες σφαγές του Ιουλίου του 1821 και τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, η σχολή έκλεισε, παρέμεινε δε κλειστή κατά τα λίγα επόμενα χρόνια. Μόνο μετά το τέλος της ελληνικής επανάστασης η σχολή επανασυστάθηκε, από τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο, και επαναλειτούργησε γύρω στο 1830. Τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο Ονούφριος Μικελλίδης μέχρι το 1840. Κατά το διάστημα 1840-45 τη διηύθυνε κάποιος Λεόντιος, πιθανώς ο πατέρας της Σαπφούς Λεοντιάδος. Κατά το 1845-48 τη διηύθυνε ο Ιωάννης Παυλίδης και από το 1848 μέχρι το 1854 ο Επαμεινώνδας Φραγκούδης. Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι τη σχολή ο Μικελλίδης, που τη διηύθυνε μέχρι τον θάνατό του το 1861. Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της σχολής ήταν η ριζική αναδιοργάνωσή της που έγινε το 1859 από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α΄ (το πλήρες κείμενο του θεσπισθέντος τότε κανονισμού της σχολής — που έγινε γνωστή ως Ελληνική Σχολή Λευκωσίας — βλέπε στον Λ. Φιλίππου, Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ, Α΄, 1930, σσ. 191-202). Μετά την αναδιοργάνωση της σχολής, και μέχρι το 1865, διευθυντής της διετέλεσε ο Σωφρόνιος, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Μεταξύ 1865 και 1868 τη διηύθυνε ο Κυπριανός Οικονομίδης, ο μετέπειτα επίσκοπος Κιτίου, και από το 1868 μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας (1878), ο Γεώργιος Κάλβαρης, καταγόμενος από τη Ζαγορά του Πηλίου. Στη σχολή δίδαξε επίσης ο Αδόλφος Λαφφών (1859-1862), ο πατέρας του φιλέλληνα Γουσταύου Λαφφών. Μεταξύ άλλων, δίδαξε επίσης και ο Κύριλλος Παπαδόπουλος (1873-1889), ο μετέπειτα επίσκοπος Κυρηνείας και Κιτίου και αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Κύριλλος Β΄).
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α' σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των εκπαιδευτηρίων έστειλε επιστολή στις 23 Οκτωβρίου 1859 προς τον Κύπριο αρχιμανδρίτη Βατοπεδίου Ιωαννίκιο ζητώντας τη βοήθειά του για την ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων της Λευκωσίας. Παρόμοιες επιστολές ο Μακάριος είχε αποστείλει και σε άλλους Κυπρίους κληρικούς που ζούσαν μακριά από την Κύπρο, όπως στους μητροπολίτες Γάζης Φιλήμονα και Πέτρας Μελέτιο Ματτέο. Οι δύο τελευταίοι, όπως άλλωστε και ο Ιωαννίκιος, ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και έστειλαν χρήματα και βιβλία. Ο Ιωαννίκιος έστειλε τη βοήθειά του στα 1860 με τον ανεψιό και προστατευόμενό του Θεοδώρητο, ο οποίος επίσης ασκήτευε στο Βατοπέδιον. Αυτή αποτελείτο από την προσωπική του βιβλιοθήκη, η οποία περιελάμβανε 60 τόμους βιβλίων, καθώς και 100 χρυσά νομίσματα. Ο Ιωαννίκιος έστειλε επίσης πολλά αφιερώματα στην εκκλησία του Πεδουλά, όπως μανουάλια, δισκοπότηρα, σταυρούς, ευαγγέλια και μία κανδήλα εξαιρετικής τέχνης. Μαζί με αυτά έστειλε και μικρή οικονομική βοήθεια για κάθε οικογένεια του Πεδουλά.
Βλέπε λήμμα: Παγκύπριο Γυμνάσιο
Ελληνική Σχολή Λευκωσίας
Η Ελληνική Σχολή Λευκωσίας δίδασκε μαθήματα ανωτέρου επιπέδου, περιλαμβανομένων και των αρχαίων ελληνικών. Πιθανότατα περιελάμβανε όμως και κατώτερο τμήμα στο οποίο διδάσκονταν μαθήματα στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. Πάντως, σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως αναφέρεται ότι λειτουργούσαν στην πρωτεύουσα από το 1830. Κατά το 1830 ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικόν σχολείον, ύστερα από γενική συνέλευση που συνήλθε στη Λευκωσία στις 4 του Νοεμβρίου, οπότε καθορίστηκε και ο μισθός του δασκάλου που ήταν 1.200 γρόσια. Το σχολείο λειτούργησε από το 1831. Λίγο αργότερα (άγνωστο πότε) λειτούργησε και δεύτερο τέτοιο σχολείο. Το 1839 λειτουργούσαν πάντως δυο αλληλοδιδακτικά στην πρωτεύουσα, οπότε αναφέρεται σε έγγραφο της Αρχιεπισκοπής ο μισθός των δυο δασκάλων για τον χρόνο εκείνο (6.000 γρόσια). Κατά το 1844 αναφέρεται ως δάσκαλος του ενός από τα δυο αλληλοδιδακτικά ο ιερομόναχος Χαρίτων που τον χρόνο αυτό έγινε επίσκοπος Κερύνειας.
Κατά το 1854 αναφέρεται η ύπαρξη επίσης δυο αλληλοδιδακτικών σχολείων στη Λευκωσία, ενός γνωστού ως αλληλοδιδακτικού του Αγίου Ιωάννου και του δευτέρου ως αλληλοδιδακτικού της Φανερωμένης. Το 1860 τα δυο αυτά σχολεία συγχωνεύθηκαν, στο δε κτίριο εκείνου της Φανερωμένης στεγάστηκε το πρώτο Παρθεναγωγείο που ιδρύθηκε το 1859 με δασκάλα την Ελλαδίτισσα Ερατώ Καρύκη, που είχε αναλάβει να διδάσκει σύμφωνα προς «τά ἐν Ἑλλάδι τελειότερα δημοτικά σχολεία» και με μισθό από 10.000 γρόσια.
Τα δυο αλληλοδιδακτικά είχαν περισσότερους του ενός δασκάλους. Το 1867 ιδρύθηκε άλλο σχολείο, εκείνο του Αγίου Σάββα. Λίγο αργότερα το σχολείο αυτό, όπως κι εκείνο του Αγίου Ιωάννου, διαιρέθηκαν σε δυο τμήματα το καθένα, με χωριστούς δασκάλους στο κάθε τμήμα, λόγω του μεγάλου αριθμού μαθητών. Ο πρώτος Άγγλος επιθεωρητής Σπένσερ αναφέρει στην έκθεσή του αμέσως μετά την αγγλική κατοχή, ότι το δημοτικό σχολείο του Αγίου Σάββα ήταν «πολύ καλό» αλλά με ανεπαρκές προσωπικό αφού είχε τρεις δασκάλους και 180 μαθητές.
Ενδιαφέρουσα είναι η έκθεση επιτροπής που συνεστήθη στην Κωνσταντινούπολη το 1871 από τον εκεί Ελληνικόν Φιλολογικόν Σύλλογον με σκοπό όπως προβῇ εἰς ἔρευναν περί τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῶν ἐν ταῖς ἐπαρχίαις ἡμετέρων ἐκπαιδευτηρίων. Τα στοιχεία περί της Κύπρου έδωσε στην επιτροπή ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος. Σχετικά με τη Λευκωσία, η έκθεση αναφέρει ( Ἑλλην. Φιλ.Σύλ., Στ΄, 1871-72, σ. 205):
... Ἐν Λευκωσίᾳ κατοικουμένῃ ὑπό 5.900 Χριστιανῶν, ὑπάρχουσιν ἕν ἑλληνικόν, ἕν ἀλληλοδιδακτικόν καί ἕν παρθεναγωγεῖον. Ἡ ὕπαρξις τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς χρονολογεῖται ἀπό τοῦ 1830. Ἡ Σχολῆ αὓτη ἦν ἀείποτε ἀνθηρά καί ἀκμαία. Πολλοί μάλιστα τῶν ἐν αὐτῇ σπουδασάντων ἀποφοιτῶντες μεταβαίνουσιν εἰς τά πέριξ χωρία ἔνθα ἀποκαθίστανται συνιστῶντες σχολεία καί διδάσκοντες ἐν αὐτοῖς. Ἡ δέ ἀλληλοδιδακτική Σχολή ἱδρυθεῖσα τῷ 1831 ἒτει ἀριθμεῖ ἤδη τρεῖς διδασκάλους. Τά ἐκπαιδευτήρια ταῦτα συνιστῶνται ἐκ τακτικῶν καί ἐκτάκτων συνεισφορῶν τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν πολιτῶν. Οἱ φοιτῶντες παῖδες ἐν τοῖς τρισί σχολείοις ἀνέρχονται εἰς 445, τούτων 55 ἀνήκουσι τῇ Ἑλληνικῇ, 250 τῷ Ἀλληλοδιδακτικῷ καί 140 τῷ Παρθεναγωγείῳ, ἀναλογοῦσι δέ πρός 7% τοῦ πληθυσμοῦ˙ οἱ μαθηταί φοιτῶσι τακτικῶς˙ οἱ πλεῖστοι δέ τούτων ἦσαν ἄποροι, οὐ μόνον τῶν ἀναγκαίων βιβλίων στερούμενοι ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ ἄρτου. Καί ὁ μέν ἀρχιεπίσκοπος χορηγεῖ αὐτοῖς τόν ἄρτον, ἡ δέ σχολή ἄλλοτε εὐημεροῦσα, ἐχορήγει τοῖς ἀπόροις τά ἀναγκαῖα βιβλία, ἀλλ’ ἤδη πάσχουσα δεινῶς, οὐ δύναται νά ἐξακολουθῆσῃ τήν χορηγίαν ταύτην. Ἐν Λευκωσίᾳ ὑπάρχει καί Λέσχη τις ὑπό τό ὄνομα «Πρόοδος», σκοποῦσα τήν ἠθικήν προαγωγήν τῆς κοινότητος ταύτης...
Τουρκικά σχολεία
Φυσικά, παράλληλα προς τα ελληνικά, λειτουργούσαν στη Λευκωσία και αντίστοιχα τουρκικά σχολεία, που ήσαν μάλιστα υπερδιπλάσια σε αριθμό των ελληνικών, επειδή και το τουρκικό στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο. Σύμφωνα προς τον πίνακα που συνέταξε το 1879 ο αιδεσιμότατος F.D. Newham, σ’ ολόκληρη την επαρχία Λευκωσίας (περιλαμβανομένης και της πόλης), λειτουργούσαν 28 μωαμεθανικά σχολεία και 21 χριστιανικά/ελληνικά. Ο ίδιος αριθμός παρατίθεται και κατά το 1920 στο Hand Book of Cyprus (1920, p. 83).
Στη Λευκωσία λειτουργούσαν, κατά τον χρόνο ενάρξεως της αγγλικής κατοχής (1878), 15 μουσουλμανικά σχολεία έναντι 4 ελληνικών. Ο αιδεσιμότατος Newham στην έκθεσή του (1879), αναφέρει:
...Από τις παρεχόμενες πληροφορίες φαίνεται ότι στα 8 από τα 15 μουσουλμανικά σχολεία της πόλης Λευκωσίας δεν διδάσκεται τίποτε άλλο παρά η απομνημόνευση του Κορανίου ενώ ένα και μόνο επαγγελλόταν ότι δίδασκε και κάτι περισσότερο, στοιχεία ανάγνωσης και γραφής. Μόνο ένα από τα σχολεία αυτά τυγχάνει κάποιας επιθεωρήσεως. Η εξαίρεση αυτή γίνεται επειδή πρόκειται περί σχολείου που ανήκει στο Εβκάφ από το οποίο και συντηρείται και εποπτεύεται.
Εξάλλου τα 4 χριστιανικά σχολεία φαίνεται ότι παρέχουν μάλλον φιλελεύθερη εκπαίδευση, αφού όλα περιλαμβάνουν μαθήματα αριθμητικής, γεωγραφίας και αρχαίων ελληνικών. Συντηρούνται κυρίως από την Εκκλησία η οποία χορηγεί ενιαυσίως £400, από εθελούσιες εισφορές, και σχολικά δικαιώματα, συνολικά £700 τουρκικές. Τα σχολεία επιθεωρούνται από τον αρχιεπίσκοπο και αριθμούν 622 μαθητές και των δυο φύλων...
Διαφωτιστική είναι επίσης η έκθεση που υπέβαλε σχετικά με την εκπαίδευση στην πρωτεύουσα ο πρώτος Άγγλος διοικητής της Λευκωσίας συνταγματάρχης Gordon:
...Υπάρχουν μόνο 4 χριστιανικά σχολεία. Τα βρήκα με καλή επίβλεψη και οργάνωση και πάντοτε καθαρά. Ο αρχιεπίσκοπος και οι ιερείς του φαίνεται ότι φροντίζουν πολύ για την καλή λειτουργία τους... Κυριότερη σχολή είναι εκείνη του Αγίου Ιωάννη... Τα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά διδάσκονται στα σχολεία... Τα μουσουλμανικά σχολεία βρίσκονται επίσης υπό την επίβλεψη των θρησκευτικών αρχών. Το βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης που προσφέρουν είναι η απομνημόνευση του Κορανίου... Το κυριότερο σχολείο για τα μεγαλύτερα παιδιά δεν έχει παρά μικρή προσέλευση και επί του παρόντος φοιτούν 25 μαθητές. Τα υπόλοιπα [μουσουλμανικά] έχουν μικρή φοίτηση και όσα λιγότερα πει κανένας γι' αυτά, τόσο το καλύτερο...
Ειδικότερα για τα ελληνικά σχολεία της Λευκωσίας, ο Gordon δίνει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Σχολείο Αγίου Σάββα: Έχει 3 δασκάλους και 170 μαθητές 5-12 χρόνων. Διδάσκονται ανάγνωση, γραφή, αρχαία ελληνικά, αριθμητική και γεωγραφία. Το κτίριο ανήκει στην εκκλησία του Αγίου Σάββα. Οι δάσκαλοι έχουν μισθό 6.000, 3.500 και 1.000 γρόσια. Η επιτελούμενη εργασία είναι καλή.
β) Σχολείο Αγίου Ιωάννη: Έχει 2 δασκάλους και 180 μαθητές 5-12 χρόνων. Διδάσκονται παρόμοια με το προηγούμενο μαθήματα. Οι δάσκαλοι έχουν μισθό 4.000 και 3.000 γρόσια. Το κτίριο ανήκει στην Εκκλησία.
γ) Ελληνική Σχολή: Λειτουργεί στο ίδιο κτίριο του Αγίου Ιωάννη. Έχει 3 δασκάλους και 92 μαθητές 10-18 χρόνων. Διδάσκονται παρόμοια μαθήματα αλλά σε πολύ ανώτερο επίπεδο. Οι δυο δάσκαλοι έχουν μισθό £100 και £50. Ο τρίτος εργάζεται αμισθί.
δ) Παρθεναγωγείο Φανερωμένης: Έχει 4 δασκάλες και 180 μαθήτριες 5-17 χρόνων. Οι δασκάλες πληρώνονται οι δυο από £100, η τρίτη £25.10 και η τέταρτη £15.10. Το κτίριο ανήκει στην Εκκλησία.
Τέλος, ο Gordon αναφέρει ότι τα τέσσερα ελληνικά σχολεία διευθύνονταν από κοινοτική σχολική επιτροπή υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου και το απαιτούμενο για τη συντήρησή τους ποσόν ήταν £700 τουρκικές που εξασφαλίζονταν ως εξής:
1. Συνδρομή αρχιεπισκόπου £75
2. Συνδρομή εκκλησιών - μοναστηριών £325
3. Συνδρομή κατοίκων £250
4. Έσοδα από εισιτήρια £50
Αρκετές πληροφορίες για τα σχολεία της Λευκωσίας κατά το τέλος της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας δίνει και ο Άγγλος επιθεωρητής Spencer.
Τα σχολεία της πρωτεύουσας είχαν τότε στη διάθεσή τους και μια βιβλιοθήκη που περιείχε περίπου 1.000 τόμους.
Στο μεταξύ, από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν σχολεία και σε οικισμούς γύρω από την πρωτεύουσα, για τα οποία βλέπε αναφορές για τον κάθε οικισμό στο λήμμα, Λευκωσίας προάστια.
Η Ελληνική Σχολή μετατρέπεται σε Γυμνάσιο
Η εκπαίδευση αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, αφού ευνοήθηκε από τις νέες συνθήκες. Σημαντικότατος σταθμός υπήρξε η μετατροπή της Ελληνικής Σχολής σε Γυμνάσιον ύστερα από απόφαση που ελήφθη σε συγκέντρωση στην Αρχιεπισκοπή στις 16 Μαϊου 1893, με αναβάθμισή της και πρόσκληση εκπαιδευτικών από την Ελλάδα. Το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν κάλυψε τις ανάγκες του —με διάφορες προσθήκες — μέχρι το 1920 οπότε καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τότε, με δωρεά του βιομηχάνου Βεργόπουλου και διάφορες άλλες εισφορές, κτίστηκε νέο οικοδόμημα, αυτό που σώζεται μέχρι σήμερα και που δέχθηκε βέβαια αργότερα πολλές προσθήκες (όπως η Σεβέρειος Βιβλιοθήκη που κτίστηκε με δωρεά του Δημοσθένη Σεβέρη).
Βλέπε λήμμα: Σεβέρειος βιβλιοθήκη
Το 1897 ιδρύθηκε το Παγκύπριο Διδασκαλείο (στην ουσία αποτελούσε παράρτημα του Παγκυπρίου Γυμνασίου), που προετοίμαζε σπουδαστές που θ’ ακολουθούσαν το επάγγελμα του δασκάλου. Διδασκαλείο για δασκάλες ιδρύθηκε το 1903 ως παράρτημα του σχολείου της Φανερωμένης, ενώ στην περιοχή ιδρύθηκε την ίδια εποχή και νηπιαγωγείο.
Σύντομα ιδρύθηκαν και λειτούργησαν στην πόλη και διάφορες ιδιωτικές σχολές: η Γαλλική Σχολή Σμιθ, το παρθεναγωγείο της Ida Spencer με την ονομασία Αγγλική Σχολή Κορασίδων, επίσης το Αγγλικόν Διδακτήριον (μετά οικοτροφείου), η Τέρρα Σάντα, η Σχολή Καλογραιών και η Αγγλική Σχολή του Newham, όπως και η Αμερικανική Ακαδημία. Κατά τα τέλη της αγγλικής κατοχής της Κύπρου ιδρύθηκε η Τεχνική Σχολή Λευκωσίας. Στο μεταξύ η ανάπτυξη της πόλης επέβαλε την ίδρυση και λειτουργία και άλλων δημοτικών σχολείων, καθώς και ανωτέρων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Μέχρι το τέλος της αγγλικής κατοχής, η ευθύνη για τη λειτουργία των σχολών μέσης εκπαίδευσης παρέμεινε στα χέρια της Εκκλησίας παρά τις σκληρές προσπάθειες των Άγγλων να αναμειχθούν ενεργά και να θέσουν την εκπαίδευση υπό τον έλεγχό τους (πράγμα που πέτυχαν για τη στοιχειώδη εκπαίδευση).
Βλέπε λήμμα: Εκπαίδευση- Αγγλοκρατία
Η εκπαίδευση στην Κύπρο μετά το 1960
Πάνω σε ορθή και προγραμματισμένη βάση ετέθη η εκπαίδευση στην Κύπρο από το 1960 και εξής, δηλαδή μετά την ανεξαρτησία του νησιού. Τότε σημειώθηκε και η αλματώδης ανάπτυξη στον τομέα αυτό, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην υπόλοιπη Κύπρο.
Σήμερα η Λευκωσία εξυπηρετείται από πολλά εκπαιδευτήρια, κρατικά και ιδιωτικά, τόσο προδημοτικής όσο και δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, ενώ υπάρχουν και ιδρύματα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης. Στη Λευκωσία λειτουργεί το Πανεπιστήμιο Κύπρου ενώ και τρεις ιδιωτικές ανώτατες σχολές αναγνωρίστηκαν ως πανεπιστήμια. Στην πόλη και στην περιφέρειά της λειτουργούν επίσης ειδικές σχολές (Κωφών, Τυφλών κ.α.), Τεχνικές Σχολές, Ιερατική Σχολή και πολλά και ποικίλα φροντιστήρια και ινστιτούτα.