Η έννοια της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τη νεότερη εποχή στην Κύπρο εντοπίζεται κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις (τανζιμάτ) του 1839 και, ιδίως, με το χαττ-ι χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου1856. Αν και δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι η εγκαθίδρυση δημαρχείων στις πόλεις της Κύπρου ήταν άμεσο αποτέλεσμα του χαττ-ι χουμαγιούν (αυτοκρατορικού διατάγματος) του 1856, που δεν περιλαμβάνει σχετική πρόνοια, ωστόσο ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων οι ναχιέδες της Κύπρου (υποεπαρχίες, συνολικά 16 τότε) απέκτησαν ένα είδος διοικητικού συμβουλίου (μετζιλίς) με 3 μουσουλμανικά και 2 χριστιανικά μέλη και 2 άλλα μουσουλμανικά εξ οφφίκιο μέλη.
Βλέπε λήμμα: Δήμοι- Δημαρχεία
Από τότε ανευρίσκονται και τα πρώτα δημαρχεία στις κυριότερες πόλεις, ως ανεξάρτητα σώματα. Στη Λευκωσία το δημαρχείο διέθετε Μουσουλμάνο πρόεδρο τον οποίο διόριζε ο κυβερνήτης, και 6 μέλη (τρεις Μουσουλμάνους και τρεις Χριστιανούς) που εκλέγονταν χωριστά από τους Μουσουλμάνους και Χριστιανούς κατοίκους της πρωτεύουσας (στις άλλες πόλεις τα μέλη ήσαν 4, δυο μουσουλμανικά και δυο χριστιανικά). Υπήρχε ακόμη και έμμισθος βοηθός του προέδρου. Η λειτουργία των δημαρχείων ήταν περισσότερο υποτυπώδης παρά ουσιαστική και τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τις συνθήκες υγιεινής, την αποξήρανση των ελών, την πολεοδομία, την επιθεώρηση κατοικιών και άλλα παρόμοια θέματα που δεν ενδιέφεραν την κυβέρνηση ή τα διοικητικά της όργανα. Πρότυπο των δημοτικών συμβουλίων/δημαρχείων ήταν οι παλαιότεροι μαχαλλάδες με τους μαχαλλετζήδες, τους μουκτάρηδες, τους γέροντες και τους δημογέροντες.
Οι έξι πόλεις ανακυρύσσονται σε δήμους
Ουσιαστικότερο ρόλο απέκτησαν τα δημαρχεία μετά την αγγλική κατοχή της Κύπρου (1878) και τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας. Οι έξι πόλεις της Κύπρου ήσαν ήδη από την αρχή της αγγλικής κατοχής ανακηρυγμένοι και αναγνωρισμένοι δήμοι, τα δε μέλη των συμβουλίων τους εκλέγονταν από τους δημότες (εκτός από τη δικτατορική περίοδο του 1931-1946 οπότε δεν έγιναν δημοτικές εκλογές).
Ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα σχετικά με τους δήμους των πόλεων (εκτός της Κερύνειας) δημιουργήθηκε μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, εξαιτίας πρόνοιας που πρόβλεπε τη δημιουργία στις 5 πόλεις χωριστών τουρκικών δήμων που θα υφίσταντο παράλληλα προς τους ελληνικούς. Χωριστοί δήμοι είχαν δημιουργηθεί εξάλλου παράνομα από τους Τούρκους το 1958, μετά τις διακοινοτικές ταραχές.
Στη Λευκωσία, ιδιαίτερα, ο διαχωρισμός ήταν σαφέστερος εξαιτίας της διαιρέσεως και της ίδιας της πόλης σε ελληνικό και σε τουρκικό τομέα. Μέχρι σήμερα το δημαρχείο, ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο της πόλης αδυνατούν να ασκούν εξουσία και επί του τουρκοκρατούμενου τμήματος της Λευκωσίας. Ωστόσο κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε επαφή και συνεργασία πάνω σε θέματα που αφορούν και τα δυο τμήματα της πόλης, όπως το αποχετευτικό.
Με την ανάπτυξη της πόλης και την επέκτασή της προς τα έξω, περιελήφθησαν στα δημοτικά όρια της Λευκωσίας και περιοχές έξω από τα τείχη, που σταδιακά έγιναν τμήμα της πόλης. Οι Άγιοι Ομολογητές περιελήφθησαν στα δημοτικά όρια της Μείζονος Λευκωσίας το 1944. Το 1968 περιελήφθησαν στα δημοτικά της όρια ο Τράχωνας, η Ομορφίτα, το Καϊμακλί, η Παλλουριώτισσα και μικρό τμήμα της περιοχής Στροβόλου. Η Αγλαντζιά, η Έγκωμη, ο Άγιος Δομέτιος, τα Λατσιά και ο Στρόβολος (που σήμερα είναι ενωμένες με την πόλη της Λευκωσίας περιοχές), έχουν δικές τους ανεξάρτητες αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Άλλο στοιχείο ενδεικτικό της ανάπτυξης της Λευκωσίας αποτελεί το γεγονός ότι το 1931, σύμφωνα προς την απογραφή του έτους αυτού, η περιοχή της Λευκωσίας διέθετε καλλιεργήσιμη γη 63.777 σκαλών (περίπου 85 τετραγωνικά χιλιόμετρα), περισσότερη απ’ όλα τα περίχωρά της (37.108 σκάλες, περίπου 49 τετραγωνικά χιλιόμετρα).
Βλέπε λήμμα: Κύπρος- Πληθυσμός και Οικισμοί
(Σημ.: Σχετικά με τους οικισμούς γύρω από την πόλη, που παλαιότερα ήσαν χωριά κι αργότερα εντάχθηκαν στα δημοτικά της όρια ή αποτελούν σήμερα προάστιά της, βλέπε χωριστό λήμμα: Λευκωσίας προάστια
Πληθυσμός
Από πληθυσμιακής απόψεως, η Λευκωσία φαίνεται ότι συγκέντρωνε αρκετό πληθυσμό κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, που μειώθηκε σημαντικά μετά την τουρκική κατάκτηση και παρέμεινε μειωμένος μέχρι τα χρόνια της αγγλικής κατοχής. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τον πληθυσμό της κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, αναφέρεται ότι πριν κλείσουν οι πύλες της κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Τούρκους το 1570, στην πόλη βρίσκονταν 56.304 κάτοικοι (αρχιμανδρίτης Κυπριανός). Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός, εάν λάβουμε μάλιστα υπόψιν μας ότι η Λευκωσία ήταν αραιοκατοικημένη και διέθετε πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κήπους, σύμφωνα προς μαρτυρίες ξένων επισκεπτών. Φαίνεται ότι στις 56.304 άτομα, περιλαμβανόταν τόσο ο μόνιμος πληθυσμός της πόλης μαζί με τους στρατιώτες, όσο και πολλοί άλλοι που είχαν τρέξει να ζητήσουν καταφύγιο μέσα στα τείχη της πρωτεύουσας μετά την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης (Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως) υπολογίζει τον πληθυσμό της Λευκωσίας μετά το 1821 σε 15.000 (10.000 Τούρκους και 5.000 Χριστιανούς, Έλληνες και άλλους). Ο αρχιδούκας της Αυστρίας Λουδοβίκος Σαλβαδόρ που επισκέφθηκε την πόλη το 1873 κι έγραψε βιβλίο με τίτλο Levkosia, the capital of Cyprus, υπολόγισε τότε τον πληθυσμό της πόλης σε 20.000 χωρίς όμως τις γυναίκες τις οποίες οι Τούρκοι δεν περιελάμβαναν στις απογραφές τους. Ο αριθμός φαίνεται και πάλι υπερβολικός, αφού μόλις 8 χρόνια αργότερα, στην πρώτη επίσημη και έγκυρη απογραφή που έκαμαν οι Άγγλοι το 1881, ο πληθυσμός της πρωτεύουσας ανερχόταν μόνο στις 11.536 (5.669 Έλληνες, 5.393 Τούρκοι και 474 άλλων εθνικοτήτων, όπως Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι και Εβραίοι). Ακριβέστεροι από του αρχιδούκα Σαλβαδόρ είναι οι αριθμοί που δίνει ο Van der Cammein - Paridant τον επόμενο χρόνο (1874): Τούρκοι 9.000, Έλληνες 4.200, Αρμένιοι 190 και Μαρωνίτες 140˙ σύνολο: 13.530 κάτοικοι.
Η πληθυσμιακή σχέση μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και λοιπών κατοίκων της Λευκωσίας στα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας, έχει ως εξής:
Χρόνος | Έλληνες | Τούρκοι | Άλλοι | Σύνολο |
---|---|---|---|---|
1881 | 5.669 | 5.393 | 474 | 11.536 |
1891 | 6.586 | 5.356 | 573 | 12.515 |
1911 | 9.307 | 6.040 | 705 | 16.052 |
1931 | 13.565 | 7.756 | 2.356 | 23.677 |
1946 | 20.768 | 10.330 | 3.387 | 34.485 |
1960 | 25.530 | 14.682 | 5.417 | 45.629 |
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια