Από τα μεσαιωνικά χρονικά γνωρίζουμε διάφορες συνοικίες της Λευκωσίας, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω, όπως η Αρμένικη συνοικία (κατ’ ακολουθίαν θα πρέπει να υπήρχαν και άλλες, όπως η Εβραϊκή), η περιοχή της Αγοράς, ο Τράχωνας, η συνοικία του Αγίου Δομινίκου κ.α. Οι περιοχές του Καμηλαριού και του Αμαξαριού (όπου πιθανότατα υφίσταντο και πανδοχεία), ήσαν φαίνεται οι κακόφημες συνοικίες της πρωτεύουσας, αφού ο Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρει διάταγμα του βισκούντη Μοραμπίτ τον Οκτώβριο του 1473 με το οποίο οι πόρνες περιορίζονταν στις περιοχές αυτές:
...Καί τῇ κα΄ ὀχτωβρίου ἐποῖκεν ὁ βισκούντης ὁ Μοράπιτος, οὖλαις ἠ πολιτικαῖς νά πᾶν εἰς τό Καμηλαργίον καί εἰς τό Ἁμαξαργίον, καί νά μέν εὑρεθῇ καμμία εἰς γειτονίαν, καί ὁποία νά εὑρεθῇ νά τήν ’ξορίζῃ ἔξω τῆς χώρας...
Βλέπε λήμματα: Λατίνοι και Αρμένιοι
Από τον Λεόντιο Μαχαιρά γνωρίζουμε και την Ταρτούζα, όπου υφίστατο εκκλησία και κοιμητήριο των Λατίνων, καθώς και την περιοχή της Πιλλιρής στα ανατολικά, κοντά στην αγορά (περιοχή πύλης Αμμοχώστου) όπου εκτελούνταν δημόσια διάφορες ποινές στις οποίες καταδικάζονταν οι εγκληματίες και άλλοι, εκτός από την θανατική ποινή που εκτελείτο αλλού. Ο Μαχαιράς αναφέρει μια περίπτωση τιμωρίας ενός ιππότη τον οποίο ο βασιλιάς Ούγος Δ΄ ἔβγαλεν ἀπό τήν φυλακήν τῆς αὐλῆς του, καί ἔκοψεν τό χέριν του καί τό πόδιν του καί ἐκρεμμάσεν τα εἰς τήν πιλλιρήν, καί κεῖνον ἐπῆρεν καί ἐφούρκισέν τον [=τον απαγχόνισε] εἰς τήν φούρκαν, τῇ κδ΄ [=24] ἀπριλλίου, ατμθ΄ [=1349] Χριστοῦ, καί ὁ Θεός νά τόν μακαρίσῃ...
Δραματικά γεγονότα
Θέατρο δραματικών γεγονότων έγινε πάλι η Λευκωσία κατά την εποχή της βασιλείας της Καρλόττας (1458-1460), όταν διεκδικούσε απ' αυτήν τον θρόνο ο ετεροθαλής αδελφός της Ιάκωβος ο Νόθος ο μετέπειτα βασιλιάς Ιάκωβος Β΄ (1460-1473). Ο Ιάκωβος, γνωστός στο Χρονικόν του Γεωργίου Βουστρωνίου και ως Αποστόλες, είχε γίνει από τον πατέρα του βασιλιά Ιωάννη Β΄ (1432-1458) αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας. Εξαιτίας των αντιζηλιών, κινδύνευσε να συλληφθεί και δολοφονηθεί αλλά κατόρθωσε να φύγει έγκαιρα και κρυφά από τη Λευκωσία και την Κύπρο, ενώ οι οπαδοί της Καρλόττας έκαψαν το αρχιεπισκοπικό παλάτι στην πρωτεύουσα. Λίγο αργότερα όμως ο Ιάκωβος επέστρεψε στο βασίλειο (Σεπτέμβριος του 1460), ενισχυμένος και από δυνάμεις Μαμελούκων που συμμάχησαν μαζί του και τον υποστήριξαν στον αγώνα του κατά της Καρλόττας. Όταν δε βάδισε κατά της Λευκωσίας, η Καρλόττα και οι δικοί της ευγενείς, όπως κι ο σύζυγός της Λουδοβίκος, εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα και κλείστηκαν στην Κερύνεια. Έτσι ο Ιάκωβος κατέλαβε αμαχητί τη Λευκωσία και στη συνέχεια παραδόθηκαν σ’ αυτόν και οι λοιπές πόλεις και τα κάστρα εκτός της Κερύνειας και της Αμμοχώστου. Τελικά παραδόθηκαν στον Ιάκωβο και η Αμμόχωστος (Ιανουάριος του 1464) και η Κερύνεια (φθινόπωρο του 1464), ενώ η Καρλόττα έφυγε από την Κύπρο. Ιδιαίτερα για την Αμμόχωστο, αναφέρουμε ότι η κατάληψή της ήταν μεγάλη επιτυχία του Ιακώβου, μια και η πόλη βρισκόταν υπό την κατοχή των Γενουατών από το 1373 (δηλαδή από 90 περίπου χρόνια) και διάφορες προσπάθειες ανάκτησής της από προκατόχους του Ιακώβου είχαν αποτύχει.
Βλέπε λήμμα: Καρλόττα και βασιλιάς Ιάκωβος Β'
Πριν αρχίσει τον αγώνα του κατά της αδελφής του Καρλόττας, ο Ιάκωβος ήταν γνωστός και από τις επιτυχίες του κατά των εμπίστων ανθρώπων της Ελένης Παλαιολογίνας, της Ελληνίδας βασίλισσας της Κύπρου, συζύγου του βασιλιά Ιωάννη Β' και μητέρας της Καρλόττας. Αρκετά δραματικά γεγονότα είχε γνωρίσει τότε η Λευκωσία, εξαιτίας της αντιπαράθεσης της Ορθόδοξης βασίλισσας Ελένης προς τους Λατίνους και της επιβολής της με τρόπους που περιελάμβαναν και δολοφονίες, από τους ανθρώπους της, σημαινόντων αντιπάλων της αλλά και λίγο αργότερα, δολοφονίες ανθρώπων της Ελένης από τον Ιάκωβο.
Βλέπε λήμμα: Λατινική Εκκλησία
Ο Ιάκωβος Β΄ νυμφεύθηκε τη Βενετσιάνα Αικατερίνη Κορνάρο που έγινε βασίλισσα της Κύπρου και συνδέθηκε συναισθηματικά ιδιαίτερα με τη Λευκωσία και τους Λευκωσιάτες. Η δολοφονία του Ιακώβου Β΄ το 1473 και η εξαφάνιση του γιου του που γεννήθηκε μετά τη δολοφονία αυτή, ήσαν πράξεις που στόχευαν στην εξυπηρέτηση των σχεδίων της Βενετίας να καταλάβει την Κύπρο μέσω της Αικατερίνης Κορνάρο. Η βασίλισσα, ύστερα από κάθε είδους πιέσεις και εκβιασμούς, ενέδωσε τελικά και εκχώρησε την Κύπρο στη Βενετία το 1489.
Οι Λευκωσιάτες, που επανειλημμένα υπερασπίστηκαν την πρωτεύουσα για λογαριασμό της Αικατερίνης κι αντιστάθηκαν στους εκβιαστές της, με πολλή θλίψη αποχαιρέτησαν τη βασίλισσα που έφευγε από το νησί για να μη επιστρέψει ποτέ. Στις 14 Φεβρουαρίου η Βασίλισσα έφυγε με όλους τους Ιππότες και τις συζύγους τους ντυμένη στα μαύρα και όπως εξηγεί ο Γεώργιος Βουστρώνιος, 'εξι ιππότες κρατούσαν την άμαξά της. Από την ώρα που βγήκε έξω από τη Λευκωσία δεν σταμάτησε να κλαίει. Η βασίλισσα, γράφει, ἐφόρησεν ἕναν ροῦχον ράζον μαῦρον˙ καί ἀφ’ ὅν ἐβγῆκεν ἀπό τήν Λευκουσίαν, τά δάκρυα ἀπέ τά ’μάτια της δέν ἐπάψαν. Καί εἰς τό ἄμε της ἐγίνην μέγαν κλάμα...
Οι Βενετοί αλλάζουν την πόλη: Κατά τη διάρκεια της σύντομης κυριαρχίας των Βενετών επί της Κύπρου (1489-1570/71), η Λευκωσία εξακολούθησε να είναι η διοικητική πρωτεύουσα του νησιού. Την περίοδο αυτή έγιναν σκέψεις αλλά και εισήγηση όπως πρωτεύουσα της Κύπρου γίνει η Αμμόχωστος, που ήταν ισχυρότερα οχυρωμένη αλλά και σημαντικό λιμάνι, πράγμα πρωταρχικής σημασίας για τους Βενετούς που ήσαν ναυτική δύναμη κι ασχολούνταν εκτεταμένα με το εμπόριο που, φυσικά, διεξαγόταν διά θαλάσσης στη Μεσόγειο. Ωστόσο η Λευκωσία κατόρθωσε να διατηρήσει τον τίτλο της, για τους λόγους που αναφέρει ο άγνωστος συγγραφέας ενός έργου στην ιταλική γλώσσα, με τίτλο Περιγραφή και Σύντομη Ιστορία του Βασιλείου της Κύπρου (βλέπε Κυπρ. Χρον., 1937):
... Η θέση της Λευκωσίας είναι πολύ κατάλληλη επειδή απέχει το ίδιο από τις βόρειες και τις νότιες ακτές κι από την Πάφο και την Καρπασία, τα δυο ακραία σημεία του νησιού. Έχει επίσης άφθονο δροσερό και υγιεινό νερό. Ο ευχάριστος αέρας που πνέει τα βράδυα κατά το καλοκαίρι αναζωογονεί τα σώματα τα μουδιασμένα από τη ζέστη. Αυτά τα πλεονεκτήματα θα ισχύουν στον αιώνα τον άπαντα κι εξαιτίας τους κανένα άλλο μέρος στο νησί δεν θα έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από τη Λευκωσία....
Βέβαια για την εποχή εκείνη το κλίμα ήταν πρωταρχικής σημασίας, αφού δεν υπήρχαν τα μέσα για ρύθμιση της θερμοκρασίας στις οικοδομές όπως συμβαίνει σήμερα. Δεν απέχει βέβαια το ίδιο η πόλη από τις βόρειες και τις νότιες ακτές αλλά ο άγνωστος συγγραφέας θα είχε ασφαλώς υπ’ όψιν τις αποστάσεις της πρωτεύουσας από τον κόλπο της Αμμοχώστου, τον κόλπο της Μόρφου και τον κόλπο της Λάρνακας, που η διαφορά τους δεν είναι μεγάλη. Όμως εκτός από τα προτερήματα που συγκέντρωνε η Λευκωσία ως εκ της θέσεώς της, οι Βενετοί ασφαλώς θα είχαν υπ’ όψιν τους τις νέες πολεμικές δυνατότητες, με βάση τις οποίες η Λευκωσία μπορούσε να βρεθεί τώρα σε μειονεκτική θέση εξ αιτίας της μορφολογίας του εδάφους. Οι νέες πολεμικές δυνατότητες περιελάμβαναν την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη χρησιμοποίηση του κανονιού. Κι αφού η Λευκωσία περιβαλλόταν από κοντινούς λόφους στα νοτιοδυτικά, νότια και ανατολικά της, από τους λόφους αυτούς μπορούσε ν’ αποτελεί καλό στόχο για τα κανόνια του εχθρού. Οι λόφοι αυτοί δεν αποτελούσαν απειλή πριν από την ανακάλυψη και χρησιμοποίηση του κανονιού. Γι’ αυτό και με τις νέες οχυρώσεις που έκαμαν οι Βενετοί, βάσει των οποίων η πόλη συμπτύχθηκε κυρίως στα νότια και τα ανατολικά, διακρίνεται η προφανής προσπάθειά τους να «απομακρύνουν» την Λευκωσία από τους λόφους αυτούς οι οποίοι, πράγματι, είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους το 1570 ως βάσεις για τα κανόνια τους.
Βλέπε λήμμα: Βαμβάρδα
Έτσι λοιπόν, από στρατιωτικής απόψεως, η Λευκωσία δεν ήταν πλέον η ιδεώδης πρωτεύουσα. Από τις λοιπές πόλεις του νησιού, μόνο η Αμμόχωστος μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο αφού οι άλλες δεν ήσαν τότε σημαντικές. Στην Αμμόχωστο όμως εξακολουθούσαν να διαμένουν πολλοί Γενουάτες που ζητούσαν την αποκατάσταση όλων των παλαιότερων προνομίων τους, περιλαμβανομένης της μονοπώλησης του εμπορίου, πράγμα που δεν ευνοούσαν οι Βενετοί. Οι τελευταίοι, βασικοί ανταγωνιστές των Γενουατών, δεν επιθυμούσαν να επανεύρει την παλαιά ευημερία και αίγλη της η Αμμόχωστος. Εξ άλλου οι ελώδεις πυρετοί αποτελούσαν ένα ακόμη εμπόδιο στο να καταστεί πρωτεύουσα η Αμμόχωστος, κι ο τίτλος παρέμεινε στη Λευκωσία. Υπήρχε ακόμη κι ένας άλλος λόγος, κι αυτός ήταν η παράδοση: η Λευκωσία υπήρξε πρωτεύουσα του φεουδαρχικού βασιλείου της Κύπρου το οποίο κατέλαβε η Βενετία παρουσιαζόμενη ως φυσική διάδοχος κατάσταση των Λουζινιανών και οι Βενετοί δεν θα ήθελαν να δημιουργούν περισσότερο θόρυβο γύρω από το όλο θέμα προβαίνοντας σε τέτοιες αλλαγές.
Δεν είναι πρόβλημα να υπολογισθεί η έκταση της Λευκωσίας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αφού τα βενετσιάνικα τείχη της σώζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κι αφού υπάρχουν και αρκετοί χάρτες και άλλα ντοκουμέντα. Γεγονός είναι ότι η Λευκωσία έγινε πιο μικρή σε έκταση αυτή την εποχή, κι άλλαξε εντελώς μορφή, εξαιτίας των νέων οχυρώσεων που έκτισαν οι Βενετοί.
Βλέπε λήμμα: Οχυρώσεις
Οι οχυρώσεις των Λουζινιανών κατεδαφίστηκαν και ανεγέρθηκαν νέες κι εντελώς διαφορετικές, κυκλικού σχήματος και μικρότερης περιμέτρου. Ο αββάς Μαρίτι γράφει, πιθανότατα πολύ δικαιολογημένα, ότι η σύμπτυξη της πόλης εξαιτίας των νέων τειχών, απετέλεσε θλιβερή πολιτική που μετέτρεψε τη Λευκωσία σε σωρό ερειπίων.
Η σύμπτυξη της πόλης ήταν σχετικά εύκολη επειδή, κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, ήταν αραιοκατοικημένη, με πολλούς μάλιστα κήπους. Ωστόσο, εκτός από τα λουζινιανικά τείχη, γκρεμίστηκαν και αρκετά οικοδομήματα προκειμένου να κτιστούν οι νέες οχυρώσεις, ενώ κατεδαφίστηκαν κι όλα εκείνα, περιλαμβανομένων αρχοντικών, μοναστηριών και εκκλησιών, που είχαν παραμείνει τώρα εκτός των νέων τειχών (αναφέρεται ο αριθμός 80 περίπου εκκλησιών που κατεδαφίστηκαν).
Το 1525 ο Βενετός κυβερνήτης της Κύπρου (proveditore) Donato da Laze εξέφρασε τη γνώμη ότι η Λευκωσία ήταν δυνατό να μετατραπεί μόνο σε φρούριο, αφού τα τείχη των Λουζινιανών ήσαν τότε σε πολύ κακή κατάσταση. Ο Sagredo, γενικός προβλεπτής το 1562, είχε εκφράσει την άποψη ότι έπρεπε να επισκευασθούν και ενισχυθούν τα υφιστάμενα λουζινιανικά τείχη. Τον ίδιο χρόνο ο Savorgano, ειδικός σε ζητήματα άμυνας, τάχθηκε υπέρ του να μην ενισχυθεί η Λευκωσία αλλά να οχυρωθούν οι πόλεις-λιμάνια, όπως οι Αλυκές (=Λάρνακα) και η Λεμεσός, των οποίων τα τείχη θα κόστιζαν και φθηνότερα αφού θ’ ανεγείρονταν μόνο από την πλευρά της ξηράς. Στήριξε δε τη γνώμη του αυτή και στο γεγονός ότι, σε περίπτωση πολιορκίας της, η Λευκωσία δεν θα μπορούσε ν’ ανεφοδιαστεί εύκολα λόγω της θέσεώς της στο εσωτερικό του νησιού, ούτε βέβαια ν’αναμένει κάποια ναυτική βοήθεια. Ωστόσο ο Sforza Pallavicino υποστήριξε το 1567 ότι ο καλύτερος τρόπος άμυνας της Κύπρου μπροστά στον επικείμενο τουρκικό κίνδυνο ήταν η οχύρωση της Λευκωσίας. Εξάλλου ούτε οι σημαίνοντες ευγενείς που κατοικούσαν στη Λευκωσία δεν δέχονταν ν’ αφήσουν την πόλη τους να παραμεληθεί και καταστραφεί αφού, μεταξύ άλλων, θίγονταν και τα οικονομικά τους συμφέροντα˙ οι ευγενείς συνεισέφεραν μάλιστα χρήματα για την ανέγερση των νέων τειχών, όπως οι Roccas, Tripoli, Davila, τα ονόματα των οποίων δόθηκαν κιόλας τιμητικά σε μερικούς από τους 11 προμαχώνες των νέων τειχών.
O Σαβοριάνο κάνει νέα σχέδια για τα τείχη
Τελικά υπερίσχυσε η άποψη ότι η Λευκωσία έπρεπε ν’ αποκτήσει νέα ισχυρά τείχη, αλλά μικρότερης περιμέτρου απ’ εκείνα των Λουζινιανών. Τα σχέδια των νέων τειχών ανατέθηκαν στον Giulio Savorgano, αδελφό του Ascanio. Τα αρχικά σχέδια περιελάμβαναν και την πλήρωση της τάφρου με νερό και τείχος στην εξωτερική πλευρά της, αλλά το τελευταίο δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Giulio Savorgano ανακλήθηκε όμως οκτώ μήνες πριν ολοκληρώσει την ανέγερση των νέων τειχών. Ο αντικαταστάτης του, συνταγματάρχης Leonardo Roncore, ασχολείτο ακόμη με την ανέγερση των τειχών όταν έφθασαν οι Τούρκοι το 1570. Έτσι, εκείνοι που έζησαν και περιέγραψαν την πολιορκία και άλωση της Λευκωσίας από τους Τούρκους, αποδίδουν την πτώση της και στο γεγονός ότι οι οχυρώσεις δεν είχαν συμπληρωθεί. Αν οι εργασίες τελείωναν, η άλωση της πρωτεύουσας (9 Σεπτεμβρίου 1570) θα καθυστερούσε για κάποιο διάστημα, όμως η πόλη, αλλά κι ολόκληρη η Κύπρος, δεν επρόκειτο ν’ αποφύγει τη μοίρα της, πολύ περισσότερο επειδή και η μεγάλη βοήθεια που αναμενόταν να έλθει από τη χριστιανική Ευρώπη και που ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση, δεν έφθασε ποτέ.
Βλέπε λήμμα: Η άλωση της Λευκωσίας
Γενικότερα, οι Βενετοί δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την Κύπρο και την ευημερία της, γιατί την είδαν μόνο ως μια κτήση για όσο το δυνατό σκληρότερη εκμετάλλευση. Έτσι, η γενική επιδείνωση των συνθηκών στο νησί φαίνεται ότι είχε επηρεάσει σοβαρά και την πρωτεύουσά του. Ο Jacques le Saige έγραφε το 1518:
.... Στα παλαιά χρόνια η Λευκωσία ήταν πράγματι ωραία πόλη, κι είχε δυο πολύ ισχυρά φρούρια. Τώρα όμως είναι άσχημη, γιατί τα σπίτια είναι κυρίως από πλιθάρι, χωρίς στέγη, εκτός μερικά καλάμια καλυμμένα με λάσπη, κι οι δρόμοι είναι γεμάτοι στροφές....
Ωστόσο ο Fureri, το 1541, βρήκε τη Λευκωσία αρκετά μεγάλη και ωραία. Ένα χρόνο αργότερα ο Meggen τη βρήκε επίσης μεγάλη και πρώτη στο νησί ως προς το μέγεθος και την ευημερία (αφού όλες οι άλλες πόλεις βρίσκονταν σε χειρότερη μοίρα), αλλά συνάμα ως ευρισκόμενη σε άσχημη κατάσταση ερειπίων. Ο ίδιος μιλά και για τον ποταμό Πεδιαίο που διέσχιζε την πόλη, κατεβαίνοντας κάποτε σαν ορμητικός χείμαρρος˙ όταν όμως τον είδε, δεν ήταν παρά ένα κατάξερο χαντάκι εξ αιτίας της πολλής ζέστης που, όπως τον πληροφόρησαν οι κάτοικοι, ήταν περισσότερη από τη συνηθισμένη.
Ο Άγγλος John Locke (1553) γράφει ότι η Λευκωσία δεν είναι ολότελα κατοικημένη αλλά έχει πολλούς κήπους με φοινικιές, ροδιές και άλλα καρποφόρα δέντρα˙ σ’ αυτήν έχει την κατοικία του κάθε άρχοντας και ιππότης του νησιού, οι δρόμοι όμως δεν έχουν λιθόστρωτο κι αυτό, μαζί με τους πολλούς κήπους, της δίνει αγροτική όψη. Υπάρχουν όμως και πολλά ωραία κτίρια και μοναστήρια, τόσο των Φράγκων όσο και των Ελλήνων....
Ο Savorgnano, σε έκθεσή του, γράφει ότι τα σπίτια στη Λευκωσία θα μπορούσαν να είναι ωραιότερα, καθώς και οι δρόμοι και οι πλατείες της, που ήσαν γεμάτες σκόνη.
Η γενική εικόνα που μπορούμε να σχηματίσουμε από τις περιγραφές, είναι ότι η Λευκωσία έχασε πολλή από τη μεσαιωνική ομορφιά της κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, όταν περιορίστηκε μέσα στα τείχη. Εξάλλου, εκτός του ότι πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν, δεν φαίνεται να είχαν κτιστεί οποιαδήποτε σημαντικά νέα οικοδομήματα (εκτός βέβαια από τα νέα τείχη), ούτε και ναοί. Η Αγία Σοφία και άλλα κτίρια είχαν, επί πλέον, υποστεί ζημιές και από τους σεισμούς του 1491 και του 1547.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια