Στην περιοχή της πόλης της Λευκωσίας κατοικούσαν άνθρωποι από τα Προϊστορικά χρόνια, όπως έχει αποδειχθεί από αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν κι ερευνήθηκαν κατά καιρούς. Από τους χώρους αυτούς ελάχιστα ή καθόλου ίχνη σώζονται σήμερα, γιατί έχουν καταστραφεί εξαιτίας της επέκτασης της πόλης και της οικοδόμησης νέων κτιρίων. Από τον σημαντικότερο ίσως χώρο, τη νεκρόπολη της Αγίας Παρασκευής, δεν έχει διατηρηθεί τίποτα. Η κατοίκηση πάντως στην περιοχή της Λευκωσίας από τα τέλη της Νεολιθικής εποχής περίπου και εξής, φαίνεται να ήταν σχεδόν συνεχής. Κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα υπάρχει η αναφορά στο «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος για την ύπαρξη του βασιλείου των Λεδρών (=Λήδρας, όπως επεκράτησε να λέγεται σήμερα) που δεν μνημονεύεται σε άλλες μεταγενέστερες πηγές. Η πόλη των Λεδρών πάντως, που δεν ήταν ποτέ κατά την Αρχαιότητα από τις σημαντικότερες του νησιού, διατηρήθηκε ως ασήμαντος γεωργοκτηνοτροφικός οικισμός μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας και πιο ύστερα. Διάδοχος της αρχαίας μικρής πόλης των Λεδρών ήταν η Λευκωσία.
Βλέπε λήμμα: Λέδραι
Από τον 4ο μ.χ μέχρι τον 10ο μ.χ. αιώνα
Ο οικισμός, πάντως, εξακολουθεί να φέρει την ονομασία Λέδραι τουλάχιστον μέχρι και τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Τούτο προκύπτει από εκκλησιαστικά κείμενα που κατονομάζουν τον άγιο Τριφύλλιο (μαθητή του αγίου Σπυρίδωνος) ως επίσκοπον Λεδρών. Έχουμε έτσι και την επιπρόσθετη πληροφορία ότι οι Λέδρες, παρά το ότι αναφέρονται ως κώμη (=πολίχνη) και όχι ως πόλη, αποτέλεσαν και επισκοπική έδρα κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, κι ίσως και υστερότερα. Ο άγιος Τριφύλλιος είχε παρακαθήσει στη σύνοδο της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας) το 343 μ.Χ., μαζί με άλλους Κυπρίους ιεράρχες. Ο ιστορικός George Hill δεν βλέπει τον λόγο γιατί ένας επίσκοπος ενός άσημου χωριού να προσκληθεί σε μια μεγάλη σύνοδο, κι υποθέτει ότι αυτός πιθανώς είχε εκπροσωπήσει άλλο Κύπριο ιεράρχη.
Βλέπε λήμμα: Τριφύλλιος άγιος
Ο Τριφύλλιος, πάντως, μνημονεύεται με διάφορους τίτλους σε παλαιά εκκλησιαστικά κείμενα και οι τίτλοι που του αποδίδονται αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις αρχαίες Λέδρες και την μετέπειτα πόλη Λευκωσία. Αναφέρεται ως επίσκοπος Λεδρών αλλά και ως κάτοχος του θρόνου της Λευκών Θεών αγίας του Θεού εκκλησίας, επίσης δε ως επίσκοπος της Καλλινικησέων πόλεως νυν δε Λευκωσίας. Ο Μενέλαος Χριστοδούλου βλέπει πιθανή σχέση ανάμεσα στις ονομασίες Καλλινίκησις και Nicosie των Φράγκων του Μεσαίωνα. Γενικά, οι διάφοροι τίτλοι του αγίου Τριφυλλίου δικαιολογούν τη γνώμη ότι η ονοματολογική πολυμορφία της Λευκωσίας είναι από τις σημαντικότερες που διαθέτει πόλη του μεσογειακού χώρου (βλέπε Μ. Χριστοδούλου, Λευκωσία, ὄνομα καί παράδοση, Λευκωσία, 1977).
Τον 6ο μ.Χ. αιώνα έχουμε δυο νέα σημαντικά στοιχεία σχετικά με την πόλη: Αφ’ ενός αυτή αναφέρεται για πρώτη φορά με την ονομασία Λευκουσία (=Λευκή Ουσία, δηλαδή λευκή περιουσία, σύμφωνα προς μια ερμηνεία), απ’ όπου ασφαλώς προήλθε και ο σημερινός τύπος του ονόματος της κυπριακής πρωτεύουσας˙ η αναφορά απαντάται στο έργο Συνέκδημος του Ιεροκλέους. Αφ’ ετέρου, στον 6ο αιώνα χρονολογήθηκαν και τα ίχνη δυο πρωτοχριστιανικών βασιλικών που είχαν εντοπισθεί στην πόλη της Λευκωσίας˙ η μια βρισκόταν στον χώρο όπου κτίστηκε αργότερα η εκκλησία της Παναγίας Οδηγήτριας (γνωστής ως Bedestan) που σώζεται στην εντός των τειχών παλαιά και τουρκοκρατούμενη σήμερα ζώνη, ενώ η δεύτερη βρισκόταν στην περιοχή όπου το Παγκύπριο Γυμνάσιο, στην οδό Θησέως.
Βλέπε λήμμα: Παναγίας Οδηγήτριας ναός και Αρχιτεκτονική
Σε εκκλησιαστικά κείμενα έχουμε βέβαια και αρχαιότερες μαρτυρίες για ύπαρξη ναών στη Λευκωσία, ήδη από τον 3ο/4ο μ.Χ. αιώνα. Γνωρίζουμε την ύπαρξη ναού του Αγίου Βαρνάβα όπου ο μάρτυρας πρεσβύτερος Αριστοκλής από την Ταμασσό είχε συναντήσει τον διάκονο Δημητριανό και τον αναγνώστη Αθανάσιο από τους οποίους φιλοξενήθηκε, κι απ’ όπου και οι τρεις ξεκίνησαν για τη Σαλαμίνα όπου και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Η ύπαρξη των δυο βασιλικών στη Λευκωσία κατά τον 6ο αιώνα δεν συνδυάζεται με πληροφορίες (που ελλείπουν) κατά πόσον η πόλη συνέχισε να αποτελεί επισκοπική έδρα και μετά τον Τριφύλλιο του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τούτο είναι όμως πιθανό. Πάντως δεν γίνεται μνεία της πόλης στον κατάλογο των επισκοπικών εδρών του 9ου αιώνα, το Notitiae Episcopatum (=Σημειώσεις Επισκοπών) που συνετάχθη επί πατριαρχίας Φωτίου και επί ημερών του αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού.
Βλέπε λήμμα: Επισκοπές- Επίσκοποι
Μπορούμε να υποθέσουμε μέχρι σημείου βεβαιότητας, ότι η πόλη εξακολουθούσε να είναι δευτερεύων οικισμός και κατά τα Βυζαντινά χρόνια, τουλάχιστον μέχρι και τον 9ο/10ο αιώνα, με κύριες ασχολίες των κατοίκων της τη γεωργία (ο ποταμός Πεδιαίος άρδευε τις γύρω από την πόλη εκτάσεις) και τη κτηνοτροφία. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η μικρή αυτή πόλη στο εσωτερικό του νησιού άρχισε να δέχεται την εγκατάσταση κατοίκων από παράλιες τοποθεσίες της Κύπρου κατά την περίοδο των καταστροφικών επιδρομών των Αράβων, από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα.
Βλέπε λήμμα: Αραβικές επιδρομές
Οι αραβικές επιδρομές έπληξαν ιδιαίτερα όλα σχεδόν τα παραλιακά μέρη της Κύπρου και απέβησαν μοιραίες για πόλεις και χωριά που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα. Η πρωτεύουσα Κωνσταντία /Σαλαμίς καταστράφηκε ολοσχερώς κι εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα, όπως και η Λάμπουσα /Λάπηθος, το Κούριον και άλλοι οικισμοί. Πόλεις όπως η Πάφος κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Γενικά όμως σημειώθηκε μια μαζική μετακίνηση κατοίκων από τα παράλια προς τα ενδότερα, σ’ αναζήτηση ασφαλέστερων περιοχών κατοίκησης, κι ίσως αυτή την εποχή ενισχύθηκε και ο πληθυσμός της Λευκωσίας. Η πόλη όμως δεν βρισκόταν σε φυσικά οχυρή θέση αλλά στο μέσο μεγάλης πεδιάδας στην οποία η πρόσβαση ήταν εύκολη από ανατολικά και δυτικά, όχι όμως από βόρεια και νότια /νοτιοδυτικά όπου βρίσκονται οι δυο οροσειρές. Δεν γνωρίζουμε εάν είχε υποφέρει και η Λευκωσία κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, μαρτυρείται η διείσδυση των επιδρομέων στο εσωτερικό του νησιού, το 911-12, υπό τον εξωμότη ναύαρχο Δαμιανό ή Νταμιάνα. Η επιδρομή κράτησε 4 μήνες, ήταν ιδιαίτερα καταστροφική και μεταξύ των χιλιάδων αιχμαλώτων περιλαμβάνονταν πολλοί από την επισκοπική περιφέρεια του αγίου Δημητριανού, επισκόπου Χύτρων (Κυθρέα, κοντά στη Λευκωσία).
Βλέπε λήμμα: Επισκοπές- επίσκοποι
Τους αιχμαλώτους ακολούθησε μέχρι και τη Βαγδάτη ο υπέργηρος τότε άγιος Δημητριανός, όπου κατόρθωσε ν’ απελευθερώσει όσους είχαν παραμείνει ζωντανοί. Εφόσον λοιπόν επλήγη η περιοχή της Κυθρέας, είναι πολύ πιθανόν ότι οι επιδρομείς δεν απέφυγαν να λεηλατήσουν και την κοντινή Λευκωσία που δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν τότε τειχισμένη και ικανή να προβάλει αντίσταση.
Ωστόσο ο άμεσος κίνδυνος τον οποίο αντιμετώπιζαν πλέον οι παραλιακές πόλεις του νησιού, φαίνεται να ήταν βασικός λόγος για τον οποίο η Λευκωσία έγινε πρωτεύουσα της Κύπρου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια