αλωνιά, η. Λέγεται και αλινιά, γαλινιά και ταλινιά. Με τις ονομασίες αυτές είναι γνωστά τρία είδη φυτών της κυπριακής χλωρίδας, που όλα ανήκουν στην ίδια οικογένεια των Παπιλιονιδών (Papilionaceae). Όλα είναι χαμηλοί θάμνοι. Τα δύο είναι πολύ συγγενικά, με ελάχιστες μεταξύ τους διαφορές.
Το ένα είναι το Αλάγι το ελληνικό (Alhagi graecorum). Σε ύψος μπορεί να ξεπερνά το μισό μέτρο. Έχει πυκνούς όρθιους βλαστούς με αγκάθια, μικρά συνήθη φύλλα με τρίχωμα και δίνει ροδοκόκκινα μικρά άνθη. Ανθίζει κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι ζιζάνιο των αγρών, κοινό στις μεσογειακές χώρες, φύεται δε σε χαμηλά υψόμετρα και σε παραλίες.
Το δεύτερο είναι το Αλάγι το μαυριτανικό (Alhagi maurorum). Απαντάται σε δύο υποείδη, το var maurorum και το var turcorum. Είναι σχεδόν παρόμοιο με το προηγούμενο, με δυσδιάκριτες μεταξύ τους διαφορές. Ανθίζει κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Αυτοφύεται στις παραλίες και σε πεδιάδες, σε υψόμετρο όχι πέραν των 150 μέτρων.
Οι βλαστοί του φυτού είναι τοξικοί, προκαλούν διάρροια και, κάποτε, και τον θάνατο. Ωστόσο λέγεται ότι από τον στερεοποιημένο χυμό του φυτού αυτού ήταν κατασκευασμένο το «μάννα», με το οποίο τρέφονταν οι Εβραίοι κατά την περιπλάνηση μετά τη φυγή τους από την Αίγυπτο.
Με την ονομασία αλωνιά ή αλινιά ή και γαλινιά είναι γνωστός και ο χαμηλός επίσης θάμνος Ονωνίς η ακανθώδης (Ononis spinosa) που στην Κύπρο αυτοφύεται σε δύο υποείδη, τα var leiosperma και var tonentosa. Το ύψος των φυτών αυτών κυμαίνεται μεταξύ 20 και 80 εκατοστομέτρων. Έχουν πυκνά όρθια στελέχη με μικρά φύλλα και δίνουν άνθη ροζ έως λευκά. Ανθίζουν από τα τέλη της άνοιξης μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού. Τα φυτά είναι φαρμακευτικά, ενώ σε μερικές χώρες αξιοποιείται και ως καλλωπιστικό. Γνωστά στους αρχαίους Έλληνες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Στην Κύπρο αυτοφύονται αρκετές ποικιλίες τους, περισσότερες από δέκα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια