Η σημερινή πόλη της Λάρνακας βρίσκεται κτισμένη στον αυτό χώρο όπου υπήρχε κατά την Αρχαιότητα η πόλη του Κιτίου, έδρα του ομώνυμου αρχαίου κυπριακού βασιλείου. Η Λάρνακα εξακολουθεί, συνεπώς, να ζει στον ίδιο χώρο, μ’ ένα μακρύ παρελθόν που χάνεται στα βάθη της Προϊστορίας. Είναι δε μια από τις λίγες πόλεις στον κόσμο που έχουν τόσο μεγάλο παρελθόν.
Λεπτομέρειες για την ιστορική πορεία της πόλης, από της ιδρύσεώς της μέχρι και το τέλος της Αρχαιότητας (δηλαδή από τον 13ο π.Χ. αιώνα περίπου, μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα), μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο λήμμα Κίτιον. Το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με την ιστορία της πόλης κατά τους Μεσαιωνικούς και Νεότερους χρόνους, ως τις μέρες μας. Σ’ ό,τι αφορά την πορεία της πόλης (του Κιτίου) κατά την Αρχαιότητα, εδώ σημειώνουμε μόνο, και πολύ περιληπτικά, τους κυριότερους σταθμούς της ιστορίας της:
Η αρχαία πόλη του Κιτίου υφίστατο τουλάχιστον από τον13ο π.Χ. αιώνα, στις αρχές του οποίου ήταν ήδη οχυρωμένη με πλινθόκτιστο τείχος και πύργους από πελεκητές πέτρες. Στην ετεοκυπριακή αυτή πόλη, όπως και στις λοιπές παραθαλάσσιες πόλεις του νησιού, εγκαταστάθηκαν κατά τον 13ο π.Χ. αιώνα Μυκηναίοι έμποροι, ενώ λίγο αργότερα έφθασαν μαζικά οι Αχαιοί άποικοι. Οι Αχαιοί (Έλληνες) οργάνωσαν την πόλη σε βασίλειο όταν, σε σύντομο διάστημα, κυριάρχησαν επί των Ετεοκυπρίων και κατέστησαν η άρχουσα τάξη στον τόπο. Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα η πόλη αποικήθηκε και από Φοίνικες, που έφθασαν από τις απέναντι της ανατολικής Κύπρου ακτές της Φοινίκης. Πολύ σύντομα οι νέοι άποικοι υπερίσχυσαν και έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους.
Έκτοτε, όλοι οι βασιλιάδες του Κιτίου ήσαν Φοίνικες. Υπό την κυριαρχία τους, το βασίλειο του Κιτίου παρέμεινε μέχρι και το 312 π.Χ., οπότε και καταργήθηκε από τον Πτολεμαίο Α΄, ένα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πόλη συνέχισε ωστόσο την πορεία της, με δημοκρατικότερο πλέον πολίτευμα (λειτούργησαν οι θεσμοί της Βουλής και του Δήμου) κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας (330 μ.Χ.).
Βυζαντινή περίοδος: Το τέλος της Αρχαιότητας οριοθετείται από το θρίαμβο του Χριστιανισμού και το διαχωρισμό της απέραντης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος και σε Ανατολικό (=Βυζαντινό) Ρωμαϊκό κράτος. Η Κύπρος περιελήφθη στο Ανατολικό (Βυζαντινό) κι αποτέλεσε, από το 330 μ.Χ. μέχρι και το 1185, επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το διάστημα από το 1185 μέχρι το 1191 ήταν η περίοδος αποστασίας του Βυζαντινού κυβερνήτη του νησιού Ισαακίου Κομνηνού*. Το 1191 κατέλαβε το νησί ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, βασιλιάς της Αγγλίας, που μετείχε της τρίτης
Σταυροφορίας και, στη συνέχεια, ακολούθησε η περίοδος της Φραγκοκρατίας.
Κατά τα Βυζαντινά χρόνια η πόλη εξακολουθούσε να είναι γνωστή με την αρχαία της ονομασία: Κίτιον. Μάλιστα η αντίστοιχη επισκοπή εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ονομάζεται επισκοπή Κιτίου.
Με την ονομασία Κίτιον η πόλη αναφέρεται από τον Ιεροκλή (Συνέκδημος) τον 6ο μ.Χ. αιώνα, από τον Γεώργιο τον Κύπριο (Περιγραφή τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους) τον 6ο/7ο μ.Χ. αιώνα, από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (Περί Θεμάτων) τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Είναι φανερό ότι η πόλη εξακολουθούσε να φέρει την αρχαία της ονομασία καθ’ όλη σχεδόν τη Βυζαντινή περίοδο. Αλλά κι αργότερα ακόμη, φαίνεται ότι παράλληλα προς την ονομασία Αλυκές ή και άλλες ονομασίες, υφίστατο και η ανάμνηση της αρχαίας ονομασίας Κίτιον. Ο Λεόντιος Μαχαιράς, γράφοντας κατά τον 15ο αιώνα, σημειώνει ότι ὁ ῥήγας [Πέτρος Α΄ ] ἦλθεν εἰς τήν Κύπρον εἰς τό Κίτιν, καί ἐπέζευσεν [=αποβιβάστηκε] μέ τούς λᾶς του...
Πιθανότατα ο Μαχαιράς εννοεί στο χωρίον αυτό του Χρονικού του όχι το κοντινό χωριό Κίτι αλλά το τμήμα εκείνο της Λάρνακας κοντά στη θάλασσα, την παλαιά Σκάλα, όπου υφίστατο αγκυροβόλιο, απ’ όπου αποβιβάστηκε εξάλλου, μαζί με τον στρατό του, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ (1359-1369).
Κατά τα Βυζαντινά χρόνια η πόλη δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Ήταν όμως γνωστή ως η πόλη στην οποία έζησε, πέθανε κι ετάφη ο τετραήμερος φίλος του Χριστού, ο άγιος Λάζαρος*, ο οποίος μάλιστα είχε χειροτονηθεί και διατελέσει ο πρώτος επίσκοπος της επισκοπικής έδρας του Κιτίου. Γύρω στο 900 μ.Χ. βρέθηκε το λείψανο του αγίου Λαζάρου, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορος Λέοντος Στ΄ του Σοφού. Πιστεύεται μάλιστα ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ως αντάλλαγμα για το πολύτιμο θρησκευτικό απόκτημα, έκτισε με δική του δαπάνη στη Λάρνακα (=Κίτιον) τον ναό του Αγίου Λαζάρου που και σήμερα εξακολουθεί να είναι ο κυριότερος της πόλης.
Από πότε όμως άρχισε να παρακμάζει η πόλη αυτή, που κατά την Αρχαιότητα ήταν τόσο σημαντική, και για ποιους λόγους;
Το Κίτιον ήταν μεταξύ των κυπριακών πόλεων που υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές εξαιτίας μεγάλων σεισμών, το 332 και το 342 μ.Χ. Οι σεισμοί αυτοί, ιδίως ο δεύτερος σ’ ό,τι αφορά το Κίτιον, υπήρξαν βαρύτατο πλήγμα για όλες τις μεγάλες πόλεις του νησιού. Εκτός από το Κίτιον, είχαν κατεδαφιστεί η Σαλαμίς και η Πάφος, ενώ άλλες, όπως το Κούριον, είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές. Παρά ταύτα, όμως, το Κίτιον εξακολουθούσε να είναι ένα από τα βασικά κέντρα της εκκλησιαστικής-θρησκευτικής ζωής του τόπου.
Νέο όμως μεγάλο πλήγμα κατά της πόλης του Κιτίου, όπως και κατά των λοιπών πόλεων και παραθαλάσσιων, κυρίως, οικισμών της Κύπρου, απετέλεσαν οι αλλεπάλληλες επιδρομές των Αράβων μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα. Αν και η έναρξη των επιδρομών συνέβη περί τα μέσα του 7ου αιώνα (η πρώτη το 649 μ.Χ. και η δεύτερη το 653/4 μ.Χ.), ωστόσο αναφέρεται από ένα μόνο συγγραφέα (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων) και μια προγενέστερη επιδρομή. Αναφέρεται συγκεκριμένα επιδρομή περί το 632 μ.Χ. και μάλιστα ειδικά εναντίον της πόλεως του Κιτίου. Κατά τον Πορφυρογέννητο, της αραβικής αυτής επιδρομής ηγήθηκε ο Αβού* Βεκρ (ή Αμπού Μπεκρ - Abu Bekr) πεθερός του προφήτη Μωάμεθ. Από άλλες πηγές (Βίος αγίου Τριφυλλίου) προκύπτει ότι πράγματι είχε συμβεί πειρατική επιδρομή Αράβων τότε, επί αυτοκράτορος Ηρακλείου. Διάφορες όμως παραδόσεις, ότι ο Αβού Βεκρ κατέλαβε το Κίτιον, ή ότι πέθανε εκεί ή και ότι ήταν η κόρη του που σκοτώθηκε στην τοποθεσία όπου το τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, δεν αποδεικνύονται και θεωρούνται αστήρικτες. Το επεισόδιο πάντως του θανάτου της Ουμ Χαράμ, που τάφηκε στο τέμενος παρά την αλυκή της Λάρνακας, τοποθετείται λίγο αργότερα, γύρω στην άνοιξη του 649 μ.Χ., κατά τη μεγάλη επιδρομή του εμίρη της Συρίας Μωαβία*.
Πάντως, η πόλη του Κιτίου, ευρισκόμενη πλησιέστερα προς τις ακτές της Συρίας (όπως και η τότε πρωτεύουσα της Κύπρου Κωνσταντία - Σαλαμίς), ήταν φυσικό ν’ αποτελεί ευκολότερο στόχο των επιδρομέων. Και πράγματι, τόσο η Κωνσταντία όσο και οι άλλοι οικισμοί των ανατολικών και νοτίων παραλίων της Κύπρου, υπέφεραν ιδιαίτερα κατά τις δυο πρώτες μεγάλες επιδρομές. Η δεύτερη, κυρίως, κατέστρεψε ολόκληρο το τμήμα της Κύπρου από την Κωνσταντία μέχρι το Κίτιον, το Κούριον και την Πάφο, αλλά έπληξε και οικισμούς στα βόρεια (όπως η Λάπηθος).
Οι επιδρομές, που συνεχίστηκαν μέχρι τον 10ο αιώνα, μέχρι που οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να θέσουν οριστικό τέρμα σ’ αυτές, σήμαιναν πολιορκίες, πυρπολήσεις, λεηλασίες, σφαγές, σύλληψη αιχμαλώτων για μεταφορά και πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της Ασίας, καταστροφές των καλλιεργειών, εγκατάλειψη πόλεων και χωριών από τους κατοίκους τους και καταφυγή τους στα όρη ή στα ενδότερα του νησιού, για να σώσουν τη ζωή τους. Σημαντικές πόλεις, όπως η πρωτεύουσα Κωνσταντία και το Κούριον, εγκαταλείφθηκαν οριστικά από τους κατοίκους τους και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν την ύπαρξή τους. Η πόλη του Κιτίου, άνκαι επλήγη κι αυτή βαρύτατα, κατόρθωσε να επιβιώσει, χωρίς όμως ν’ ανακτήσει πλέον την παλαιά της αίγλη.
Μια βασική πηγή εισοδήματος για την πόλη ήταν η παραγωγή άλατος από τη γειτονική αλυκή, που ήταν γνωστή και βρισκόταν σε χρήση ήδη από την Αρχαιότητα. Ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 31.74) αναφέρει τη λίμνη στο Kίτιov της Κύπρου η οποία και ξερνούσε αλάτι όπως γράφει, που οι κάτοικοι της περιοχής έβγαζαν από τη λίμνη κι ύστερα το αποξήραιναν στον ήλιο. Το αλάτι ήταν είδος πρώτης ανάγκης κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, απαραίτητο για την κατασκευή παστών κρεάτων και συνεπώς τη διατήρησή τους, αλλά και για άλλες χρήσεις. Έτσι, η αλυκή αποτελούσε σημαντική προσοδοφόρο πηγή για την πόλη και βασικό λόγο για την ανάπτυξη της Λάρνακας - Σκάλας κατά το Μεσαίωνα.
Το αρχαίο Κίτιον ήταν οχυρωμένη πόλη που διέθετε και λιμάνι, αφού αποτελούσε κέντρο εμπορίου. Αργότερα το λιμάνι καταστράφηκε — ίσως από τους σεισμούς — γέμισε ιλύ, μετατράπηκε σε περιοχή ελών κι εστία μικροβίων. Έτσι, κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια η πόλη δεν διέθετε πλέον κλειστό λιμάνι αλλά ο κόλπος της Λάρνακας αποτελούσε καλό αγκυροβόλιο.