Εβδομήντα περίπου ψηφίσματα και αποφάσεις έχουν εγκρίνει κατά καιρούς σχετικά με την Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Η περίοδος που καλύπτεται είναι από την ανεξαρτησία της Κύπρου ως σήμερα. Για τα ψηφίσματα πριν από την ανεξαρτησία βλ. κεφάλαιο Το Κυπριακό πρόβλημα και τα Ηνωμένα Έθνη, του παρόντος λήμματος.
Η περίοδος από το 1964 ως την τουρκική εισβολή: Το πρώτο ψήφισμα μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960) εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 4 Μαρτίου1964 μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις απειλές της Τουρκίας να εισβάλει στην Κύπρο. Το ψήφισμα προνοούσε, μεταξύ άλλων, την αποστολή στην Κύπρο ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (για πλήρες κείμενο του ψηφίσματος βλ. κεφάλαιο Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο, του παρόντος λήμματος). Το ψήφισμα αυτό είχε τον αριθμό 186 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Στις 9 Αυγούστου 1964, μετά τις μάχες στην Τηλλυρία και τις επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το ψήφισμα 193 με το οποίο απηύθυνε επείγουσα έκκληση στην κυβέρνηση της Τουρκίας να σταματήσει αμέσως τον βομβαρδισμό και τη χρήση στρατιωτικής βίας οποιουδήποτε είδους εναντίον της Κύπρου, και την κυβέρνηση της Κύπρου να διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της να καταπαύσουν αμέσως το πυρ.
Μετά την κρίση της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε στις 22 Δεκεμβρίου 1967 το ψήφισμα 244, το οποίο, μεταξύ άλλων, καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επωφεληθούν από τις προσφερόμενες καλές υπηρεσίες του γενικού γραμματέα και να αναλάβουν "μια νέα αποφασιστική προσπάθεια για υλοποίηση των στόχων του Συμβουλίου Ασφαλείας ...για τη διατήρηση της ειρήνης και την επίτευξη μόνιμης διευθέτησης σύμφωνα με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας της 4 Μαρτίου 1964."
Στη σωρεία των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά την περίοδο από το 1964 ως την τουρκική εισβολή του 1974 (συνολικά 29), είχε παρεμβληθεί μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Το σχετικό προσχέδιο απόφασης είχε κατατεθεί στις 18 Νοεμβρίου 1965 από 33 κράτη - μέλη των Ηνωμένων Εθνών στην Πρώτη Πολιτική Επιτροπή. Η απόφαση, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση στις 18 Δεκεμβρίου 1965, αφού υπενθύμιζε τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας από τον Μάρτιο του 1964 ως τον Αύγουστο του 1965, και αφού υπενθύμιζε επίσης τη διακήρυξη που υιοθετήθηκε από τη διάσκεψη των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων των αδεσμεύτων χωρών στο Κάιρο, στις 10 Οκτωβρίου, 1964, αναφορικά με το Κυπριακό, καλούσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ενότητα, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να απέχουν από οποιαδήποτε επέμβαση που στρέφεται εναντίον της.
Η περίοδος μετά την τουρκική εισβολή: Στις 20 Ιουλίου 1974, τη μέρα που άρχιζε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνήλθε εκτάκτως και ενέκρινε το ψήφισμα 353, του οποίου το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
Το Συμβούλιο Ασφαλείας,
Αφού μελέτησε στην 1.779η συνεδρία του την έκθεση του γενικού γραμματέα για τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κύπρο,
Αφού άκουσε τη δήλωση που έκαμε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις δηλώσεις των αντιπροσώπων της Κύπρου, της Τουρκίας, της Ελλάδας και άλλων χωρών –μελών,
Αφού μελέτησε στην παρούσα συνεδρία του τις περαιτέρω εξελίξεις στο νησί,
Εκφράζοντας βαθιά λύπη για την έκρηξη της βίας και για τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία,
Ανησυχώντας σοβαρά για την κατάσταση που οδήγησε σε σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, και που δημιούργησε μια εξαιρετικά εκρηκτική κατάσταση σ' ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου,
Ανησυχώντας εξίσου για την ανάγκη αποκαταστάσεως της συνταγματικής τάξεως στην Κυπριακή Δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε και κατέστη αντικείμενο εγγυήσεως με διεθνείς συνθήκες.
Υπενθυμίζοντας το ψήφισμα 186 (1964) της 4ης Μαρτίου 1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που ακολούθησαν επί του θέματος,
Έχοντας συναίσθηση της πρωταρχικής του ευθύνης για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,
1. Καλεί όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου
2. Καλεί όλα τα μέρη στην παρούσα σύγκρουση, ως πρώτο βήμα να καταπαύσουν το πυρ και ζητεί από όλα τα κράτη να ασκήσουν τη μεγίστη αυτοσυγκράτηση και να αποφεύγουν οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει περισσότερο την κατάσταση
3. Απαιτεί άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία που αντίκειται στην παράγραφο 1
4. Ζητεί την χωρίς καθυστέρηση αποχώρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται στο νησί χωρίς την εξουσιοδότηση διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένου εκείνου του οποίου την αποχώρηση ζήτησε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπος Μακάριος, στην επιστολή του στις 2 Ιουλίου 1974
5. Καλεί την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας να αρχίσουν χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο, και να ενημερώνουν τον γενικό γραμματέα
6. Καλεί όλα τα μέρη να συνεργασθούν πλήρως με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση της εντολής της
7. Αποφασίζει να παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση και ζητεί από τον γενικό γραμματέα να υποβάλει έκθεση με σκοπό την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων ώστε να διασφαλισθεί η αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών το συντομότερο δυνατό.
Στις 14 Αυγούστου 1974, με την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, το Συμβούλιο Ασφαλείας συνήλθε και πάλι και ενέκρινε το ψήφισμα 357, το οποίο απαιτούσε από όλα τα μέρη στην παρούσα σύγκρουση να καταπαύσουν αμέσως το πυρ και κάθε στρατιωτική δράση. Ζητούσε επίσης την επανάληψη των διαπραγματεύσεων χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο σύμφωνα με το ψήφισμα 353 (1974) (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Την επόμενη μέρα το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμά του 358 εξέφραζε βαθιά ανησυχία για τη συνέχιση της βίας και της αιματοχυσίας στην Κύπρο και επέμενε στην πλήρη εφαρμογή των προηγουμένων ψηφισμάτων του από όλα τα μέρη με την άμεση και αυστηρή τήρηση της καταπαύσεως του πυρός. Στις 16 Αυγούστου 1974, κι ενώ η Τουρκία ολοκλήρωνε την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ψήφισμα 360) εξέφραζε την επίσημη αποδοκιμασία του για τις μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες που ανελήφθησαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 30 Αυγούστου 1974 το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμα 361 εξέφραζε σοβαρή ανησυχία για την κατάσταση των προσφύγων και άλλων προσώπων που εκτοπίσθηκαν και καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε συνεργασία με τον γενικό γραμματέα, να αναζητήσουν ειρηνικές λύσεις στα προβλήματα των προσφύγων, και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την ανακούφιση και ευημερία τους και να επιτρέψουν σε πρόσωπα, που επιθυμούν τούτο, να επιστρέψουν στα σπίτια τους με ασφάλεια.
Στις 12 Μαρτίου1975 το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το ψήφισμα 367, εξέφραζε λύπη για τη μονομερή απόφαση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας στις 13 Φεβρουαρίου 1975 να ανακηρύξει το κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου σε ομόσπονδο τουρκικό κράτος. Παράλληλα ζητούσε από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να αναλάβει νέα αποστολή καλών υπηρεσιών για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Τα επόμενα σημαντικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας σχετίζονταν και πάλι με αποσχιστική ενέργεια της τουρκικής πλευράς, την ανακήρυξη, στις 15 Νοεμβρίου 1983, της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Στις 19 Νοεμβρίου το Συμβούλιο ενέκρινε το ψήφισμα 541, με το οποίο κήρυσσε ως νομικά άκυρη την ενέργεια της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και ζητούσε την ανάκλησή της, καλώντας όλα τα κράτη να μην αναγνωρίζουν άλλο Κυπριακό κράτος πλην της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξάλλου, με το ψήφισμα 550 (στις 11 Μαϊου 1984), το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκαζε και κήρυσσε παράνομες και άκυρες όλες τις αποσχιστικές ενέργειες, περιλαμβανομένης της δήθεν ανταλλαγής πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Παράλληλα επαναλάμβανε την έκκλησή του προς όλα τα κράτη να μη αναγνωρίσουν το δήθεν κράτος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και τα καλούσε να μη διευκολύνουν ή με οποιοδήποτε τρόπο βοηθήσουν την προαναφερθείσα αποσχιστική οντότητα. Με το ίδιο ψήφισμα το Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρούσε τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Βαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους των ως απαράδεκτες, και ζητούσε τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών. Εξάλλου επαναβεβαίωνε την εντολή καλών υπηρεσιών που έδωσε στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και τον καλούσε να αναλάβει νέες προσπάθειες για επίτευξη συνολικής λύσεως του Κυπριακού προβλήματος σύμφωνα με τις Αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις πρόνοιες για τέτοια διευθέτηση που καθορίζονται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Όσον αφορά τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, η σημαντικότερη από αυτές, η υπ' αριθμόν 3212, εγκρίθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1974 και υποστηρίχθηκε από όλα τα κράτη - μέλη του ΟΗΕ, περιλαμβανομένης της ίδιας της Τουρκίας (117 ψήφοι υπέρ, καμιά εναντίον, καμιά αποχή). Τα βασικότερα σημεία της απόφασης αυτής είναι τα ακόλουθα:
Η απόφαση 3212 είναι η μοναδική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, και πάλιν ομόφωνα, με το ψήφισμα 365 της 13ης Δεκεμβρίου 1974, γεγονός που την καθιστά επιτακτική, δεσμευτική και εκτελεστή.
Στις 13 Μαϊου 1983 η Γενική Συνέλευση ενέκρινε την απόφαση 37/253 με την οποία απαιτούσε την άμεση αποχώρηση όλων των κατοχικών δυνάμεων από την Κυπριακή Δημοκρατία ως ουσιώδη βάση για ταχεία και αμοιβαία αποδεκτή λύση του Κυπριακού και πρόσθετε ότι "η ντε φάκτο κατάσταση που δημιουργήθηκε με τη χρήση όπλων δεν πρέπει να επιτραπεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη λύση του Κυπριακού προβλήματος". Ζητούσε επίσης τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένων της ελευθερίας διακινήσεως, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της λήψεως επειγόντων μέτρων για την εθελοντική επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους σε συνθήκες ασφαλείας. Παράλληλα επαναβεβαίωνε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της για πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία και έλεγχο πάνω σ' ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου, και καταδίκαζε κάθε ενέργεια "που τείνει να υπονομεύσει την πλήρη και αποτελεσματική άσκηση των πιο πάνω αναφερομένων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της παράνομης έκδοσης τίτλων ιδιοκτησίας περιουσίας".
Τέλος επαναβεβαίωνε τη σύστασή της όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας εξετάσει το θέμα "της εφαρμογής, μέσα στα πλαίσια ενός καθορισμένου χρονοδιαγράμματος, των σχετικών ψηφισμάτων του και μελετήσει και ακολούθως υιοθετήσει, αν παραστεί ανάγκη, όλα τα ενδεδειγμένα και πρακτικά μέτρα δυνάμει του Χάρτη των Ηνωμένων εθνών για διασφάλιση της ταχείας και αποτελεσματικής εφαρμογής των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο".
Η ισχυρή αυτή απόφαση της Γενικής Συνέλευσης προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, οι οποίες την απέρριψαν. Ως αποτέλεσμα, η τουρκοκυπριακή πλευρά διέκοψε τη συμμετοχή της στις διακοινοτικές συνομιλίες, θεωρώντας ότι η απόφαση «έτεινε να υπονομεύσει τη βάση διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων».
Το σημαντικότερο ψήφισμα που έχει υιοθετηθεί έκτοτε είναι το υπ' αριθμόν 649, που εγκρίθηκε στις 13 Μαρτίου 1990 και του οποίου οι βασικές πρόνοιες είναι οι ακόλουθες:
Το ψήφισμα 649 έχει γίνει δεκτό και από τις δυο πλευρές, οι οποίες όμως δίνουν διαφορετικές ερμηνείες στις πρόνοιες του.
Στο μεταξύ το Συμβούλιο Ασφαλείας, με σχετικά ψηφίσματα του, έχει εγκρίνει
επανειλημμένα εξάμηνες παρατάσεις της θητείας της Διεθνούς Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ).
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η Κύπρος επιδιώκει ενεργότερη παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού, ιδιαίτερα μετά την αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας και των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, με αφορμή την κρίση στον Κόλπο που δημιούργησε η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ.
Τα νέα ψηφίσματα, όπως και τα παλαιά, παραμένουν ανεφάρμοστα, αφού η τουρκική πλευρά τα αντιμετώπισε και αυτά με περιφρονητική άρνηση, ενώ το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν πήρε οποιοδήποτε μέτρο για την επιβολή της εφαρμογής τους, παρά το γεγονός ότι ο τότε γενικός γραμματέας του διεθνούς οργανισμού Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι έχει διαπιστώσει σαφώς, από τον Μάιο του 1994, «έλλειψη πολιτικής βούλησης» από την τουρκοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες για διευθέτηση του Κυπριακού.
Πρέπει να σημειωθεί μια καθοριστική αλλαγή που έχει γίνει στη σύνθεση των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας από το 1991. Στις 26 Δεκεμβρίου του χρόνου εκείνου έπαυσε να υφίσταται η Σοβιετική Ένωση και τη θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας πήρε η Ρωσία, η οποία ανέλαβε όλες τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις της διαλυθείσης υπερδυνάμεως.
Κοινό χαρακτηριστικό των νέων ψηφισμάτων είναι η επαναβεβαίωση ορισμένων βασικών αρχών επίλυσης του Κυπριακού, όπως η θέση για ένα Κυπριακό κράτος με μία κυριαρχία και μία διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια κ.α. Αυτό υπογραμμίζει την συνεχή ισχύ των ψηφισμάτων, ασχέτως του εάν για λόγους γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων και οικονομικών και άλλων συμφερόντων, οι δυτικές χώρες μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αποφεύγουν να πιέσουν την Τουρκία για την εφαρμογή τους.
Με τα νέα ψηφίσματά του, το Συμβούλιο Ασφαλείας πρόσφερε πλήρη υποστήριξη στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ σε όλες τις φάσεις των προσπαθειών του για επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό.