Ο Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι προώθησε εντατικές συνομιλίες με τις δύο πλευρές, έχοντας ως βάση των ενεργειών του τη Δέσμη Ιδεών. Συνομιλίες έγιναν τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 1992, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, λόγω του ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά υποστήριζε θέσεις που εκινούντο έξω από το πλαίσιο της Δέσμης. Ο ίδιος ο Γ.Γ. σε έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας τον Νοέμβριο του 1992, αλλά και το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμα του 789 τον ίδιο μήνα, διαπίστωναν ότι ο επιδιωκόμενος στόχος δεν επιτεύχθηκε «ιδιαίτερα διότι ορισμένες θέσεις που υιοθετήθηκαν από την τουρκοκυπριακή πλευρά παρεξέκλιναν θεμελιωδώς της Δέσμης Ιδεών».
Όπως διαπίστωνε στην έκθεσή του ο Γκάλι, οι θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς διέφεραν από τη Δέσμη σε τρία κεφάλαια: α) Στην αντίληψη περί ομοσπονδίας, όπου το κύριο βάρος της θέσης της βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχα κράτη με ίσα δικαιώματα και ότι θα πρέπει να διατηρήσουν αποτελεσματικά την κυριαρχία τους σε μια μελλοντική Ομοσπονδία, β) Στο θέμα των εκτοπισμένων, στο οποίο οι θέσεις που πρόβαλε ο Ντενκτάς αποκλείουν ουσιαστικά την πιθανότητα επιστροφής οποιωνδήποτε Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, γ) Στο θέμα των εδαφικών προσαρμογών, όπου ο Ντενκτάς αρνήθηκε να δεχθεί τον χάρτη Γκάλι ακόμη και ως βάση για συζήτηση, υποστηρίζοντας ότι αν γινόταν δεκτός, «θα ξεριζώνονταν 37.433 Τουρκοκύπριοι».
Για τη στάση του προέδρου Βασιλείου, ο Γκάλι σημείωνε ότι: «Η ελληνοκυπριακή πλευρά διακήρυξε ότι αποδέχεται πρόνοιες της Δέσμης Ιδεών, όμως οι διακηρύξεις αυτές πολλές φορές συνοδεύονταν από επιφυλάξεις».
Στην έκθεσή του, του Νοεμβρίου 1992, ο Γκάλι παρ' όλον ότι διαπίστωνε πως για πρώτη φορά είχαν διεξαχθεί ουσιαστικές συζητήσεις για το θέμα των εδαφικών προσαρμογών, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι συνομιλίες του με τις δύο πλευρές «δεν είχαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα». Ταυτόχρονα μιλούσε για «βαθιά κρίση εμπιστοσύνης» μεταξύ των δύο πλευρών και εισηγείτο, για πρώτη φορά, μια σειρά από "Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, (ΜΟΕ)" τα οποία θα μπορούσαν «να βοηθήσουν στη δημιουργία νέου κλίματος εμπιστοσύνης, το οποίο θα συνέβαλλε στην επιτυχία της διαπραγματευτικής διαδικασίας».
Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης: Τα σημαντικότερα από τα Μέτρα αυτά προέβλεπαν την απόδοση, από τους Τούρκους, στα Ηνωμένα Έθνη της κατεχόμενης περιοχής της πόλης της Αμμοχώστου (Βαρωσίων), την μείωση των κατοχικών δυνάμεων στα επίπεδα όπου ευρίσκονταν δέκα χρόνια προηγουμένως και την αναστολή του εξοπλιστικού προγράμματος της Εθνικής Φρουράς. Τα ΜΟΕ που πρότεινε ο Γ.Γ. ήταν τα ακόλουθα οκτώ:
Τα ΜΟΕ που πρότεινε ο Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το ψήφισμα 789, το οποίο ζητούσε από τα δύο μέρη να δεσμευθούν για την εφαρμογή τους.
Μετά την πρωτοβουλία αυτή του Γκάλι, οι διπλωματικές του προσπάθειες ανεστάλησαν μέχρι τον Μάρτιο του 1993, αφού θα μεσολαβούσαν οι προεδρικές εκλογές στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του ιδίου χρόνου.
ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Τον Φεβρουάριο του 1993 ανέλαβε ως νέος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είχε προτάξει ως μία από τις βασικές του θέσεις «την ανάγκη απεγκλωβισμού από τα αρνητικά στοιχεία των Ιδεών Γκάλι». Στην ομιλία του, εξάλλου, κατά την επίσημη τελετή της εγκατάστασής του, ο νέος πρόεδρος, θέτοντας ως κύριο στόχο της κυβέρνησής του την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ανέφερε ότι θα κατέβαλλε προσπάθεια να πείσει τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να επαναδιαμορφώσει τις πρόνοιες της Δέσμης Ιδεών του, «που σήμερα άμεσα ή έμμεσα εμποδίζουν την πορεία για ένταξη στην ενωμένη Ευρώπη».
Ταυτόχρονα ο Γλαύκος Κληρίδης καθιστούσε σαφές ότι οι προσπάθειές του αυτές δεν σήμαιναν παρέκκλιση από την διαδικασία των συνομιλιών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, μέσω των καλών υπηρεσιών του γενικού γραμματέα, και εξέφραζε προθυμία να προσέλθει στις συνομιλίες που είχε συγκαλέσει για τον Μάρτιο ο Μπούτρος Γκάλι από τον περασμένο ήδη χρόνο.
Στις 10 Μαρτίου 1993 ο πρόεδρος Κληρίδης συναντήθηκε με τον Ραούφ Ντενκτάς σε δείπνο που παρέθεσε ο ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα Όσκαρ Καμιλιόν, «για να σπάσει ο πάγος».
Στις 30 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη κοινή συνάντηση Γκάλι-Κληρίδη-Ντενκτάς, κατά την οποία συμφωνήθηκε να αρχίσουν ουσιαστικές συνομιλίες στις 24 Μαΐου στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, με τη χρησιμοποίηση της Δέσμης Ιδεών, για να «επιτύχουν ελεύθερα ένα αμοιβαίως αποδεκτό συνολικό πλαίσιο συμφωνίας».
Στις 6 Απριλίου ο Γκάλι διόρισε τον Γκούσταβ Φεϊσέλ, βοηθό του γενικού γραμματέα, ο οποίος είχε αναμειχθεί ενεργά στη διαδικασία των συνομιλιών για το Κυπριακό, ως αναπληρωτή ειδικό αντιπρόσωπό του στην Κύπρο. Λίγο αργότερα (2 Μαΐου 1993) διόρισε τον πρώην πρωθυπουργό του Καναδά Τζο Κλάρκ ως ειδικό αντιπρόσωπό του, σε διαδοχή του Όσκαρ Καμιλιόν. Έδρα, όμως, του Κλάρκ δεν θα ήταν η Κύπρος αλλά ο Καναδάς. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ο ρόλος του Τζο Κλάρκ στις διαδικασίες των διαπραγματεύσεων ήταν πολύ μικρής εμβέλειας.
Το κύριο βάρος των διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο ανέλαβε ο Γκ. Φεϊσέλ ο οποίος, στο διάστημα 15 Απριλίου - 19 Μαΐου 1994, είχε 34 συνολικά συναντήσεις με τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς.
Στις 24 Μαΐου άρχισαν στη Νέα Υόρκη κοινές συναντήσεις Γκάλι-Κληρίδη-Ντενκτάς, οι οποίες περιορίστηκαν στην συζήτηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και ειδικότερα στα θέματα της επιστροφής της Αμμοχώστου και της επαναλειτουργίας του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας. Στις συνομιλίες κατετέθησαν από τον γενικό γραμματέα τρία έγγραφα που είχαν προκύψει από τις προπαρασκευαστικές συνομιλίες του Γκ. Φεϊσέλ στη Λευκωσία. Τα έγγραφα αυτά ήσαν: α) κατάλογος δεκατεσσάρων ΜΟΕ, β) λεπτομερείς πρόνοιες σχετικά με την Αμμόχωστο (Βαρώσια) και γ) λεπτομερείς πρόνοιες σχετικά με το Αεροδρόμιο Λευκωσίας.
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Οι βασικές πρόνοιες για την Αμμόχωστο ήταν:
Οι βασικές πρόνοιες για το Αεροδρόμιο Λευκωσίας ήταν:
ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ (ΜΟΕ)
Παράλληλα ο Μπ. Γκάλι πρότεινε μια σειρά από 14 «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (περιλαμβανομένων αυτών της Αμμοχώστου και του Αεροδρομίου), ως εξής:
ΑΡΝΗΤΙΚΗ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΚΤΑΣ
Στις συζητήσεις που έγιναν κατά τις κοινές συναντήσεις, και οι οποίες διήρκεσαν μέχρι την 1η Ιουνίου 1993, καταδείχθηκε για μια ακόμη φορά, και μάλιστα ενώπιον και του Συμβουλίου Ασφαλείας, η αδιάλλακτη στάση της τουρκικής πλευράς. Ο Ντενκτάς αρνήθηκε την επιστροφή του περιφραγμένου τμήματος της Αμμοχώστου, όπως πρότεινε ο Γκάλι, και ζήτησε να κρατήσει η τουρκοκυπριακή πλευρά ποσοστό 20% της περιοχής, απειλώντας μάλιστα ότι θα εποίκιζε το τμήμα αυτό. Έθεσε επίσης και άλλους όρους, ζητώντας να αναγνωρισθούν το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου (Ερτζιάν) και τα λιμάνια του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος Κληρίδης συμφώνησε με τις διευθετήσεις που πρότειναν τα Ηνωμένα Έθνη για την Αμμόχωστο και το Αεροδρόμιο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προσετίθεντο πρόνοιες που έμμεσα ή άμεσα θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Στις 28 Μαΐου, ο Μπ. Γκάλι ζήτησε από τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς να τοποθετηθούν πάνω στα τρία έγγραφα, όπως είχαν συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των κοινών συναντήσεων των προηγουμένων ημερών. Τότε ο Ντενκτάς ζήτησε να αναχωρήσει από τη Νέα Υόρκη για διαβουλεύσεις με την «κυβέρνησή» του και τη «Βουλή» του στην Κύπρο, καθώς και με την τουρκική κυβέρνηση, και να επιστρέψει μέχρι τις 15 Ιουνίου. Ο Γκάλι πρότεινε στον Ντενκτάς να αναχωρήσει από τη Νέα Υόρκη αμέσως και να επιστρέψει στις 4 Ιουνίου. Ο Ντενκτάς επέμενε ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, οπότε ο Γ.Γ. παρέπεμψε το θέμα για μελέτη στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ενώπιον του προέδρου του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των μονίμων κρατών-μελών, ο Ντενκτάς δεσμεύθηκε ότι θα επεδίωκε κατά τις επαφές του με τη λεγόμενη «κυβέρνησή» του και την κυβέρνηση της Τουρκίας την αποδοχή του πακέτου αναφορικά με την Αμμόχωστο και το Αεροδρόμιο Λευκωσίας, και θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη για συνέχιση των συνομιλιών όχι αργότερα από τις 14 Ιουνίου.
Ο Ντενκτάς, παραβιάζοντας την υπόσχεσή του, όταν επέστρεψε στην Κύπρο και στην συνέχεια κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Τουρκία, άρχισε να προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις και ομιλίες εναντίον του πακέτου των ΜΟΕ. Προειδοποιούσε, μάλιστα, ότι θα το απέρριπτε αν πιεζόταν να δώσει μια θετική ή αρνητική απάντηση. Την ίδια στιγμή ο Ντενκτάς πληροφορούσε τα Ηνωμένα Έθνη ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη, μέχρι τις 14 Ιουνίου, όπως είχε υποσχεθεί.
Ο Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι υπέβαλε τότε έκθεση στο Συμβούλιο Ασφαλείας (1η Ιουλίου 1993), με την οποία εξέφραζε τη λύπη του διότι ο Ντενκτάς είχε παρεκκλίνει από όσα είχε υποσχεθεί ενώπιον του προέδρου και των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Στις 7 Ιουλίου ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας απηύθυνε στον Μπ. Γκάλι επιστολή, με την οποία, μεταξύ άλλων, συμμεριζόταν την απογοήτευσή του επειδή ο Ντενκτάς δεν είχε τιμήσει τη συμφωνία που είχε γίνει.
Εξάλλου η κυπριακή κυβέρνηση εξέφρασε την έντονη ανησυχία της για το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό, λόγω της τουρκικής αρνητικής στάσης, να πραγματοποιηθεί μια συζήτηση για την επίτευξη συμφωνίας πάνω στα ΜΟΕ, που αποτελεί το ελάχιστο πλαίσιο συμφωνίας.
Παρά την απογοήτευση του για το αδιέξοδο, ο γ.γ. του ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι σκόπευε να συνεχίσει την προσπάθεια του, ζητώντας από τον ειδικό αντιπρόσωπο του Τζο Κλάρκ να πραγματοποιήσει περιοδεία στην Κύπρο, την Τουρκία και την Ελλάδα. Ο Γκάλι εξέφρασε φόβους ότι αν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία πάνω στο πακέτο των ΜΟΕ, η προσπάθεια για επίτευξη συνολικής διευθέτησης θα υφίστατο σοβαρό πλήγμα.
Οι προσπάθειες για προώθηση της εφαρμογής των ΜΟΕ που ανέλαβε ο Τζο Κλάρκ τον Ιούλιο του 1993 δεν οδήγησαν σε υπερπήδηση του αδιεξόδου, εξ αιτίας και πάλι της άτεγκτης στάσης του Ντενκτάς. Ο Γκάλι, σε έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 15 Σεπτεμβρίου, κατέγραψε ότι «η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν έχει ακόμη επιδείξει την απαραίτητη καλή θέληση και συνεργασία για να επιτευχθεί συμφωνία στο πακέτο». Ταυτόχρονα, ωστόσο, διαχώριζε τη στάση του Ντενκτάς από τη στάση της Τουρκίας, μιλώντας για «πλήρη υποστήριξη εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης προς το πακέτο» και καλώντας την κυβέρνηση αυτή «να καταβάλει συγκεκριμένη προσπάθεια ώστε η τουρκοκυπριακή κοινότητα να αντιληφθεί τη θέση της Τουρκίας υπέρ των ΜΟΕ». Στο πλαίσιο της εκβιαστικής τακτικής του, ο Ντενκτάς ανακοίνωσε ότι παραιτείται από συνομιλητής. Αργότερα, ωστόσο, απέσυρε την απόφασή του.
Σε μια νέα πρωτοβουλία του, ο Μπ. Γκάλι απέστειλε τον Οκτώβριο του 1993 στην Κύπρο ανώτερους εμπειρογνώμονες για μελέτη της τεχνικής πλευράς της εφαρμογής των ΜΟΕ και για να δώσουν επεξηγήσεις σε ερωτήματα που είχε εγείρει κυρίως η τουρκοκυπριακή πλευρά αναφορικά με τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του πακέτου. Η κυπριακή κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι συγκατατέθηκε στην επίσκεψη των εμπειρογνωμόνων, που διήρκεσε ένα μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επρόκειτο να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν υπαλλακτικές προτάσεις που να ικανοποιούν την τουρκοκυπριακή πλευρά. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής των εμπειρογνωμόνων, ο Γκάλι ανέφερε σε έκθεσή του ότι η επί τόπου εργασία τους «επιβεβαίωσε ότι το πακέτο των ΜΟΕ έχει σημαντικά αναλογικά οφέλη και για τις δύο κοινότητες».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΛΗΡΙΔΗ ΓΙΑ ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Στις 21 Δεκεμβρίου 1993 ο πρόεδρος Κληρίδης, με επιστολή του προς τον γ.γ. του ΟΗΕ, υπέβαλε ολοκληρωμένη πρόταση για αποστρατικοποίηση της Κύπρου, «ώστε να διευκολυνθεί το αντιπαραγωγικό κλίμα φόβου και δυσπιστίας, και έτσι να αυξηθούν οι πιθανότητες λύσης μέσω διαπραγματεύσεων». Οι κυριότερες πρόνοιες της πρότασης προέβλεπαν:
Τον Ιανουάριο του 1994 ο Μπ. Γκάλι ζήτησε από τις δύο πλευρές να απαντήσουν αν αποδέχονται τα ΜΟΕ. Ο πρόεδρος Κληρίδης σε επιστολή του στον Γ.Γ. δήλωνε «εμφαντικά, σαφώς και απεριφράστως» ότι αποδέχεται τις αρχές του πακέτου των ΜΟΕ και ότι ήταν έτοιμος να αρχίσει συνομιλίες για τους τρόπους εφαρμογής τους μόλις η τουρκοκυπριακή πλευρά προβεί στην ίδια ξεκάθαρη και απερίφραστη αποδοχή. Στην επιστολή του ο πρόεδρος Κληρίδης υπογράμμιζε ότι, αν και τα ΜΟΕ ήσαν αναγκαία για να διευκολυνθεί μια λύση και συνεπώς έπρεπε να προηγηθούν της λύσης, δεν θα έπρεπε να αποτελούν την ίδια τη λύση, οι δε διαπραγματεύσεις έπρεπε να συνεχιστούν πάνω στην ουσία του προβλήματος. Ο πρόεδρος Κληρίδης πρότεινε όπως, μέχρις ότου η τουρκική πλευρά αποφασίσει για το θέμα των ΜΟΕ, «επανέλθουμε στη συζήτηση της ουσίας του προβλήματος, αρχίζοντας με τις ανησυχίες των δύο πλευρών σε θέματα ασφάλειας, που όπως φαίνεται αποτελούν το πραγματικό εμπόδιο και αγκάθι για επίτευξη συμφωνίας».
Ο Ντενκτάς, με δική του επιστολή, συμφώνησε να αποδεχθεί κατ' αρχήν το πακέτο των ΜΟΕ για σκοπούς συζήτησης, «υπό το φώς ορισμένων προϋποθέσεων». Την επιστολή του εκείνη ο Ντενκτάς υπέγραφε ως «πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση του προέδρου Κληρίδη, ο οποίος με επιστολή του κατήγγειλε την ενέργεια του Ντενκτάς ως περιφρόνηση προς τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, που θεωρούν ως νομικά άκυρη την ανακήρυξη του ψευδοκράτους.
Ο ίδιος, ωστόσο, ο Γ.Γ. χαρακτήρισε και τις δύο επιστολές που πήρε από τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς, ως θετικές και διαπίστωνε «πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές για να υιοθετήσουν ορισμένα μέτρα, έτσι ώστε να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων».
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ ΓΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΟΕ
Στις 17 Φεβρουαρίου 1994 άρχισαν στην Λευκωσία εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για την επεξεργασία τρόπων εφαρμογής των ΜΟΕ. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τζο Κλάρκ και ο Γκούσταβ Φεϊσέλ είχαν συναντήσεις με τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς. Στο τέλος των συνομιλιών, οι εκπρόσωποι του Μπ. Γκάλι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «οι συζητήσεις με κάθε πλευρά είχαν διασαφηνίσει τις αντίστοιχες θέσεις, σε σημείο που να είναι δυνατό για τους αντιπροσώπους του γενικού γραμματέα να υποβάλουν ιδέες σε κάθε ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν, με σκοπό να βοηθήσουν τους Κληρίδη-Ντενκτάς να επιτύχουν συμφωνία για το πακέτο των ΜΟΕ».
Στις 9 Μαρτίου 1994 ο Γκ. Φεϊσέλ επέδωσε στις δύο πλευρές έγγραφο που περιελάμβανε κατ' αρχήν ιδέες για την εφαρμογή του πακέτου των ΜΟΕ, το οποίο αναθεωρήθηκε ύστερα από εντατικές διαβουλεύσεις και υποβλήθηκε ξανά στις 21 Μαρτίου. Ο Ντενκτάς, όπως αναφέρεται σε έκθεση του Μπ. Γκάλι προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, εξέφρασε πολυάριθμες ενστάσεις, δηλώνοντας ότι οι Ιδέες περιείχαν αλλαγές σε σχέση με τη διατύπωση του πακέτου της 1ης Ιουλίου 1993, υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς. Οι ενστάσεις του Ντενκτάς αφορούσαν κυρίως το θέμα της ασφάλειας πρόσβασης μεταξύ της ουδέτερης ζώνης και της πόλης της Αμμοχώστου, τις διευθετήσεις για τα αεροπορικά δικαιώματα στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας, το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του πακέτου κ.α.
Από της πλευράς του ο πρόεδρος Κληρίδης δήλωσε ότι, ενώ δεν ήταν ευτυχής με πολλές αλλαγές που είχαν εισαχθεί στο κείμενο της 21ης Μαρτίου, ήταν έτοιμος να το αποδεχθεί αν έπραττε το ίδιο και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης.
Ο Τζο Κλάρκ, προτού αναχωρήσει από την Κύπρο στις 23 Μαρτίου, δήλωνε ότι «δεν είχε λάβει από την τουρκοκυπριακή πλευρά τη συμφωνία που ήλπιζε για την εφαρμογή του πακέτου».
Η διπλωματία του «πήγαινε-έλα» από τους εκπροσώπους των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και από Αμερικανούς διπλωμάτες, στην περιοχή συνεχίστηκε και τον Απρίλιο, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στις 11 και 12 Μαΐου 1994 αντιπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων συναντήθηκαν στη Βιέννη, σε μια προσπάθεια να εξασφαλισθεί η συγκατάθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς για την εφαρμογή των ΜΟΕ, αλλά και πάλι καμιά πρόοδος δεν σημειώθηκε.
Ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου, ο Γ.Γ. κυκλοφόρησε στις 30 Μαΐου έκθεση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, στην οποία μεταξύ άλλων διαπίστωνε: «... στο παρόν στάδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας ευρίσκεται αντιμέτωπο με ένα ήδη γνωστό σενάριο: την απουσία συμφωνίας λόγω ουσιαστικά έλλειψης πολιτικής βούλησης εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς».
Ο Μπ. Γκάλι εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας πέντε εναλλακτικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης που προέκυπτε από την έλλειψη προόδου:
Υπό το φως της έκθεσης του γ.γ., το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου συνήλθε στις 3 Ιουλίου 1994 και αποφάσισε ομόφωνα ότι «η συζήτηση επί των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης έχει τερματισθεί». Αποφάσισε παράλληλα προσφυγή της Κύπρου στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο μερικούς μήνες αργότερα, υπό το φως επαφών που έγιναν, κρίθηκε σκόπιμο να μην επιδιωχθεί συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά κατέστησε σαφές προς τα Ηνωμένα Έθνη ότι δεν αποδέχεται ο,τιδήποτε πέραν του εγγράφου της 21ης Μαρτίου.
Σε μια αιφνίδια κίνηση, ο Μπ. Γκάλι με επιστολή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 28 Ιουνίου, το πληροφορούσε ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας «έδειξαν ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει μετακινηθεί προς μια πιο θετική κατεύθυνση σε σχέση προς το έγγραφο της 21ης Μαρτίου».
Αντιδρώντας στην επιστολή Γκάλι, ο πρόεδρος Κληρίδης απηύθυνε στις 5 Ιουλίου επιστολή στον Γ.Γ., με την οποία εξέφραζε μεγάλη ανησυχία για αλλαγές που επέφερε ο Γκάλι στο έγγραφο της 21ης Μαρτίου ώστε να γίνει αποδεκτό από την τουρκοκυπριακή πλευρά και για το γεγονός ότι δεν υπήρξε συνεννόηση με την ελληνοκυπριακή πλευρά. Στην ίδια επιστολή ο πρόεδρος Κληρίδης έθετε υπόψιν του Γ.Γ. δηλώσεις Τούρκων και Τουρκοκυπρίων ηγετών, που έγιναν εκείνο το διάστημα, με τις οποίες εγκατέλειπαν την ομοσπονδία ως λύση του Κυπριακού και ζητούσαν χωριστή κυριαρχία. Ο Γλ. Κληρίδης ζητούσε από τον Γ.Γ. να επικεντρώσει τις προσπάθειες του «στο κρίσιμο σημείο του Κυπριακού, που είναι η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή».
Υπό το φως των εξελίξεων αυτών το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε στις 29 Ιουλίου 1994 το ψήφισμα 939, με το οποίο επαναβεβαίωνε τη θέση του ότι η λύση του Κυπριακού «πρέπει να βασίζεται σε ένα δικοινοτικό, διζωνικό, ομόσπονδο κράτος με μία μόνο κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα, και μία υπηκοότητα». Ανέφερε ταυτόχρονα ότι «υπάρχει τώρα ουσιαστικό μέτρο συμφωνίας πάνω στην ουσία των ΜΟΕ και τους τρόπους εφαρμογής τους, αλλά σημειώνει επίσης με ανησυχία ότι κανένας από τους δύο ηγέτες δεν είναι ακόμη έτοιμος να προχωρήσει στην εφαρμογή τους πάνω στην βάση που περιγράφεται στην επιστολή του γ.γ. της 28ης Ιουνίου 1994». Το Συμβούλιο Ασφαλείας ζητούσε επίσης από τον γ.γ. να αρχίσει διαβουλεύσεις με τα μέλη του Συμβουλίου, τις εγγυήτριες δυνάμεις και τις δύο κοινότητες στην Κύπρο, με στόχο «την ανάληψη μιας θεμελιώδους και εκτεταμένης επισκόπησης τρόπων προσέγγισης του Κυπριακού προβλήματος, κατά τρόπο που θα φέρει αποτέλεσμα».
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
Η τουρκική αδιαλλαξία κλιμακώθηκε όταν η παράνομη «Συνέλευση» των κατεχομένων αποφάσισε στις 29 Αυγούστου, με την πλήρη στήριξη της Τουρκίας, να εγκαταλείψει την ομοσπονδία ως τη μοναδική μορφή λύσης του Κυπριακού.
Σε μια νέα προσπάθεια για άρση του αδιεξόδου, ο Γ.Γ. κάλεσε τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς να έχουν άτυπες διαβουλεύσεις με τον αναπληρωτή ειδικό αντιπρόσωπό του στην Λευκωσία. Πέντε τέτοιες συναντήσεις Φεϊσέλ-Κληρίδη-Ντενκτάς πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 18 και 31 Οκτωβρίου 1994, κατά τις οποίες συζητήθηκαν τόσο η ουσία του Κυπριακού όσο και τα ΜΟΕ. Η προσπάθεια κατέληξε και αυτή την φορά σε αποτυχία, λόγω της εμμονής της τουρκοκυπριακής πλευράς σε χωριστή κυριαρχία. Πάντως, τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί θεωρούν ότι στις άτυπες συναντήσεις προέκυψαν κάποια νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίτευξη προόδου σε μελλοντικές συνομιλίες.
Στις 8 Νοεμβρίου ο πρόεδρος Κληρίδης απηύθυνε στον γ.γ. επιστολή, στην οποία επεσήμαινε ότι η Τουρκία και ο Ρ. Ντενκτάς «απορρίπτουν όλα τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, απορρίπτουν ανυποχώρητα το ενδεχόμενο η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Κύπρου να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιμένουν σε εκ περιτροπής προεδρία και το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης» κ.α. Ο πρόεδρος ζητούσε να μελετηθούν και υιοθετηθούν από το Συμβούλιο Ασφαλείας «μέτρα εναντίον της πλευράς που περιφρονεί τα ψηφίσματά του». Διαπίστωνε επίσης ότι η τουρκική πλευρά απορρίπτει την ουσία μιας ομοσπονδιακής λύσης όπως καθορίζεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, προσθέτοντας ότι κάτω από τέτοιες περιστάσεις, «περαιτέρω συζήτηση των ΜΟΕ δεν μπορεί να είναι παραγωγική και στην ουσία είναι χωρίς νόημα». Τέλος ζητούσε τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό, «ώστε να υιοθετηθεί μια νέα, ουσιώδης μέθοδος προώθησης λύσης».
ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ
Το 1995 ο αμερικανικός παράγοντας παρουσίασε πολύ ενεργό ανάμειξη στο Κυπριακό, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την πρωτοβουλία κινήσεων από τα Ηνωμένα Έθνη, χωρίς όμως να υπάρξουν και δραματικά αποτελέσματα από την παρέμβαση αυτή. Τον Ιανουάριο του χρόνου αυτού επισκέφθηκε την Κύπρο ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο οποίος αργότερα τον ίδιο χρόνο θα ήταν ο κύριος πρωταγωνιστής της διευθέτησης του Βοσνιακού. Κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο, ο Χόλμπρουκ δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «επιδιώκουν την αναβίωση της πρωτοβουλίας τους στο Κυπριακό».
Στα μέσα Ιανουαρίου ο Γκ. Φεϊσέλ άρχισε νέο γύρο διαβουλεύσεων με τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ντενκτάς, ενώ λίγες ημέρες αργότερα ήλθε στην Κύπρο και ο απεσταλμένος του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για το Κυπριακό Ρίτσαρντ Μπίτι. Ο διορισμός του θεωρήθηκε ως σοβαρή αναβάθμιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για λύση του Κυπριακού. Το αδιέξοδο ωστόσο παρέμεινε, λόγω της εμμονής της τουρκικής πλευράς να συζητηθούν πρώτα τα ΜΟΕ χωρίς να υπάρξει κοινή βάση για συνολική λύση του Κυπριακού. Αντίθετα η ελληνοκυπριακή πλευρά κατέστησε σαφές ότι δεν μπορούν να διεξαχθούν οποιεσδήποτε συνομιλίες χωρίς να διαφανεί πρώτα ότι υπάρχει κοινή βάση.
Τον Απρίλιο του 1995 έγιναν οι λεγόμενες «προεδρικές εκλογές» στο ψευδοκράτος, κατά τις οποίες ο Ντενκτάς επανεξελέγη «πρόεδρος». Ακολούθησε νέα δραστηριοποίηση των Αμερικανών, με επίσκεψη του ειδικού συντονιστή για το Κυπριακό στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζιμ Ουίλλιαμς στην Κύπρο. Είχαν προηγηθεί επαφές του Αμερικανού προεδρικού απεσταλμένου Ρ. Μπίτι με Βρετανούς και Τούρκους αξιωματούχους, καθώς και συνάντηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον με την πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ. Ο Τζιμ Ουίλλιαμς μίλησε για «αποφασιστικότητα της κ. Τσιλέρ να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στο Κυπριακό». Βεβαίως οι υποσχέσεις της Άγκυρας έμειναν, και αυτή την φορά, λόγος κενός.
Στις αρχές Μαΐου του 1995 ο πρόεδρος Κληρίδης, συνοδευόμενος από το Εθνικό Συμβούλιο, πήγε στην Αθήνα, όπου πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Στη συνάντηση συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «χωρίς συνολική προσέγγιση επί των βασικών αρχών του Κυπριακού, οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις θα είναι και πάλι καταδικασμένες σε αδιέξοδο».
Συμφωνήθηκε επίσης ότι δεν ενδείκνυται συζήτηση επί των ΜΟΕ αν δεν διαπιστωθεί η ύπαρξη κοινού εδάφους επί της ουσίας του Κυπριακού.
Στις 11 Μαΐου ο πρόεδρος Κληρίδης συναντήθηκε στο Λονδίνο με τον υπουργό Εξωτερικών της Βρεττανίας Ντάγκλας Χέρντ και τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, οι οποίοι ζήτησαν επανάληψη της διαπραγματευτικής διαδικασίας χωρίς όρους, κάτι που δεν αποδέχθηκε η ελληνοκυπριακή πλευρά. Από 23 έως 25 του ιδίου μηνός διεξήχθησαν στη βρετανική πρωτεύουσα «μυστικές συνομιλίες» με τη συμμετοχή εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, του Αμερικανού προεδρικού απεσταλμένου Ρ. Μπίτι, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνομιλίες, του συντονιστή Τζ. Ουίλλιαμς και άλλων Αμερικανών και Βρετανών διπλωματών. Την ελληνοκυπριακή πλευρά εκπροσώπησαν ο γενικός εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης και η σύμβουλος στις διακοινοτικές συνομιλίες Στέλλα Σουλιώτη. Οι συνομιλίες απέβησαν άκαρπες.
Ακολούθησε, μέσα στον Ιούλιο, επίσκεψη του Τζ. Ουίλλιαμς στην Άγκυρα, ενώ τον Αύγουστο πραγματοποίησε περιοδεία στο τρίγωνο Άγκυρα-Λευκωσία-Αθήνα ο σύμβουλος του προέδρου Κλίντον Ελληνοαμερικανός Τζορτζ Στεφανόπουλος.
Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου ο Γ.Γ. του ΟΗΕ σε έκθεσή του για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του διεθνούς οργανισμού διαπίστωνε αδιέξοδο στη διαπραγματευτική διαδικασία, «παρά το ότι ευρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για μια δίκαιη και διαρκή λύση».
Στις αρχές Οκτωβρίου εκδηλώθηκε νέα κίνηση από τους Αμερικανούς. Ο πρέσβης στη Λευκωσία Ρίτσαρντ Μπάουτσερ παρέδωσε στον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ρ. Ντενκτάς ένα ερωτηματολόγιο από έξι σημεία, στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν. Τα ερωτήματα αφορούσαν το συνταγματικό, το εδαφικό, την ενταξιακή πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις εγγυήσεις και θέματα ασφάλειας. Ο πρόεδρος Κληρίδης απάντησε προφορικά, αλλά επέδωσε και γραπτό κείμενο που περιείχε συνοπτικά τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, προς αποφυγή παρερμηνειών. Όσον αφορά τον Ρ. Ντενκτάς, ύστερα από κάποιο διάστημα σύγχυσης εάν απάντησε ή όχι, ανακοινώθηκε από τους Αμερικανούς ότι είχε δώσει και εκείνος την απάντησή του.
Ο Νοέμβριος σημαδεύθηκε από την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνευσης στην Βοσνία, στο Ντέιτον των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Ρ. Χόλμπρουκ προανήγγειλε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ίδιος προσωπικά θα στρέψουν τώρα την προσοχή τους στη διευθέτηση του Κυπριακού.
Τον Δεκέμβριο του 1995 ήλθε και πάλι στην Κύπρο ο Ρ.Μπίτι, που είχε επαφές με τις δύο πλευρές. Λίγο προτού αναχωρήσει, ο Αμερικανός επίσημος παρέδωσε στον πρόεδρο Κληρίδη ένα κείμενο-πρόταση του Ρ. Ντενκτάς για τα θέματα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της κυριαρχίας. Στο κείμενο αναφέρονταν τα εξής: «Η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει συμφωνήσει να μελετήσει υποστήριξη της ένταξης της ομόσπονδης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο μιας πολιτικής διευθέτησης, και η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει συμφωνήσει να σεβαστεί, στο πλαίσιο μιας πολιτικής διευθέτησης, την κυριαρχία και πολιτική ισότητα της τουρκοκυπριακής πλευράς. Είναι διατεθειμένες να συζητήσουν, χωρίς επηρεασμό των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, αυτά τα θέματα και την αποστρατικοποίηση. Πάνω σ' αυτή τη βάση, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι θα συναντηθούν για απ' ευθείας συνομιλίες τον Ιανουάριο».
Ο πρόεδρος Κληρίδης επέστρεψε το κείμενο ως απαράδεκτο. Ο Ρ. Μπίτι αναχώρησε, την δε επόμενη ημέρα ο πρέσβης Ρ. Μπάουτσερ επέδωσε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας δεύτερο, διαφοροποιημένο κείμενο. Διαφοροποιήθηκε βασικά η φράση «η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει συμφωνήσει να μελετήσει υποστήριξη της ένταξης» και αντικαταστάθηκε με τη φράση «έχει συμφωνήσει να υποστηρίξει την ένταξη». Το νέο κείμενο παρουσιάστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο το απέρριψε ομόφωνα.
Οι προσπάθειες για το Κυπριακό παραμένουν σε αδιέξοδο μέχρι σήμερα. Οι αμερικανικές πρωτοβουλίες περιέπεσαν σε αδράνεια κυρίως λόγω παρατεταμένης κυβερνητικής κρίσης στην Τουρκία, μετά τις βουλευτικές εκλογές, η οποία μόλις στις αρχές Μαρτίου 1996 διευθετήθηκε με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ των δεξιών κομμάτων της Μητέρας Πατρίδας του Μεσούτ Γιλμάζ και του Ορθού Δρόμου της Τανσού Τσιλέρ, που συμφώνησαν σε εκ περιτροπής πρωθυπουργία, με πρώτο πρωθυπουργό τον Γιλμάζ. Στο μεταξύ μεσολάβησε η ελληνοτουρκική κρίση γύρω από την βραχονησίδα Ίμια στο ανατολικό Αιγαίο και η ελληνική κυβέρνηση διαμήνυσε στον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Ρ. Χόλμπρουκ, ο οποίος προγραμμάτιζε να επισκεφθεί την περιοχή τον Φεβρουάριο, ότι δεν μπορεί να τον δεχθεί. Αναζωπύρωση της αμερικανικής πρωτοβουλίας προαναγγέλλεται για τον Ιούνιο του 1996.
Στο τέλος του 1995 ο ειδικός αντιπρόσωπος του γ.γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό Τζο Κλάρκ ανακοίνωσε πρόθεσή του να παραιτηθεί από τη θέση του, αφού για ένα περίπου εξάμηνο δεν είχε αναλάβει οποιαδήποτε ενέργεια στο Κυπριακό.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, παράλληλα με τις πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Εθνών και των Ηνωμένων Πολιτειών, αναπτυσσόταν και ένα διαρκώς κλιμακούμενο ενδιαφέρον για το Κυπριακό από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν όψει των διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην Ένωση. Επίσης η προοπτική ένταξης αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των διαβουλεύσεων για το Κυπριακό.
Για την ανάμειξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κυπριακό, δες λεπτομέρειες στο λήμμα Ευρωπαϊκή Ένωση και Κύπρος.