Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση. Η Κύπρος είχε σχεδόν καταστραφεί και η Τουρκία ήταν τώρα η νικήτρια. Φυσικά ο διακοινοτικός διάλογος εγκαταλείφθηκε και όλα όσα είχαν μέχρι το 1974 συμφωνηθεί, αμέσως παραμερίστηκαν.
Αρχικά ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εργάστηκε για να επιτύχει την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο και διά των υπηρεσιών του να προσφέρει ανθρωπιστική κυρίως βοήθεια προς τους πρόσφυγες και τους εγκλωβισμένους, για την ανταλλαγή αιχμαλώτων, για την ανεύρεση αγνοουμένων κλπ. Για την κατάπαυση των εχθροπραξιών στην Κύπρο εργάστηκε φυσικά και το Συμβούλιο Ασφαλείας, που ενέκρινε ομόφωνα το βράδυ της 20.7.1974 το ψήφισμα 353 (έγγραφο S/11350). Στη νέα, και σοβαρότερη, αυτή κρίση αναμείχθηκαν βέβαια πάλι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, το NATO και άλλες καταστάσεις.
Στις 19 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος μιλά στο Συμβούλιο Ασφαλείας και, μεταξύ άλλων, τονίζει:
Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να χρησιμοποιήσει όλους τους τρόπους και εις την διάθεσίν του μέσα, ώστε η συνταγματική τάξις εν Κύπρω και τα συνταγματικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου να αποκατασταθούν άνευ καθυστερήσεως […] Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή και εκ των συνεπειών της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου, αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι […] Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέση εκ Κύπρου τους Έλληνας αξιωματικούς […] και να θέση τέρμα εις την εισβολήν αυτού εις Κύπρον…
Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ* έφθασε στην Κύπρο και είχε διάφορες επαφές. Στις 21 Νοεμβρίου 1974 η Γενική Συνέλευση συζήτησε πάλι το Κυπριακά και ενέκρινε την απόφαση 3212 που καλούσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητούσε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη ν' αρχίσουν διαπραγματεύσεις.
Το Κυπριακό συζητήθηκε ξανά στη Γενική Συνέλευση το τέλος του επόμενου χρόνου, και αρκετές φορές αργότερα, όπως και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενώ διάφορες επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών ασχολήθηκαν κατά καιρούς με ειδικότερα θέματα (όπως για παράδειγμα το θέμα των αγνοουμένων προσώπων). Πολλά ψηφίσματα εγκρίθηκαν κατά καιρούς (βλ. ειδικό κεφάλαιο στο παρόν λήμμα). Αλλά κατά το διάστημα μετά την τουρκική εισβολή, ο κυριότερος ρόλος των Ηνωμένων Εθνών σ' ό,τι αφορά την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα, είναι η εντολή προς τον γενικό γραμματέα (πρώτα τον Κουρτ Βάλντχαϊμ και αργότερα τον Πέρεζ ντε Κουεγιάρ) να ασκεί τις καλές του υπηρεσίες προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Βάλντχαϊμ διοργάνωσε και κατηύθυνε προσωπικά τις συνομιλίες της Βιέννης από τον Απρίλιο του 1975 μέχρι τις αρχές του 1976, μεταξύ των εκπροσώπων των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, που όμως δεν κατέληξαν σε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στις 27 Ιανουαρίου 1977 διευθέτησε (μέσω του τότε εκπροσώπου του στην Κύπρο και μελλοντικού διαδόχου του Πέρεζ ντε Κουεγιάρ) μια «συνάντηση κορυφής» μεταξύ Μακαρίου και Ντενκτάς. Μια δεύτερη «συνάντηση κορυφής», υπό την προεδρία του ίδιου του Βάλντχαϊμ, έγινε πάλι στη Λευκωσία στις 12 Φεβρουαρίου 1977, οπότε συμφωνήθηκαν «τέσσερεις κατευθυντήριες γραμμές» που θα ίσχυαν σε περίπτωση λύσης του προβλήματος.
Οι τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές που συμφωνήθηκαν προνοούσαν τα εξής:
Στις 19 Απριλίου 1978 ο Βάλντχαϊμ ήλθε ξανά στην Κύπρο για διαβουλεύσεις, και στις 19 Μαϊου 1978 παρέστη σε μια νέα «συνάντηση κορυφής» στη Λευκωσία, μεταξύ του νέου Κυπρίου προέδρου Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς. Κατ' αυτήν, επετεύχθη μια συμφωνία από 10 σημεία που αποτέλεσμά της ήταν να επαναρχίσουν στις 15 Ιουνίου 1978 οι διακοινοτικές συνομιλίες, χωρίς όμως και να καταλήξουν σε κάποιο αποτέλεσμα.
Μεταξύ άλλων, τα σημεία που συμφωνήθηκαν διελάμβαναν ότι:
Στο μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα οι δυο πλευρές υπέβαλλαν στο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ προτάσεις και αντιπροτάσεις και τελικά ο Βάλντχαϊμ διατύπωσε στις 9 Αυγούστου 1980 τη λεγόμενη εναρκτήρια δήλωσή του (opening statement) με την οποία προσπαθούσε να γεφυρώσει το χάσμα των απόψεων των δυο μερών, με σκοπό την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.
Οι προσπάθειες του Βάλντχαϊμ τόσο για επίτευξη ουσιαστικής προόδου στο Κυπριακό όσο και για επίτευξη επιμέρους συμφωνιών (όπως το σχέδιο για επανεγκατάσταση των προσφύγων στην Αμμόχωστο και επιστροφή τμήματος της πόλης στους Ελληνοκυπρίους), απέτυχαν.
Οι προσπάθειες επίτευξης μιας συμφωνίας που να ανοίγει τον δρόμο για διαπραγματεύσεις προς τελική ρύθμιση του Κυπριακού, συνεχίστηκαν και από τον νέο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Πέρεζ ντε Κουεγιάρ.
Οι προσπάθειες του Πέρεζ ντε Κουεγιάρ για σμίκρυνση των διαφορών απόψεων των δυο πλευρών προσέκρουσαν τον Νοέμβριο του 1983 σε νέες αποσχιστικές ενέργειες της τουρκοκυπριακής πλευράς. Συγκεκριμένα, και ενώ ο γενικός γραμματέας απέστελλε τον ειδικό αντιπρόσωπό του Χούγκο Γκόμπι για διαβουλεύσεις με τις δυο πλευρές στην Κύπρο σχετικά με το ενδεχόμενο νέας συνάντησης Κυπριανού - Ντενκτάς, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυσσε την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», την οποία μερικές μέρες αργότερα το Συμβούλιο Ασφαλείας κήρυσσε νομικά άκυρη.
Ύστερα από διαβουλεύσεις με τις δυο πλευρές στην Κύπρο, ο γενικός γραμματέας διευθέτησε χωριστές συναντήσεις μαζί του, στη Νέα Υόρκη, του προέδρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς. Οι συναντήσεις έγιναν το 1984. Ακολούθησε (το 1985) κοινή συνάντηση «υψηλού επιπέδου» υπό την αιγίδα του γενικού γραμματέα. Ο Πέρεζ ντε Κουεγιάρ υπέβαλε στη συνάντηση αυτή και αργότερα διάφορα προσχέδια συμφωνίας, αλλά δεν κατόρθωσε να επιτύχει τη συμφωνία και των δυο πλευρών σ' αυτά. Το τελευταίο «προσχέδιο πλαισίου συμφωνίας» Κουεγιάρ υπεβλήθη τον Μάρτιο του 1986.
Έκτοτε ο γενικός γραμματέας συνέχισε τις προσπάθειές του για λύση του Κυπριακού, υποβάλλοντας διάφορες προτάσεις, όλες όμως οι πρωτοβουλίες του ναυάγησαν και πάλι εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Η τελευταία προσπάθεια του γενικού γραμματέα κατεβλήθη στα τέλη του Φεβρουαρίου- αρχές Μαρτίου του 1990 στη Νέα Υόρκη, όπου έγιναν κοινές συναντήσεις του προέδρου Βασιλείου, του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς και του γενικού γραμματέα, καθώς και χωριστές συναντήσεις του Πέρεζ ντε Κουεγιάρ με τους δυο συνομιλητές. Οι συνομιλίες (που διήρκεσαν από τις 26 Φεβρουαρίου 1990 μέχρι τις 2 Μαρτίου 1990, κατέρρευσαν λόγω του ότι ο Ντενκτάς πρόβαλε νέους όρους, για αναγνώριση «δυο λαών» και χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης για τους Τουρκοκυπρίους, πράγμα που απέρριψε η ελληνική κυπριακή πλευρά.
Σε εναρκτήρια δήλωσή του στις συνομιλίες αυτές, ο γενικός γραμματέας είχε εκθέσει ορισμένες «αντιλήψεις» καλώντας τους δυο συνομιλητές να τις μελετήσουν, για να διευκολυνθεί το έργο επίτευξης ενός συμφωνημένου διαγράμματος. Μεταξύ των «αντιλήψεων» αυτών είναι και οι ακόλουθες:
Η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σχέση τους δεν είναι σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αλλά σχέση δυο κοινοτήτων στο Κυπριακό κράτος. Η εντολή που μου δόθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας καθιστά σαφές ότι η αποστολή μου καλών υπηρεσιών είναι με τις δυο κοινότητες. Η εντολή μου επίσης είναι σαφής ότι η συμμετοχή των δυο κοινοτήτων στη διαδικασία αυτή είναι πάνω σε ισότιμη βάση. Έτσι, η λύση που επιδιώκεται είναι αυτή που θα πρέπει να αποφασιστεί και να γίνει δεκτή και από τις δυο κοινότητες. Πρέπει επίσης να σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική, κοινωνική και γλωσσική ταυτότητα της κάθε κοινότητας.
Οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και του 1979 μεταξύ των δυο κοινοτήτων, καθώς και η εντολή που μου ανετέθη από το Συμβούλιο Ασφαλείας, θέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εξευρεθεί λύση. Οι δυο κοινότητες και το Συμβούλιο Ασφαλείας δεσμεύθηκαν για μια λύση που θα διασφαλίζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κύπρου... Η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων και η διακοινοτική φύση της ομοσπονδίας είναι ανάγκη να αναγνωρισθούν. Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας πρέπει να προβάλλει σαφώς. Η ενότητα του κράτους πρέπει να διασφαλίζεται. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των δυο κοινοτήτων καθώς και την αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης. Τα βασικά δικαιώματα όλων των πολιτών, περιλαμβανομένων των τριών ελευθεριών, καθώς και τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα πρέπει να κατοχυρώνονται. Πρέπει να γίνουν ρυθμίσεις για διασφάλιση της ασφάλειας κάθε κοινότητας και πρόνοιες για χειρισμό εδαφικών προσαρμογών. Υπογράμμισα την ανάγκη για επίλυση του θέματος των εκτοπισθέντων κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψιν τα συμφέροντα και των δυο κοινοτήτων. Επίσης την ανάγκη για μέτρα προώθησης της ανάπτυξης ισορροπημένης οικονομίας προς όφελος και των δυο κοινοτήτων, καθώς και για μεταβατικές ρυθμίσεις.
Σε έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 8 Μαρτίου 1990, σχετικά με το ναυάγιο των συνομιλιών, ο γενικός γραμματέας επιρρίπτει ευθύνες στον Ραούφ Ντενκτάς για το αδιέξοδο, αναφέροντας ότι με τους όρους «λαοί» και χωριστό δικαίωμα «αυτοδιάθεσης» εισήγαγε ορολογία διαφορετική εκείνης που χρησιμοποιεί το Συμβούλιο Ασφαλείας. Λίγο πριν αρχίσουν οι συνομιλίες και συγκεκριμένα στις 22 Φεβρουαρίου 1990, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε δήλωσή του εκ μέρους των μελών του Συμβουλίου, καλούσε τους δυο συνομιλητές να επιδείξουν την αναγκαία καλή θέληση και ευελιξία και να συνεργασθούν πλήρως με τον γενικό γραμματέα, ώστε οι συνομιλίες να καταλήξουν σε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού.
Νέα παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας σημειώθηκε λίγες μέρες μετά το ναυάγιο των συνομιλιών της Νέας Υόρκης. Στις 13 Μαρτίου 1990 ενέκρινε το ψήφισμα 649, στο οποίο, αφού εξέφραζε ανησυχία για την αποτυχία των συνομιλιών, πρόσφερε την πλήρη υποστήριξή του προς την προσπάθεια του γενικού γραμματέα.
Ακολούθησαν διάφορες προσπάθειες του γενικού γραμματέα, καθώς και επαφές απεσταλμένων του στο τρίγωνο Λευκωσίας - Άγκυρας - Αθήνας, οι οποίες συνοδεύθηκαν από παράλληλες επαφές του ειδικού συντονιστή για το Κυπριακό στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών Νέλσον Λέτσκι. Δεν υπήρξε όμως κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το 1996 όλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν τα Ηνωμένα Έθνη για διευθέτηση του Κυπριακού, παρά την ποικιλία των ιδεών, των προτάσεων και των εγγράφων που υπεβλήθησαν, απέβησαν άκαρπες. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδιάλλακτη στάση της τουρκικής πλευράς, η οποία στοχεύει στην νομιμοποίηση αυτών που κατέλαβε με τη χρήση βίας, αλλά και στην έλλειψη βούλησης από τη διεθνή κοινότητα, και ειδικότερα από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, να υποχρεώσει την Τουρκία να συμμορφωθεί προς τα πολυάριθμα ψηφίσματα του διεθνούς οργανισμού για το Κυπριακό.
Νέες ελπίδες για την Κύπρο δημιουργήθηκαν από την αποφασιστικότητα που επέδειξε σε μερικές περιπτώσεις το Συμβούλιο Ασφαλείας μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, για έμπρακτη εφαρμογή των ψηφισμάτων του, ακόμη και με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, όπως έγινε το 1991 για την απελευθέρωση του Κουβέιτ που είχε υποστεί την εισβολή ιρακινών δυνάμεων. Δυστυχώς οι ελπίδες αυτές διαψεύσθηκαν, καθώς το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν έχει επιδείξει μέχρι στιγμής διάθεση να επιβάλει και την εφαρμογή των ψηφισμάτων του για την Κύπρο και να υιοθετήσει κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας που αρνείται να τα εφαρμόσει.
Παρά την αποτυχία αυτή, η Κύπρος εξακολουθεί να στηρίζει την πολιτική της στην επιδίωξη εφαρμογής των αποφάσεων και ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, θεωρώντας ότι αποτελούν το ορθό πλαίσιο για μια ειρηνική και συνολική λύση του Κυπριακού.