Αφού εξετάστηκαν τα όσα είχαν αρχικά συμφωνηθεί μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας συμπληρώθηκαν, έτυχαν επεξεργασίας στις λεπτομέρειές τους, ετοιμάστηκε η συμφωνία που μονογράφηκε εκεί από τους Καραμανλή και Μεντερές στις 11 Φεβρουαρίου 1959.
Αμέσως ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα για να ενημερώσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για όσα είχαν συμφωνηθεί στο «ειδυλλιακό» ξενοδοχείο «Ντόλντερ Γκραντ» της Ζυρίχης. Ταυτόχρονα άρχισαν και οι προεργασίες για συγκρότηση πενταμερούς διασκέψεως στο Λονδίνο, όπου την συμφωνία θα εκαλούντο να υπογράψουν και τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου, καθώς και η αγγλική κυβέρνηση. Τα πράγματα βίαζαν. Οι κυβερνήσεις των τριών ενδιαφερομένων χωρών θεώρησαν εξαιρετικά επείγον το ζήτημα επικύρωσης της συμφωνίας της Ζυρίχης, φοβούμενες κυρίως τυχόν αντιδράσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του αρχηγού της ΕΟΚΑ Γεωργίου Γρίβα. Η πρώτη συνεδρία της πενταμερούς ορίστηκε για τις 17 Φεβρουαρίου 1959 (δηλαδή 6 μέρες μετά τη μονογραφή των συμφωνιών στη Ζυρίχη) στο Λάνκαστερ Χάους στο Λονδίνο.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκαλείτο να σηκώσει το βάρος της ευθύνης, αφού η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη μονογράψει τις συμφωνίες και αφού συμφωνούσαν μ' αυτές και η αγγλική κυβέρνηση και οι Τουρκοκύπριοι που καθοδηγούνταν και διοικούνταν από την Άγκυρα και που στο Λονδίνο αντιπροσωπεύθηκαν από τον Φαζίλ Κουτσιούκ*. Στην Αθήνα όπου βρισκόταν, παρακάθησε σε συσκέψεις με τον Καραμανλή στις οποίες μελετήθηκε η ήδη μονογραφηθείσα ελληνοτουρκική διευθέτηση. Ο Μακάριος είχε αμφιβολίες τόσο για τις συμφωνίες στο σύνολό τους όσο και για πολλά επί μέρους σημεία τους και οπωσδήποτε ήταν απογοητευμένος επειδή η διευθέτηση αυτή στην οποία τα πράγματα είχαν οδηγηθεί, πολύ απείχε από τους αρχικούς στόχους του αγώνα. Ήταν όμως αδύνατο τώρα πια να επιτευχθεί ο,τιδήποτε ουσιαστικότερο και έτσι δέχτηκε να πάει στο Λονδίνο με προοπτική, όπως είπε στον Καραμανλή, να επιδιώξει ορισμένες βελτιώσεις πάνω στο αρχικό κείμενο. Ταυτόχρονα προσκάλεσε στο Λονδίνο και ένα αριθμό Ελλήνων Κυπρίων που θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικός, για να εκφέρει γνώμη. Σ' εκείνους που εκλήθησαν να παρευρεθούν ως σύμβουλοι στη διάσκεψη του Λονδίνου περιλαμβάνονταν οι δήμαρχοι των πόλεων, πολιτευτές, νομικοί, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, ιερωμένοι, μέλη του γραφείου εθναρχίας και άλλοι, που ταυτόχρονα αντιπροσώπευαν και την κυπριακή Αριστερά και την κυπριακή Δεξιά. Τελικά από όλους αυτούς τους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες, μόνο οι πέντε εκπρόσωποι της Αριστεράς και δυο άλλοι ετάχθησαν σαφώς εναντίον των συμφωνιών και υποστήριξαν την απόρριψή τους, όμως αυτοί αποτελούσαν την μειοψηφία. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι της Δεξιάς, ακόμη και της άκρας Δεξιάς όπως ο δήμαρχος Λευκωσίας Θεμιστοκλής Δέρβης*, και ιεράρχες όπως ο μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος*, επέμεναν πεισματικά στην αποδοχή των συμφωνιών. Και ήσαν αυτοί ακριβώς που μετετράπησαν αργότερα σε φανατικούς πολέμιους του Μακαρίου επειδή ο τελευταίος απεδέχθη και υπέγραψε τις συμφωνίες. Αντίθετοι προς την αποδοχή των συμφωνιών ήσαν και οι αδιάλλακτοι ενωτικοί κύκλοι της μητροπόλεως Κυρηνείας, που δεν παρευρίσκονταν όμως στο Λονδίνο.
Στην αγγλική πρωτεύουσα ο Μακάριος προσπάθησε πράγματι να επιφέρει βελτιώσεις και τροποποιήσεις των κειμένων, αλλά δεν πέτυχε γιατί τα υπόλοιπα μέρη (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας) δεν υποστήριξαν τη διαδικασία νέων συζητήσεων και παζαρεμάτων πάνω στα κείμενα που είχαν ήδη μονογραφηθεί από την Ελλάδα και την Τουρκία και που ήσαν αποδεκτά και από την Αγγλία και από την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Οι Καραμανλής και Αβέρωφ άφησαν μάλιστα να εννοηθεί σαφώς ότι εάν ο Μακάριος τορπίλλιζε τις συμφωνίες και αποτύγχανε η διάσκεψη, θα διαχώριζαν τη θέση τους και η ελληνική κυβέρνηση θα εγκατέλειπε τον Μακάριο.
Τελικά εζητήθη από τον Μακάριο με τρόπο τελεσιγραφικό να απαντήσει μόνο με ένα ναι ή ένα όχι και του ετέθη προθεσμία λίγων μόνο ωρών για να αποφασίσει. Η τελική απάντησή του ήταν θετική, αλλά για όλους αυτούς τους λόγους υποστήριξε αργότερα ότι οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν επιβληθεί πάνω στον ελληνικό κυπριακό λαό, παρά τη θέλησή του.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, στις 20 Φεβρουαρίου 1959, τόσο ο Μακάριος όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Αβέρωφ κατέβαλαν προσπάθειες να πείσουν τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γεώργιο Γρίβα στην Κύπρο ότι οι συμφωνίες ήσαν το καλύτερο δυνατό που μπορούσε να επιτευχθεί και ότι δεν έπρεπε να αντιδράσει σε αυτές. Ο Γρίβας, που αργότερα παραπονέθηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί πλήρως πριν κληθεί να αποδεχθεί τις συμφωνίες, βρέθηκε επίσης σε δίλημμα. Τελικά όμως έκρινε πως εάν δεν αποδεχόταν τις συμφωνίες και αποφάσιζε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, θα διχαζόταν όχι μόνο ο κυπριακός Ελληνισμός αλλά και ο Ελληνισμός γενικότερα, με τραγικές καταστροφικές συνέπειες. Εξάλλου, σε μια τέτοια περίπτωση θα έχανε την απαραίτητη υποστήριξη της Ελλάδας στις δικές του προσπάθειες και, έτσι, δεν θα μπορούσε να επιτύχει ο,τιδήποτε καλύτερο. Απεδέχθη, γι’ αυτό, την διευθέτηση και με διαταγή του προς τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ κήρυξε τη λήξη του ένοπλου αγώνα.