Κατά το Σάββατο του Λαζάρου υπάρχει το έθιμο να περιέρχονται κατά ομάδες (συνήθως 3-4 παιδιά) τα σπίτια και να τραγουδούν το άσμα του Λαζάρου. Σε μερικά χωριά συνήθιζε ο ιερέας να περιέρχεται τα σπίτια συνοδευόμενος από παιδιά, και να λέει το τραγούδι του Λαζάρου. Επίσης, σε διάφορα χωριά (όπως στην Κυθρέα), συνήθιζαν να πλέκουν από την παραμονή της γιορτής (δηλαδή από την Παρασκευή) ένα κλαδί φοινικιάς που το στόλιζαν με λουλούδια. Αρκετοί απέφευγαν να χρησιμοποιούν κόκκινα λουλούδια γιατί πίστευαν πως, όταν τα δουν οι κότες, δεν γεννούν αυγά! Ένα παιδί κρατούσε το κλαδί της φοινικιάς, άλλο παιδί κρατούσε ένα καλάθι μέσα στο οποίο τοποθετούνταν τα αυγά με τα οποία τους φιλοδωρούσαν οι νοικοκυραίοι, κι ένα τρίτο παιδί κρατούσε το διαβαστικό του Λαζάρου και το τραγουδούσε˙ ακόμη, ένα παιδί προσποιόταν τον νεκρό Λάζαρο. Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν, ρωτούσαν:
«Θέλετε να σας πούμεν τον Λάζαρον;»
Σχεδόν πάντοτε τους απαντούσαν καταφατικά, οπότε ένα από τα παιδιά ξάπλωνε κατά γης και προσποιόταν τον νεκρό Λάζαρο. Άλλο παιδί έλεγε το τραγούδι, κι όταν τελείωνε, ο «νεκρός Λάζαρος» σηκωνόταν «αναστημένος».
Σε άλλα χωριά, κυρίως της Καρπασίας, τον Λάζαρο παρίστανε ένα παιδί που το έντυναν με σιμιλλούδκια* (κίτρινα λουλούδια που λέγονται και λάζαροι). Τον «Λάζαρο» τον περιέφερε ομάδα νέων από σπίτι σε σπίτι, κι όταν άρχιζαν να τραγουδούν αυτός έπεφτε στο έδαφος και παρίστανε τον νεκρό. Στο σημείο που ακουγόταν η εντολή «Λάζαρε δεύρο έξελθε», σηκωνόταν. Στα μαρωνίτικα χωριά η ομάδα συνοδευόταν και από δυο νεανίδες που παρίσταναν τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία.
Οι γυναίκες φιλοδωρούσαν τα παιδιά, συνήθως με αυγά, κάποτε με τυριά ή άλλα είδη και σπανιότερα με χρήματα. Σε μερικά χωριά τα παιδιά έδιναν τα αυγά που μάζευαν στον δάσκαλό τους σαν δώρο. Σ’ άλλα, οι γυναίκες απαιτούσαν να πουν τα παιδιά γονατιστά τον Λάζαρο, ή καθήμενα πάνω σε χάλκινη κατσαρόλα (Άγιος Δημήτριος Μαραθάσας), για να γεννούν οι κότες τους αυγά! Σχετικό είναι και το γνωστό ασμάτιο:
Ο Λάζαρος ο δίμιτος [=σαβανωμένος]
ο κοτσ΄ινοπεθύμητος,
ακούσαν τον οι όρνιθες
τζ' εκάτσαν να γεννήσουν
αυκά να κοτσ'ινίσουν
το Πάσκαν να φατσ΄ήσουν.
Είναι φανερό πως στο έθιμο της παραστάσεως του Λαζάρου έχουμε αναπαράσταση του θανάτου και της εγέρσεώς του. Αυτή η «νεκρανάσταση», που τελείται κατά την εποχή της άνοιξης, ανάγεται στις παραστάσεις εκείνες όπου ένας θεός πεθαίνει στην ακμή της νεότητάς του, αλλά αμέσως αναστήνεται και επευφημείται ως χορηγός μιας νέας ζωής, όπως ο Άδωνις* και άλλοι, σε ανάλογες γιορτές της Αρχαιότητος.
Η περιγραφή του εθίμου της νεκραναστάσεως του αγίου Λαζάρου στον ομώνυμο ναό του στη Λάρνακα, μνημονεύεται από τα τέλη του 20ού αιώνα στο βιβλίο του Μ. Ohnefalsch Richter με τίτλο Griechische Sitten und Geubrauche auf Cypern [=Ελληνικά Ήθη και Έθιμα της Κύπρου], Berlin,1912. To έθιμο περιγράφεται ως εξής:
Οι επίτροποι και οι διάκονοι του ναού έντυναν το πιο όμορφο αγόρι της περιοχής, το Λαζαρόπαιδο, με κίτρινες μαργαρίτες που είχαν πλεχθεί ειδικά για τη γιορτή. Ο μητροπολίτης με τους ιερείς και τους πιστούς περίμεναν στο μεγάλο δωμάτιο υποδοχής, τραγουδώντας πένθιμα άσματα με τη συνοδεία πένθιμης μουσικής. Το Λαζαρόπαιδο έπεφτε, στη συνέχεια, σε ένα στρώμα από λουλούδια και φύλλα, τριαντάφυλλα, ανθούς πορτοκαλιάς και ροδιάς, κλαδιά δάφνης, μυρσίνης και φοινικιάς. Ο πρωτοπαπάς διάβαζε το ευαγγέλιο κι όταν έφθανε στη φράση «Λάζαρε δεύρο έξελθε», ύψωνε τη φωνή του όπως αναφέρεται ότι είχε κάμει κι ο Χριστός. Ενώ ακουγόταν αυτή η φράση, οι ιερείς κι οι διάκονοι τοποθετούσαν τον σταυρό στο κεφάλι του παιδιού, το θυμιάτιζαν και το ράντιζαν με κλαδιά μυρσίνης βουτηγμένα σε αγίασμα. Ο υποτιθέμενος νεκρός Λάζαρος τότε «αναστηνόταν». Το Λαζαρόπαιδο σηκωνόταν, οι γυναίκες το ράντιζαν με ροδόσταγμο, το έραιναν με ροδοπέταλα κι έβαζαν στο στόμα του γλυκό, μια γουλιά κρασί και μια μπουκιά ψωμί. Τότε οι φλογέρες, τα βιολιά και τα λαγούτα, μαζί με την εκκλησιαστική χορωδία, άρχιζαν ένα χαρμόσυνο ύμνο τον οποίο τραγουδούσε μαζί και η κοινότητα. Όποιος πλησίαζε, φώναζε δυνατά: «Ο Λάζαρος αναστήθηκε...». Κατόπιν οι Λαρνακιώτες που αποτελούσαν την επιτροπή για τη γιορτή, άρχιζαν να μοιράζουν κόλλυβα, φαγητά, ποτά, γλυκίσματα και ψωμιά. Πρόσφεραν επίσης κουμανταρία (το περίφημο γλυκό κυπριακό κρασί) και ζιβανία (τσίπουρο). Συγχρόνως ράντιζαν τον κόσμο με ροδόσταγμο από ασημένιες μερρέχες (μυροχόες) και θυμιάτιζαν για το βάσκανο μάτι. Έτσι τελείωνε η ιεροτελεστία στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου. Κατόπιν, η επιτροπή για την γιορτή, κι ολόκληρη η «πομπή του Λαζάρου», με αναμμένα κεριά, πήγαιναν μέχρις αργά τη νύκτα στα σπίτια όπου υπήρχαν αυτοσχέδια «στρώματα του Λαζάρου», στολισμένα με λουλούδια και κλαδιά. Στα σπίτια κερνούσαν τους επιτρόπους και τους ιερείς, προσφέροντάς τους γλυκά, ψωμιά, τσιγάρα, χρήματα. Η διαδρομή της λιτανείας αυτής ήταν καθορισμένη.
Κατά το Σάββατο του Λαζάρου δεν επιτρεπόταν το λούσιμο, ιδίως των γυναικών (Πάφος), διότι πίστευαν πως με το λούσιμο θα έπεφταν τα μαλλιά τους.