Σε ένα μεγάλο αριθμό παραλογών παρουσιάζεται κάποιος ήρωας με το όνομα Κωσταντάς. Οι παραλογές αυτές μπορούν, ανάλογα με το θέμα, να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες. Οι κυριότερες κατηγορίες είναι οι ακόλουθες:
Α) Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ, Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ
Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε τα ακόλουθα άσματα:
Τα τραγούδια της κατηγορίας αυτής ανήκουν στον μεγάλο κύκλο των ακριτικών. Η «ατμόσφαιρα», τα ονόματα και τα πρόσωπα θυμίζουν έντονα το ηρωικό κλίμα των ακριτικών, αν και πρωταγωνιστής δεν είναι ο Κωσταντάς αλλά η γυναίκα του. Το θέμα των τραγουδιών αυτών είναι το ακόλουθο: Η γυναίκα του Κωσταντά γνωρίζει ότι ο άντρας της έχει κάπου κάποιαν ερωμένη. Μια νύχτα κατά τη διάρκεια του δείπνου τον μεθά και τον αποκοιμίζει, φορεί τα ρούχα και τα άρματά του, καβαλλικεύει τον μαύρο του και αυτός την οδηγεί στο σπίτι της ερωμένης. Εκείνη μόλις ακούει το «σ΄ισ΄ίνισμα» του αλόγου ετοιμάζεται να τον υποδεχθεί και μόλις «τον» αντικρίζει κάμνει παράπονο ότι άργησε πάλι:
— Είν’ τά ’καμνες, α Κωσταντά, μέσα σ’ αυτήν την ώραν;
Εν σου το είπα μιαν τζ'ιαι δκυο τζ'ιαι τέσσερεις τζ'ιαι δέκα,
πάντα εν’ να ’περαρκείς στην πρώτην σου γεναίκαν;
Εν σου το είπα, Κωσταντά, για να την ησκοτώσης,
να φέρης τζ'ιαι τα ρούχα της έσσω μου να τα χώσης;
(Ξ. Φαρμακίδης, ό.π.π., σσ. 19, στ. 41-46).
Μόλις η γυναίκα ακούει τις προθέσεις της ερωμένης, ανασύρει το σπαθί, την αποκεφαλίζει, καβαλλικεύει τον μαύρο και γυρίζει στο σπίτι της. Ο Κωσταντάς ξυπνά και αναδιηγείται με τα ίδια ακριβώς λόγια όσα προηγήθηκαν, γιατί τα είχε δει στο όνειρό του. Δεν κακίζει τη γυναίκα του αλλά τον μαύρο του που τον πρόδωσε. Τον απειλεί με τιμωρία αλλά ο μαύρος απαντά με ανάλογες απειλές:
- Άτε να πάμεν, Κωσταντά, να με ξεκαλλικώσης˙
να πάμεν εις την αλυτζ΄ήν, άλας να με φορτώσης,
πουκάτω μόδκια είκοσι, πουπάνω μόδκια τριάντα,
ανήφορα, κατηφόρα, πουπάνω καβαλλάρης˙
να σου χτυπούν την κουρτσ΄ουνιάν τζ΄ιαι ν’ ακρογονατίζω,
να σου χτυπούν την σαϊτιάν τζ΄ιαι να σου τ’ αττυμίζω.
(Ακαδημίας Αθηνών, ό.π.π., σσ. 100-101, στ. 116-121).
Ο Κωσταντάς σ’ αυτά τα τραγούδια δεν είναι ο πρωταγωνιστής. Από κάποιες συναισθηματικές και ηθικές αναστολές αναγκάζεται να δεχθεί τα πράγματα όπως τα διαμόρφωσαν ο δόλος, η αποφασιστικότητα και η σκληρότητα της γυναίκας του με τη σύμπραξη του μαύρου του. Πρωταγωνιστής είναι η γυναίκα - αμαζόνα και κατά δεύτερο λόγο ο μαύρος που φαίνεται να δικαιώνει ηθικά την απατημένη σύζυγο.
Β) Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΑ
Ενώ στην προηγούμενη κατηγορία παραλογών ο Κωσταντάς είναι άπιστος και απατά τη γυναίκα του, σ’ αυτή την κατηγορία κύριο γνώρισμα του χαρακτήρα του είναι η αγάπη και η αφοσίωση στη γυναίκα του για την οποία φθάνει στο σημείο να σκοτώσει τη μάνα του. Σ’ αυτή την κατηγορία τραγουδιών μπορούμε να εντάξουμε τα ακόλουθα:
- Άσμα Κωνσταντάκη (Θ.Παπαδόπουλλος, ό.π.π., σσ. 178-182).
- Ο Μικροκωσταντίνος (Ξ. Φαρμακίδης, ό.π.π., σσ. 35-42).
- Η κακή πεθερά, Ακαδ. Αθηνών, ό.π.π., σσ. 351-355.
Ο Κωσταντάς, σ’ αυτά τα τραγούδια μόλις νυμφεύεται φεύγει μακριά, γιατί έχει κάποιο καθήκον να εκτελέσει, και εμπιστεύεται τη γυναίκα του στη μάνα του, που, παρά τις υποσχέσεις της, από κακία ή και ζήλια, βάζει σε φοβερή δοκιμασία τη νύφη της: την κουρεύει, την ντύνει καλόγηρο και την στέλνει στα βουνά για να «χιλιάσει» πρόβατα και γίδια:
Δκιά της πέντε πρόβατα, δκιά της πέντε ’ίδκια,
δκιά της πέντε καυκαλιές τζ'ιαι δεκαχτώ κρομμύδκια.
την σσ'ύλλαν την λαωνιτζ'ήν πέμπει την τ'απισών της.
- Α’ μεσ'ιλιάσης τα σφαχτά, μυριάσης τα κουλούτζ'α,
σ'ιλιάσης τα λαωνικά, στον κόμπον μεν τα φέρης.
(Ακαδ. Αθηνών, ό.π.π., σσ. 352, στ. 26-30).
Η γυναίκα κάμνει μιαν ευχή στον Θεό και γρήγορα χιλιάζουν και τα γίδια και τα πρόβατα και τα σκυλιά και κατεβαίνει στον κάμπο. Ο Κωσταντάς γυρίζοντας από τα ξένα σταματά στον λάκκο, ζητά νερό από τον καλόγηρο, μαθαίνει ότι είναι δικά του όλα αυτά τα κοπάδια αλλά δεν αναγνωρίζει τη γυναίκα του. Πάει στο σπίτι και ρωτά τη μάνα του αλλά αυτή με διάφορα ψέματα τον παραπέμπει στη βρύση, στα ξύλα, στη μάνα της κλπ. και τέλος στον παπά με τη δικαιολογία ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει. Ο παπάς διαψεύδει τη μάνα, και συμβουλεύει τον Κωσταντά να κάμει μια γιορτή μικρή και μια γιορτή μεγάλη, να καλέσει όλους και τον καλόγηρο που βόσκει τα πρόβατα στα βουνά. Πάνω στο γλέντι ο Κωσταντάς παροτρύνει τον καλόγηρο να τραγουδήσει, κι αυτός, μετά τον πρώτο δισταγμό, αρχίζει και διηγείται όλα τα γεγονότα από την ώρα που ο Κωσταντάς νυμφεύθηκε μέχρι τον γυρισμό και την αναζήτηση της γυναίκας του, οπότε εύκολα γίνεται η αναγνώριση και ο Κωσταντάς αποφασίζει σκληρή τιμωρία για τη μάνα του:
- Θέλεις, μάννα μου, άππαρον, να σείζης, να λυΐζης;
Άππαρον θέλεις ή σπαθί, σπαθί στην τζ'εφαλή σου;
- Άππαρον θέλω, γιούλλη μου, να σείζω, να λυΐζω.
Έφεραν δύο άππαρους τζ΄ιαι έβαλάν την πάνω.
(Ακαδ. Αθηνών, ό.π.π., σ. 355, στ. 153-156).
Γ) Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑ ΞΕΝΑ (=ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ)
Στα άσματα αυτής της κατηγορίας υπόκειται η λαϊκή αντίληψη ότι είναι δυνατό να εγερθεί νεκρός από τον τάφο και να παρουσιαστεί στους ζώντες ως βρυκόλακας. Οι παραλογές με θέμα την έγερση του νεκρού αδελφού από τον τάφο είναι διαδεδομένες σ’ όλο τον Ελληνισμό αλλά και στους βαλκανικούς λαούς. Η προέλευση του θέματος είναι προχριστιανική κατά τις απόψεις των Νικ. Πολίτη και Γ.Κ. Σπυριδάκη. Ο πρώτος υποστήριξε ότι ο πυρήνας του νεωτέρου άσματος ευρίσκεται «ἐν τῇ ἐπανόδῳ νεκροῦ ἐραστοῦ εἰς τήν ἐρωμένην» και μάλιστα στον αρχαίο μύθο Αδωνη - Αφροδίτης. Ο Γ.Κ. Σπυριδάκης διετύπωσε τη γνώμη ότι στις παραλογές αυτές διασώζεται ο αρχαίος ελευσινιακός μύθος κατά τον οποίο ο Ερμής επαναφέρει την Περσεφόνη στη μητέρα της μετά την αρπαγή της από τον Πλούτωνα. Άλλοι ερευνητές υποστήριξαν ότι στο άσμα διασώζεται η αγιολογική διήγηση κατά την οποία οι άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος επανέφεραν στη μητέρα την κόρη της που ήταν παντρεμένη και δυστυχισμένη στα ξένα.
Ο Κωσταντάς σ’ αυτά τα τραγούδια καταλύει για λίγες ώρες το νόμο του θανάτου και με τη συγκατάθεση του Άδη επανέρχεται στον πάνω κόσμο για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Δεν είναι όμως άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι. Είναι δύναμη δαιμονική γι’ αυτό φέρνει την καταστροφή: όταν αντιλαμβάνεται τι είχε συμβεί πεθαίνουν αμέσως, είτε μάνα και κόρη είτε μια από τις δυο.
Από τα κυπριακά τραγούδια αναφέρουμε τα ακόλουθα:
Η υπόθεση των παραλογών αυτών είναι η ακόλουθη: Μια μάνα γέννησε πολλούς γιους (7,9, 12 ή 32) και μια κόρη την οποία της ζητούν να την παντρέψει στα ξένα. Η μάνα συγκατατίθεται μόνο ύστερα από τις πιέσεις του Κωσταντά και την υπόσχεσή του ότι σε ώρα ανάγκης θα πάει να της την φέρει. Σε λίγο χρόνο μέσα πεθαίνουν όλα τα παιδιά και η μάνα μόνη και έρημη κλαίει ασταμάτητα:
Απού το κλάμαν το πολλύν ο Άδης εβαρήθην
εγίνην ο Άδης άππαρος, το χώμαν χαλινάριν
τζ'ι έναν κομμάτιν μάρμαρον εγίνην φτερνιστήριν.
Τζ'ιαι νάσου τζ'ιαι τον Κωσταντάν τζ'ι εν’ πάνω καβαλλάρης...
(Μ. Κιτρομηλίδου, ό.π.π., σ. 209, στ. 19-22).
Ο Κωσταντάς πάει στα ξένα, παίρνει την αδελφή του και καβάλλα στο ίδιο άλογο ξεκινούν για το σπίτι της μάνας. Στον δρόμο η αδελφή μυρίζεται λάδι και λιβάνι και ακούει τα πουλιά να τραγουδούν ότι ζωντανός περπατά με πεθαμένο, αλλά τις υποψίες της καθησυχάζει ο αδελφός της. Όταν η κόρη φθάνει στο σπίτι της μάνας της και πληροφορείται ότι ο Κωσταντάς είναι από μέρες ή καιρό στον κάτω κόσμο, πεθαίνει και στις περισσότερες παραλλαγές πεθαίνει αμέσως και η μάνα της.
Δ) Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
Ο Κωσταντάς στις παραλογές δεν είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με καθορισμένα κάποια γενικά χαρακτηριστικά όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στα ακριτικά άσματα. Στην κάθε κατηγορία παραλογών ο Κωσταντάς παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο στερεότυπο χαρακτήρα, που με τα συγκεκριμένα γνωρίσματα, τη στάση και τη δράση του υπηρετεί την εξέλιξη του στερεότυπου μύθου κάθε κατηγορίας τραγουδιών. Τούτο σημαίνει ότι ο Κωσταντάς είναι ένα συμβατικό όνομα για διάφορους σχηματοποιημένους χαρακτήρες, διαμορφωμένους κατά παράδοση ώστε να διαδραματίζουν ένα συγκεκριμένο ρόλο στην κάθε κατηγορία παραλογών. Τούτο φαίνεται και στις τρεις κατηγορίες τραγουδιών που έχουμε εξετάσει, αλλά και στη χρήση του ιδίου ονόματος σε τραγούδια με παραπλήσιο ή και διάφορο θέμα.
Σε μια παραλλαγή που δημοσιεύει η Μ. Κιτρομηλίδου με τίτλο Ο Κωσταντάς τζ΄ι η Μαρουδκιά (ό.π.π., σσ. 202-205) το όνομα Κωσταντάς χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που παρουσιάζεται στα τραγούδια με θέμα την κακή του μάνα. Εδώ ο «Κωσταντάς» αποφασίζει να σκοτώσει τη γυναίκα του ύστερα από παρότρυνση της μάνας του που κατέχεται από ζήλια. Αλλάζει όμως γνώμη την ύστατη στιγμή και το αποτρόπαιο έργο αναλαμβάνει η μάνα που σφάζει τη νύφη, παίρνει το συκώτι, το μαγειρεύει και το παραθέτει γεύμα στον γιο της. Όταν ο Κωσταντάς ανακαλύπτει το έγκλημα, αντί να σκοτώσει τη μάνα του, τραβά το μαχαίρι του και αυτοκτονεί:
- Άμε τζ'ιαι συ, ψυχούλλα μου, στην αγαπητιτζ'ήν μου˙
σαν κλαίει εσέν η μάνα σου να κλάψει τζ'ι η διτζ'ή μου.
(Μ. Κιτρομηλίδου, ό.π.π., σ. 204, στ. 103-4).
Σε μια παραλογή που δημοσίευσε ο Θεόδ. Παπαδόπουλλος από τη συλλογή Γ. Λουκά και έχει τον τίτλο Τραγούδιν του Κωσταντά (Δημώδη Κυπριακά Άσματα..., 1975, σσ. 189-190), ο Κωσταντάς παίρνει τη θέση του Μωρόγιαννου*, που είναι γνωστός μωρός και πλανημένος, σε μεγάλο αριθμό παραλογών. Αυτός ο χαρακτήρας δεν έχει τίποτε κοινό με τον Κωσταντά που αναφέρεται στις άλλες παραλογές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κωνσταντίνο, τον χαρακτήρα που παρουσιάζεται σε ένα άλλο άσμα που δημοσίευσε ο Αθαν. Σακελλάριος με τίτλο Άσμα του Κωνσταντίνου (Κυπριακά, Τόμ. Β΄, σσ. 52-55) και έχει θέμα του μια μεσαιωνική ρομαντική ιστορία.
Συμπερασματικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το όνομα Κωσταντάς με τις διάφορες παραλλαγές του είναι ένα προσφιλές και πολύ κοινό όνομα στα κυπριακά δημοτικά άσματα που χρησιμοποιείται για να ονομάσει διάφορους ήρωες και χαρακτήρες, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, τον άπιστο στη γυναίκα του ακρίτα και τον πιστό αφοσιωμένο σύζυγο, τον πιστό νεκρό αδελφό και τον μωρό πλανημένο ήρωα, τον ρομαντικό ερωμένο και άλλους.