Κύριλλος Β' -Παπαδόπουλος ο από Κιτίου

Image

Γνωστός και ως Κυριλλάτσος, αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1909 μέχρι το 1916. Ο Κύριλλος Β', πριν ανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, υπήρξε μητροπολίτης Κιτίου από το 1893 μέχρι το 1909. Πιο πριν, διετέλεσε μητροπολίτης Κυρηνείας από το 1889 μέχρι το 1893.

 

Γεννήθηκε στο χωριό Πρόδρομος της επαρχίας Λεμεσού το 1845 και πέθανε το 1916. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος. Με βοήθεια της Αρχιεπισκοπής φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας από το 1860 έως το 1866 και σπούδασε στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, απ' όπου κι αποφοίτησε το 1872. Τον επόμενο χρόνο, 1873, επέστρεψε στην Κύπρο και χειροτονήθηκε διάκονος. Εργάστηκε ως καθηγητής στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας, κι ως ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής. Το 1889 ο τότε επίσκοπος Κυρηνείας Χρύσανθος μεταπήδησε στον κενωθέντα θρόνο της επισκοπής Κιτίου (επειδή η επισκοπή Κιτίου ήταν μεγαλύτερη αλλά και ιεραρχικά ανώτερη εκείνης της Κυρηνείας), και στον κενό θρόνο της επισκοπής Κυρηνείας εξελέγη ο Κύριλλος Παπαδόπουλος. Η Κερύνεια ήταν τότε, κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής, μια μικρή και ασήμαντη πόλη που προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί και να ξαναρχίσει μια πορεία προς την πρόοδο, ύστερα από τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας κατά την οποία τόσο η πόλη όσο και η επαρχία και γενικότερα η Κύπρος, είχαν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους εξαθλιώσεως.

 

Στον θρόνο της επισκοπής Κερύνειας ο Κύριλλος παρέμεινε μόνο για τέσσερα χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1893. Τότε, μετά τον θάνατο του επισκόπου Κιτίου (και πρώην Κυρηνείας) Χρύσανθου, κι ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Κύριλλος μεταπήδησε κι αυτός στον θρόνο της επισκοπής Κιτίου. Διάδοχός του στον θρόνο της επισκοπής Κερύνειας ήταν ο Κύριλλος Βασιλείου, ο κατοπινός αντίπαλός του στη διαμάχη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και διάδοχός του στον θρόνο αυτό ως αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄.

 

Στο μεταξύ ο Κύριλλος Β', πριν ακόμη γίνει αρχιεπίσκοπος αλλά ως μητροπολίτης Κερύνειας και αργότερα Κιτίου, πολιτεύθηκε παράλληλα προς το αρχιερατικό του αξίωμα, από το 1889. Διετέλεσε μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, δηλαδή βουλευτής, κατορθώνοντας να εκλεγεί για πέντε συνεχείς περιόδους: Το 1889-1891, το 1891-1896, το 1896-1901, το 1901-1906 και το 1906-1911. Κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας του, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1909.

 

Της εκλογής του όμως ως αρχιεπισκόπου προηγήθηκε μια σοβαρότατη εκκλησιαστική κρίση που δίχασε την Εκκλησία και τον λαό για 10 περίπου χρόνια. Η κρίση αυτή παρέμεινε γνωστή στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου ως το αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Η διαμάχη αυτή, αρχικά καθαρά εκκλησιαστική, προσέλαβε ύστερα και ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.

 

Το αρχιεπισκοπικό ζήτημα άρχισε ως διαμάχη για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Το 1899 πέθανε ο μητροπολίτης Πάφου Επιφάνιος και το 1900 (χωρίς στο μεταξύ να εκλεγεί άλλος μητροπολίτης Πάφου) πέθανε και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος, δεσπόζουσα φυσιογνωμία της πρώτης εικοσαετίας της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Μετά τους δυο αυτούς θανάτους, η Κυπριακή Εκκλησία παρέμεινε με δυο μόνο ιεράρχες: Τον Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο (Κυριλλάτσο) και τον Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου (Κυριλλούδιν). Και οι δυο προβλήθηκαν ως υποψήφιοι για το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Η έλλειψη πλήρους εκκλησιαστικής ιεραρχίας που ν' αποτελεί σύνοδο και η μη ύπαρξη θεσμοποιημένων μεθόδων   γύρω   από   τη  διαδικασία εκλογής αρχιεπισκόπου, οδήγησαν πολύ γρήγορα τα πράγματα σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα να προκληθεί οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ των δυο υποψηφίων Κυρίλλων. Ο ίδιος ο λαός χωρίστηκε σε κιτιακούς (=οπαδούς του Κιτίου Κυρίλλου) και σε κυρηναϊκούς(=οπαδούς του Κυρηνείας Κυρίλλου). Η διαμάχη ήταν όχι μόνο μακρόχρονη αλλά και ιδιαίτερα οξεία γιατί είχε κι άλλες προεκτάσεις. Ο κάθε ένας από τους δυο Κυρίλλους εξέφραζε και μια δική του γραμμή πάνω στο εθνικό θέμα της Κύπρου. Κι όπως ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου καθίστατο αμέσως με την εκλογή του και εθνάρχης, πολιτικός δηλαδή αρχηγός των Ελλήνων της Κύπρου, στη διαμάχη μεταξύ των δυο Κυρίλλων ετίθετο πλατιά και ζήτημα ακολουθητέας πορείας στο Κυπριακό πρόβλημα. Ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος, μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, ήταν ο εκφραστής του αδιάλλακτου ενωτικού αιτήματος και της συνεχούς και ασυμβίβαστης πίεσης προς τους Βρετανούς, με στόχο την άμεση επίτευξη της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντίθετα, ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος εκπροσωπούσε εκείνη τη μερίδα του λαού που υποστήριζε μετριοπαθή πολιτική έναντι των Βρετανών, με την τοποθέτηση του ιδανικού της ενώσεως ως μακροπρόθεσμου στόχου που θα επιδιωκόταν σταδιακά. Ακόμη, το αρχιεπισκοπικό ζήτημα είχε και μια τρίτη πτυχή, την κοινωνική. Κι αυτό γιατί ο Κιτίου Κύριλλος υποστηριζόταν κυρίως από τα λαϊκά στρώματα και από τη σχετικά «προοδευτική» μερίδα των αστών που πίστευε στον εθνικισμό ως ιστορική ανάγκη, ενώ ο Κυρηνείας Κύριλλος υποστηριζόταν κυρίως από την αστική τάξη που δεν ήταν τόσο πολυπληθής αλλά ήταν η άρχουσα τάξη σε πολλές εκφάνσεις της κυπριακής ζωής. Οι Βρετανοί, επίσημα τουλάχιστον, δεν πήραν ενεργό μέρος στη διαμάχη που κράτησε μια δεκαετία. Είναι όμως φανερό ότι η παράταση της κρίσης μεταξύ των ιδίων των Ελλήνων της Κύπρου τους ευνοούσε.

 

Στο πλαίσιο της οξείας αυτής διαμάχης, ο Κιτίου Κύριλλος κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων και ως μασώνος, με κύριο κατήγορό του τον Κύρο Ιωαννίδη (γενάρχη της οικογενείας Κύρου, της εφημερίδας Εστία των Αθηνών), Κύριος υποστηρικτής του Κιτίου Κυρίλλου ήταν ο φλογερός Νικόλαος Καταλάνος, που ανέλαβε και την υπεράσπιση της μασωνίας.

 

Οι υποστηρικτές των δυο Κυρίλλων, οι κιτιακοί και οι κυρηνειακοί, παρέμειναν γνωστοί και με τους χαρακτηρισμούς αδιάλλακτοι και διαλλακτικοί αντιστοίχως, εξαιτίας της πολιτικής γραμμής που η κάθε μερίδα ενσάρκωνε.  Έτσι, στο πλαίσιο της διαμάχης των δυο Κυρίλλων διαμορφώθηκαν στην ουσία δυο αντίθετες κομματικές παρατάξεις. Η μερίδα των διαλλακτικών - κυρηνειακών απετελείτο βασικά από το ισχυρό κόμμα του πολιτευτή και δημάρχου Λευκωσίας Αχιλλέα Λιασίδη, ενώ την μερίδα των αδιαλλάκτων - κιτιακών υποστήριζε η παράταξη του πολιτευτή Θεοφάνη Θεοδότου, ενισχυμένη από τον φανατικό εχθρό του Λιασίδη, τον Νικόλαο Καταλάνο. Οι χαρακτηρισμοί αδιάλλακτοι και διαλλακτικοί ήσαν, ωστόσο, παλαιότεροι. Χρονολογούνταν από το 1896, οπότε είχαν σημειωθεί και οι πρώτες σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου. Μερικοί από τους βουλευτές (της παρατάξεως του Αχιλλέα Λιασίδη και του Πασχάλη Κωνσταντινίδη) είχαν χαρακτηρισθεί από τότε διαλλακτικοί, από τον εχθρικό προς την πολιτική τους Τύπο, δηλαδή φιλοκυβερνητικοί ή, έστω, ανεχόμενοι τους Βρετανούς και τηρώντας ήπια στάση έναντί τους. Κατ’ ακολουθίαν, οι λοιποί  Έλληνες βουλευτές χαρακτηρίστηκαν αδιάλλακτοι. Της μερίδας των αδιαλλάκτων βουλευτών ηγείτο από τότε στο Νομοθετικό Συμβούλιο ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος.

 

Το ζήτημα της μασωνίας πήρε τεράστιες διαστάσεις όταν ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος κατηγορήθηκε ως μασώνος, με αποτέλεσμα να εναγάγει τον κατήγορό του Κύρο Ιωαννίδη για δυσφήμηση. Η δίκη έγινε στο Τρίκωμο τον Αύγουστο του 1900 κι ο Ιωαννίδης βρέθηκε ένοχος. Η λέξη «μασώνος», αποφάσισε ο Άγγλος δικαστής, είναι δυσφημητική για ένα μητροπολίτη γιατί το μεγαλύτερο μέρος του λαού της Κύπρου πιστεύει ότι ο μασωνισμός είναι αντιθρησκευτικός.

 

Αλλά και οι οπαδοί του Κιτίου Κυρίλλου δεν απέφυγαν τις παρεκτροπές. Κατηγορούσαν τον αντίπαλό του Κύριλλο Κυρηνείας ως μακρακιστή, οπαδό δηλαδή του Έλληνα θεολόγου Απόστολου Μακράκη που είχε δημιουργήσει πραγματικό σάλο στην Ελλάδα με τις νέες θεολογικές θεωρίες του για το «τρισύνθετο» του ανθρώπου (σώμα - πνεύμα - ψυχή) αντί του «δισύνθετου» (πνεύμα - ψυχή) που παραδεχόταν η Εκκλησία και για άλλα παρόμοια για τα οποία κι είχε καταδικαστεί ως αιρετικός.

 

Η διαμάχη των δυο Κυρίλλιον και των υποστηρικτών τους διήλθε από πολλά στάδια και στο όλο ζήτημα αναμείχθηκαν και τα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας (βλέπε λεπτομερέστερα στο βιβλίο του Γ.Σ. Φραγκούδη Ἡ  ἱστορία τοῦ  Ἀρχιεπισκοπικοῦ   Ζητήματος Κύπρου, Αλεξάνδρεια, 1912).

 

Το 1907 ο τότε κυβερνήτης Χάρμαν προώθησε στο Νομοθετικό Συμβούλιο ένα νομοσχέδιο «Περί της εκλογής Αρχιεπισκόπου», του οποίου την ετοιμασία είχε αναθέσει στον «λευκό πολιτευτή» Ιωάννη Κυριακίδη. Ο Κυρηνείας Κύριλλος κατάγγειλε το νομοσχέδιο αυτό προς το οποίο αντέδρασε και ο οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ. Τον Ιούνιο του ιδίου χρόνου ήλθαν στην Κύπρο ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος και ο αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων Μελέτιος Μεταξάκης, καθώς κι ο μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος, προκειμένου να συμβάλουν στην επίλυση της κρίσης, όμως τελικά βρέθηκαν κι αυτοί αναμεμειγμένοι σ' αυτήν, υποστηρίζοντας ο μεν Φώτιος τον Κιτίου Κύριλλο, ο δε Βασίλειος τον Κυρηνείας Κύριλλο.

 

Τον Φεβρουάριο του 1908 το οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως πήρε την αψυχολόγητη απόφαση (ύστερα από διαβουλεύσεις και με τους Βρετανούς) να εκλέξει εκείνο τον νέο αρχιεπίσκοπο Κύπρου, κι εξέλεξε τον Κυρηνείας Κύριλλο. Η αντίδραση των οπαδών του Κιτίου Κυρίλλου ήταν άμεση και αποφασιστική, ενώ οι κυρηνειακοί πανηγύριζαν. Μεγάλα πλήθη κιτιακών συνέρρευσαν στη Λευκωσία με ελληνικές σημαίες και συνθήματα, κι απειλήθηκαν σοβαρότατα επεισόδια. Οι κυρηνειακοί είχαν στο μεταξύ καταλάβει την Αρχιεπισκοπή, στην οποία βρίσκονταν τόσο ο Κιτίου Κύριλλος όσο κι ο Κυρηνείας Κύριλλος, κι απαιτούσαν να προχωρήσει η διαδικασία ενθρονίσεως. Οι βρετανικές αρχές, για να προλάβουν την αιματοχυσία, εκκένωσαν την Αρχιεπισκοπή και μετέφεραν τους δυο μητροπολίτες στο αρμοστείο. Φοβούμενος, εξάλλου, την αιματοχυσία, ο Κυρηνείας Κύριλλος ανακοίνωσε ότι δεν αποδεχόταν την εκλογή του γιατί δεν ήθελε, όπως είπε, να βαδίσει επί πτωμάτων. Οι συγκρούσεις και ο πετροπόλεμος δεν αποφεύχθηκαν όμως, κι ο ύπατος αρμοστής κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο.

 

Μετά απ' αυτά, επισπεύσθηκε η ψήφιση του νόμου για εκλογή αρχιεπισκόπου, που εγκρίθηκε από το Νομοθετικό Συμβούλιο (στο οποίο τη συντριπτική πλειοψηφία από τα 9 μέλη των Ελλήνων αποτελούσαν οπαδοί του Κιτίου Κυρίλλου) στις 22 Απριλίου 1908. Κατέστη στη συνέχεια δυνατό να διεξαχθούν εκλογές προς ανάδειξη γενικών αντιπροσώπων. Οι εκλογές διεξήχθησαν χωρίς σοβαρά επεισόδια. Και στις 8 Απριλίου 1909 συγκεντρώθηκαν οι εκλεγέντες γενικοί αντιπρόσωποι (60 τον αριθμό) στο μέγα συνοδικό της Αρχιεπισκοπής, κι εξέλεξαν ως αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον Κιτίου Κύριλλο. Η τελική όμως συμφιλίωση των δυο Κυρίλλων επήλθε τον Φεβρουάριο του 1910, ύστερα από επέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης. Στον χαμένο των εκλογών μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο απενεμήθη ο τίτλος του «μακαριωτάτου προέδρου Κυρηνείας». Έμελλε όμως κι αυτός ν' ανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, ως Κύριλλος Γ', μετά τον θάνατο του μεγάλου αντιπάλου του το 1916.

 

Μετά την επίλυση της μακροχρόνιας αυτής διαφοράς, πληρώθηκαν και ο χηρεύων από το 1899 θρόνος της επισκοπής Πάφου, καθώς και ο θρόνος Κιτίου που κενώθηκε μετά την εκλογή του Κυρίλλου ως αρχιεπισκόπου. Εξελέγησαν δυο «εξωκλιματικοί», σε μια προσπάθεια τελικής εξάλειψης των παθών της δεκαετίας. Στον θρόνο Πάφου εξελέγη ο αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Αλεξανδρείας Ιάκωβος Αντζουλάτος στον δε θρόνο Κιτίου εξελέγη ο αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων (και μετέπειτα πατριάρχης) Μελέτιος Μεταξάκης*.

 

Επί αρχιεπισκοπείας του Κυρίλλου Β' εξερράγησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, στους οποίους πήραν μέρος και αρκετοί Έλληνες Κύπριοι εθελοντές, παρά την προκήρυξη του Βρετανού ύπατου αρμοστή με την οποία τόνιζε ότι η Κύπρος ήταν ουδέτερη, και παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων. Η κίνηση για μετάβαση Κυπρίων εθελοντών που θα πολεμούσαν ενισχύοντας τις τάξεις του ελληνικού στρατού, ξεκίνησε από την Αρχιεπισκοπή κι αυτής ηγήθηκε ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Μυριανθεύς, ο μετέπειτα επίσκοπος Κυρηνείας και αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β'. Κατετάγησαν επίσης ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης, ο βουλευτής και δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος (που έπεσε μαχόμενος στο Μπιζάνι στις 6 Δεκεμβρίου 1912) και πολλοί άλλοι.

 

Ακολούθησε ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, που άρχισε το 1914, στον οποίο και πάλι πήραν μέρος χιλιάδες Κύπριοι εθελοντές. Το 1914, και επειδή η Τουρκία ετάχθη με το μέρος της Γερμανίας και κατά της Αγγλίας, η τελευταία προχώρησε στην πλήρη προσάρτηση της Κύπρου. Για το γεγονός αυτό ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β' απέστειλε εκτενές έγγραφο προς τον τότε ύπατο αρμοστή σερ Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς, με το οποίο εξέφραζε συμπάθεια και τιμή εκ μέρους του κυπριακού λαού και της Εκκλησίας για τον αγώνα πολιτισμού που διεξαγόταν υπό την ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας, εξέφραζε ικανοποίηση για τη μεταβολή στο πολιτικό καθεστώς της Κύπρου, που το θεωρούσε ως τελειωτική απαλλαγή της από την τουρκική κυριαρχία (υπενθυμίζεται εδώ ότι η Κύπρος είχε παραχωρηθεί από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878 για να κατέχεται από τη δεύτερη, αλλά εξακολουθούσε μέχρι το 1914 να θεωρείται ως τμήμα της πρώτης) και τόνιζε ότι θεωρούσε το νέο πολιτικό καθεστώς ως προσωρινό σταθμό στην πορεία προς το οριστικό τέρμα που ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

 

Η επιστολή αυτή του αρχιεπισκόπου προς τον ύπατο αρμοστή δεν έτυχε, ωστόσο, της καθολικής υποστηρίξεως των Ελλήνων της Κύπρου, μια μερίδα των οποίων διαφώνησε, υποστηρίζοντας ότι ο αρχιεπίσκοπος έπρεπε να είχε, αντίθετα, διαμαρτυρηθεί έντονα και υπογραμμίσει ότι δεν ήταν δυνατό να λαμβάνονται αποφάσεις για την τύχη της Κύπρου ερήμην του κυπριακού λαού.

 

Επίσης, επί ημερών του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β' έγινε και η γνωστή προσφορά της Κύπρου προς την Ελλάδα, με αντάλλαγμα την ελληνική συμμετοχή στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Η προσφορά αυτή απερρίφθη από την ελληνική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη. Όταν λίγο αργότερα η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, η αγγλική προσφορά είχε πλέον αποσυρθεί (βλέπε και λήμμα Βενιζέλος Ελευθέριος). Στην Κύπρο, η είδηση της αγγλικής προσφοράς προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. Ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β' και οι Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού συνεδρίασαν στην Αρχιεπισκοπή και ζήτησαν να συναντηθούν με τον ύπατο αρμοστή Κλώσον. Στη συνάντηση ο Κλώσον τους ανακοίνωσε ότι η αγγλική προσφορά απερρίφθη από την ελληνική κυβέρνηση.

 

Τέλος, αξίζει ν' αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των δυο Κυρίλλων, και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1907, επεσκέφθη την Κύπρο ο Ουίνστον Τσέρτσιλ, νέος τότε (33 χρόνων) πολιτικός, υφυπουργός των Αποικιών, καθ' οδόν προς την Νότιο Αφρική. Έφθασε με πλοίο στην Αμμόχωστο, όπου οι Κύπριοι τον υποδέχθηκαν με ελληνικές σημαίες. Από την Αμμόχωστο ήλθε σιδηροδρομικώς στη Λευκωσία όπου τον υποδέχθηκαν ο Κιτίου Κύριλλος, οι λοιποί   Έλληνες βουλευτές και πλήθος κόσμου με ελληνικές σημαίες κι ενωτικά συνθήματα. Την επομένη ο Τσέρτσιλ δέχθηκε χωριστά τους Τούρκους και τους Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού. Οι πρώτοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις ενωτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων, κι οι δεύτεροι επανέλαβαν τον ενωτικό τους στόχο. Ο  Άγγλος πολιτικός δήλωσε προς τον Κιτίου Κύριλλο και τους άλλους Έλληνες βουλευτές το γνωστό ότι «θεωρεί πολύ φυσικό» το αίτημα της ενώσεως.

 

Ο Τσέρτσιλ επεσκέφθη ύστερα την Κερύνεια και τη Λάρνακα. Στη Λάρνακα τον προσφώνησε ο μητροπολίτης Κύριλλος, που υπέβαλε κι αιτήματα. Απαντώντας, ο Τσέρτσιλ υπεσχέθη βελτίωση του λιμανιού της Λάρνακας και ένωση της πόλης με το σιδηροδρομικό δίκτυο Λευκωσίας - Αμμοχώστου. Και στη Λάρνακα επανέλαβε ότι «θεωρούσε φυσικό» τον ενωτικό πόθο των Ελλήνων της Κύπρου. Από τη Λάρνακα ο Άγγλος πολιτικός πήγε στη Λεμεσό (εκεί τον προσφώνησε ο δήμαρχος Χριστόδουλος Σώζος) κι αναχώρησε για την Αφρική (Λεπτομέρειες βλέπε στο λήμμα Τσέρτσιλ Ουίνστον). Ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β' πέθανε στις 6 Ιουλίου 1916, ενώ παραθέριζε στον Άγιο Δημήτριο της Μαραθάσας. Ετάφη στη γενέτειρά του, το χωριό Πρόδρομος. Διάδοχός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο εξελέγη ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος, ως αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ'.