Ο Κυπριανός συνήθιζε να πηγαίνει πολύ συχνά για να λειτουργεί και κηρύττει τον θείο λόγο στα χωριά των διαφόρων διαμερισμάτων της επαρχίας του. Τουλάχιστον το μισό του χρόνο τον διέθετε στις περιοδείες αυτές. Οι επισκέψεις του τον έφερναν σε άμεση επαφή με το ποίμνιό του, του οποίου γνώριζε από προσωπική πείρα τα προβλήματα και τις ανάγκες.
Με τα γοητευτικά του κηρύγματα, με τις συμβουλές του για όλα τα θέματα είτε επρόκειτο για γεωργικά ζητήματα — για το πώς φυτεύονται ορισμένα φυτά, πώς καλλιεργούνται, πώς θεραπεύονται ορισμένες φυτικές ασθένειες, ακόμη και για την αναζήτηση νέων γεωργικών εργαλείων στο εξωτερικό με σκοπό να τα προμηθεύσει στους γεωργούς της επαρχίας του — είτε επρόκειτο για θέματα οικογενειακά ή κοινοτικά ή κοινωνικά ή πολιτικά ή εθνικά, ο Κυπριανός εξασκούσε μια αδιαφιλονίκητη επιρροή πάνω στους κατοίκους των χωριών. Δεν δίσταζε να κατεβαίνει στο απλό επίπεδο του λαού για να τον νουθετήσει και να του συμπαρασταθεί και επί πλέον να διεκδικήσει και με την αρχιερατική του ιδιότητα και με τη βουλευτική του ιδιότητα από το 1883 τη βελτίωση της πνευματικής, κοινωνικής και οικονομικής του θέσης. Αντιλαμβανόταν όσο κανείς τη νοοτροπία και τη ψυχοσύνθεση του λαού και μιλούσε απλά και κατανοητά προς το λαό.
Ο Κυπριανός δεν ενδιαφερόταν μόνο για την υλική ευημερία, αλλά και για την πνευματική και κοινωνική ανέλιξη του ποιμνίου του. Ενίσχυε οικονομικά υφιστάμενα σχολεία και ίδρυε άλλα στα χωριά. Σε μια μόνο περιοδεία του τον Νοέμβριο του 1879 στα χωριά της Λεμεσού, ίδρυσε τρία αλληλοδιδακτικά σχολεία, ένα στον Άγιο Ιωάννη Αγρού, ένα στην Επταγώνια και ένα για τα χωριά Κλωνάρι και Κελλάκι. Όταν δεν βρισκόταν σε περιοδεία, μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στη Λάρνακα και τη Λεμεσό, και κατά τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, που ήταν βουλευτής, και στη Λευκωσία για όση περίοδο συνεδρίαζε το Νομοθετικό Συμβούλιο, συνήθως την άνοιξη. Στη Λάρνακα και τη Λεμεσό παρακολουθούσε την πρόοδο των σχολείων, παρευρισκόμενος, όπως συνηθιζόταν τότε, στις δημόσιες εξετάσεις στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, και σε άλλες ευκαιρίες, όπως για παράδειγμα στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Έκαμνε επίσης ομιλίες στη λέσχη «Ισότης», που ίδρυσε ο ίδιος στη Λεμεσό το 1872 ή 1873 και στο αναγνωστήριο της Λάρνακας «Ζήνων ὁ Κιτιεύς». Στη Λάρνακα, εξάλλου, είχεν ιδρύσει Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών, ενώ στη Λεμεσό «πολλά φιλόμουσα καί φιλάνθρωπα ἔργα τῇ πρωτοβουλίᾳ του ἐτελέσθησαν» (Νέον Κίτιον, 37, 9/21.2.1880).
Ο Κυπριανός δεν έβλεπε τον ρόλο του σχετικά με τη θρησκευτική του αποστολή να εξαντλείται ως εδώ. Πίστευε ότι επιβαλλόταν να γίνουν μερικές τυπικές μεταρρυθμίσεις στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, που θα είχαν σαν αποτέλεσμα την επιστροφή των σιγά - σιγά απομακρυνομένων πιστών στους κόλπους της και την ενίσχυσή της. Τις απόψεις του εξέθεσε σε επιστολή του ημερομηνίας 13/25.8.1886 στον αρχιεπίσκοπο Ζακύνθου και εκδότη της αθηναϊκής θρησκευτικής εφημερίδας Σιών Διονύσιο. Ο Διονύσιος απάντησε στον Κυπριανό λέγοντάς του ότι συμφωνούσε με τις απόψεις του. Τέσσερις μήνες όμως αργότερα ο Κυπριανός πέθανε, ο δε Διονύσιος αποφάσισε να δημοσιεύσει και τις δυο επιστολές στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας του κατά το έβδομο έτος της έκδοσής της, (αρ. 289 και ημερομηνίας 7/19.1.1887), επειδή οι επιστολές εκείνες μπορούσαν να θεωρηθούν σαν το νέο πρόγραμμα που από την αρχή της έκδοσής της προωθούσε η εφημερίδα του. Η Ἀλήθεια (312 και 313, 24 και 31.2.1887) αναδημοσίευσε και τις δυο επιστολές.
Ο Κυπριανός εισηγείτο, για να επανέλθουν οι πιστοί στις εκκλησίες, ότι έπρεπε να βελτιωθεί η θέση των ιερέων και ψαλτών με την παροχή της κατάλληλης εκπαίδευσης και μισθοδοσίας και με την κατάργηση της αγαμίας των ιερέων, να συντομευτούν οι μακρές ακολουθίες, να μειωθούν οι νηστείες και να ελαττωθεί ο μεγάλος αριθμός των εορτών. Κάθε μια από τις εισηγήσεις του την υποστήριζε με λογικά επιχειρήματα και με τις παρατηρήσεις του από την καθημερινή πρακτική, άφηνε δε την υποστήριξη των απόψεών του αυτών με επιχειρήματα που θα αντλούνταν από τα ιερά βιβλία στον Διονύσιο. Τα επιχειρήματα αυτά θα συνέβαλλαν στην «άνευ σκανδάλου» εισαγωγή της μεταρρύθμισης αυτής και θα ησύχαζαν τις θρησκευτικές συνειδήσεις του λαού. Ο Κυπριανός αντιλαμβανόταν πλήρως, ότι πολλοί θα διαφωνούσαν μαζί του. Το ίδιο πίστευε και ο Διονύσιος. Πίστευαν όμως και οι δυο ότι χρειαζόταν προσπάθεια για να πεισθούν οι ιεράρχες τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, να συγκαλέσουν μια σύνοδο, η οποία να συζητήσει και αποφασίσει για τις αλλαγές αυτές.
Ο Κυπριανός, όπως και σε άλλα ζητήματα, είχε αρκετά προοδευτικές για την εποχή του αντιλήψεις. Είχε βαθιά συναίσθηση της αποστολής του και μια πλατειά αντίληψη για το θείο. Στην ομιλία του που έκαμε το 1883 στη λέσχη «Ισότητα» της Λεμεσού, και που αναφέρθηκε πιο πάνω, κατέληξε με τα ακόλουθα ωραία λόγια: « Ὡς πρός τάς θρησκευτικάς ἰδέας αἰσθανόμεθα ἐν ἡμῖν μείζονος εὐρύτητα πνεύματος ἤ ὅτι δύναται νά καλύπτῃ ἕν οἱονδήποτε ράσον. Ἔχομεν ἀναπεπταμένην τήν διάνοιαν ἡμῶν ἐπί τόν ἀπέραντον οὐρανόν καί εὑρίσκομεν πολύ στενῶς λατρευομένην τήν θεότητα ἐν τοῖς διαφόροις δόγμασιν» (Φ. Ζαννέτου, μν. έ., σ. 384).