Κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, η κατάργηση του θεσμού της βασιλείας οδήγησε στην εγκαθίδρυση άλλου, αρκετά δημοκρατικού, θεσμού. Όλες οι κυπριακές πόλεις εντάχθηκαν στο Κοινόν Κυπρίων, σχηματίζοντας έτσι ένα είδος ομοσπονδίας με αρκετά στοιχεία ενός ενοποιημένου κράτους, υποτελούς όμως στο βασίλειο των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, που είχαν πρωτεύουσά τους την Αλεξάνδρεια. Ο θεσμός του Κοινού Κυπρίων διατηρήθηκε και κατά την ακολουθήσασα Ρωμαϊκή περίοδο.
Η κάθε πόλη, ωστόσο, και φυσικά και το Κούριον, διατήρησε ως ένα μεγάλο βαθμό την αυτονομία της, υπό μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Εγκαθιδρύθηκαν, σε κάθε πόλη, οι θεσμοί της Βουλής (=συμβουλίου) και του Δήμου (=λαϊκής συνέλευσης). Τα σώματα αυτά, που εξέφραζαν τη λαϊκή θέληση, ασκούσαν ταυτόχρονα αυστηρό έλεγχο στο όλο διοικητικό και πολιτικό πτολεμαϊκό σύστημα που εκπροσωπείτο στην Κύπρο από διοικητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο στρατηγός (=κυβερνήτης του νησιού) με έδρα την Πάφο. Η Πάφος έγινε μητρόπολις (πρωτεύουσα) της Κύπρου στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα και διατήρησε τον τίτλο αυτό και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε το νησί εκυβερνάτο από ανθυπάτους (proconsul).
Κατά τα Ελληνιστικά χρόνια εδόθη έμφαση στις τέχνες, στα γράμματα, στον αθλητισμό και στη λατρεία των ελληνικών θεοτήτων. Στο Κούριον εξακολουθούσε να ακμάζει η λατρεία του Απόλλωνος, ταυτόχρονα δε ανεγέρθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, όπως θέατρο, γυμνάσιον, ένα ελληνιστικό οικοδόμημα που έχει έλθει στο φως κατά τη διάρκεια σχετικά ανασκαφών, κ.α. Λαμπρά οικοδομήματα κτίστηκαν και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, όπως το θέατρο που σώζεται σήμερα, το μεγάλο Νυμφαίον που αποκαλύφθηκε πρόσφατα, η αγορά, η «Οικία των Μονομάχων» κλπ. Αρκετά άλλα αρχαία ερείπια, τόσο ελληνιστικά όσο και ρωμαϊκά, θα πρέπει ασφαλώς να βρίσκονται στην περιοχή του σημερινού αρχαιολογικού χώρου, όπου οι ανασκαφές συνεχίζονται.
Όπως και άλλες πόλεις της Κύπρου, έτσι και το Κούριον επλήγη από καταστροφικούς σεισμούς που χτύπησαν επανειλημμένα την πόλη τόσο τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όσο και το δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα οπότε φαίνεται ότι ήσαν οι ισχυρότεροι και καταστροφικότεροι.
Παρά το ότι δημόσια κτίρια όπως το γυμνάσιον δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί από την αρχαιολογική σκαπάνη στον χώρο του Κουρίου, γνωρίζουμε ωστόσο ότι υφίσταντο από επιγραφές που έχουν βρεθεί και αναφέρονται σε γυμνασιάρχους, σε κολλήγιον τῶν ἀπό Γυμνασίου Κουρίου (που πρέπει να ήταν ένα είδος συλλόγου εφήβων του γυμνασίου της πόλης) κλπ. Από επιγραφές γνωρίζουμε και διάφορες ασχολίες των κατοίκων του Κουρίου. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, κάποιον Μητρόδωρο που ήταν τραπεζίτης, έναν ἐλεφαντοθήρα (=κυνηγό ελεφάντων!), τον Αρίστωνα Τιμοδώρου, έναν οἰκοδόμον (κτίστη ή αρχιτέκτονα), τον Θέωνα, έναν μαντίαρχον, τον Ραισιδάτιον κ.α. Από επιγραφές γνωρίζουμε επίσης ότι κατά τα Ελληνιστικά χρόνια είχαν λατρευθεί και στο Κούριον διάφοροι Πτολεμαίοι βασιλείς καθώς και βασίλισσες, που είχαν θεοποιηθεί.
Φαίνεται ότι οι σχέσεις της πόλης του Κουρίου με το Άργος της Πελοποννήσου είχαν αναθερμανθεί κατά τα Ελληνιστικά χρόνια (όπως εγράφη ήδη πιο πάνω, οι Κουριείς θεωρούσαν τους εαυτούς των απογόνους Αργείων αποίκων). Σημαντική είναι μια επιγραφή του 2ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στο Άργος της Πελοποννήσου και αναφέρεται σε συνεισφορές πόλεων της Κύπρου, πιθανότατα για κάλυψη εξόδων προς τέλεση των Ηραίων (=αγώνων προς τιμήν της θεάς Ήρας). Στην επιγραφή αναγράφονται οι συνεισφορές δέκα συνολικά κυπριακών πόλεων. Μεγαλύτερες ήσαν οι συνεισφορές της Σαλαμίνος και του Κιτίου (έδωσαν 208 δραχμές και 2 οβολούς η κάθε μια), κι ακολουθεί το Κούριον (συνεισφορά 172 δραχμών και 4 οβολών). Τέταρτη η Πάφος (συνεισφορά 100 δραχμών). Οι υπόλοιπες πόλεις εισέφεραν μικρότερα ποσά, με τελευταία την Ταμασσό (33 δραχμές και 2 οβολοί), ενώ το ίδιο ποσόν συνεισέφερε και μια άλλη πόλη που το όνομά της είναι φθαρμένο (ίσως η Λάπηθος).
Η συνεισφορά του Κουρίου από 172 δραχμές και 4 οβολούς προς το Άργος φανερώνει, πέρα από τους δεσμούς, και την καλή οικονομική κατάσταση της πόλης αυτής, που παρουσιάζεται να κατέχει την τρίτη θέση, μετά τη Σαλαμίνα και το Κίτιον που ήσαν μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Η επιγραφή, επίσης, για τον Αρίστωνα Κουριέα τον κυνηγό ελεφάντων (3ος π.Χ. αιώνας), που βρέθηκε στην Αίγυπτο όπου ο άνθρωπος αυτός πέθανε κι ετάφη (στην Αμπού Σιμπέλ) φανερώνει τις ποικίλες δραστηριότητες των κατοίκων του Κουρίου που είχαν επεκταθεί και πολύ πέραν των ορίων της πόλης τους αλλά και της Κύπρου.
Εξάλλου, φαίνεται από επιτύμβιες επιγραφές που βρέθηκαν στην Αθήνα, ότι Κουριείς — όπως και άλλοι Κύπριοι — είχαν παροικία εκεί, ιδίως κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο.
Την ύπαρξη, πάλι, των θεσμών της Βουλής και του Δήμου στην πόλη του Κουρίου όπως και σε άλλες κυπριακές πόλεις, γνωρίζουμε από επιγραφές που έχουν βρεθεί.
Το 45 μ.Χ. οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κήρυξαν τον Χριστιανισμό στην Κύπρο συνοδευόμενοι στην περιοδεία τους αυτή και από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Δεν αναφέρεται στις πηγές επίσκεψη των αποστόλων στην πόλη του Κουρίου, θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι πιθανότατα πέρασαν και από εκεί, αφού αναφέρεται στις Πράξεις ότι είχαν περιοδεύσει ολόκληρη την Κύπρο μέχρι την Πάφο.
Κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία, το 49 μ.Χ., των Βαρνάβα και Μάρκου, απαντούμε στις πηγές συγκεκριμένες αναφορές για επίσκεψή τους και στην πόλη του Κουρίου. Στις Πράξεις Βαρνάβα (Acta Barn., 18) αναφέρεται ότι στην Πάφο ο Βαρνάβας και η συνοδεία του συνάντησαν τον Βαριησού (ή Ελύμα) τον οποίο είχε προσωρινά τυφλώσει ο Παύλος κατά την προηγούμενη περιοδεία. Αυτός τους αναγνώρισε και δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν στην πόλη, οπότε έφυγαν και ήλθαν στο Κούριον. Περίπου παρόμοια αναφορά γίνεται και στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου, ότι οι Ηρακλείδιος, Μνάσων και Ρόδων (συνεργάτες του Βαρνάβα στην Κύπρο) εκδιώχθηκαν από την Πάφο όταν δοκίμασαν να διδάξουν εκεί, οπότε πήγαν στο Κούριον. Εκεί όμως ήσαν λυσίκομοι
κόραι (=κοπέλες με λυμένα τα μαλλιά τους) και πλήθη πολλά. Διεξαγόταν δηλαδή κάποια τελετή, οπότε ο άγιος Ηρακλείδιος αποφάσισε να επιστρέψουν στην έδρα του,
την Ταμασσό.
Για την τελετή που διεξαγόταν στο Κούριον και για ένα θαύμα που έκαμε εκεί ο Βαρνάβας, δίνονται λεπτομέρειες στις Πράξεις Βαρνάβα (Acta Barn., 19):
...Καί εὕρομεν δρόμον τινά μιερόν ἐν τῇ ὁδῷ πλησίον τῆς πόλεως ἐπιτελούμενον, ἔνθα γυναικῶν τε καί ἀνδρῶν πλῆθος γυμνῶν ἐπετέλουν τόν δρόμον καί πολλή ἀπάτη καί πλάνη ἐγίνετο ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ· στραφείς δέ ὁ Βαρνάβας τούτω ἐπετίμησεν, καί ἔπεσεν τό ἀπό δυσμῶν μέρος, ὥστε πολλούς τραυματίας γενέσθαι· πολλοί δέ ἐξ αὐτῶν καί ἀπέθανον, οἱ δέ λοιποί ἔφυγον εἰς τό ἱερόν τοῦ Ἀπόλλωνος τό ὅν πλησίον ἐν τῇ καλουμένη Ἱερά. Ἐλθόντων δέ ἡμῶν ἐγγύς τοῦ Κουρίου, πολύ πλῆθος Ἰουδαίων ὄντων ἐκεῖ ὑποβληθέντες ὑπό τοῦ Βαριησοῦ ἕστησαν ἔξω τῆς πόλεως καί οὐκ εἲασαν ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν πόλιν, ἀλλ' ὑπό δένδρον τό ὅν πλησίον τῆς πόλεως ἐποιήσαμεν τήν ἡμέραν καί ἀνεψύξαμεν ἐκεῖ...
Το απόσπασμα αυτό είναι αρκετά διαφωτιστικό, κι αναφέρεται σε γεγονότα της περιοδείας των Βαρνάβα και Μάρκου από την Πάφο καθοδόν προς την Αμαθούντα και τη Σαλαμίνα όπου ο Βαρνάβας τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Εβραίους της πόλης. Πληροφορούμαστε εδώ ότι πλήθος Ιουδαίων (=Εβραίων) ζούσε κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα και στο Κούριον όπως και στη Σαλαμίνα και στην Πάφο και στην Αμαθούντα και σε άλλα μέρη. Ακόμη μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι παροικίες των Εβραίων στις κυπριακές πόλεις ήσαν καλά οργανωμένες, πειθαρχημένες και συνεργαζόμενες, κρίνοντας από το γεγονός ότι τόσο στην Πάφο όσο και στο Κούριον και στην Αμαθούντα και στη Σαλαμίνα, ο Βαρνάβας και η συνοδεία του αντιμετώπισαν την ίδια εχθρική υποδοχή από τους εβραϊκούς πληθυσμούς, παρακινημένους από τον Βαριησού ή Ελύμα που κι αυτός θα πρέπει να εξέφρασε κάποια γενικότερη πολιτική έναντι των πρώτων Χριστιανών. Η δύναμη, εξάλλου, του εβραϊκού πληθυσμού του νησιού φάνηκε και το 116 μ.Χ., οπότε σημειώθηκε η μεγάλης κλίμακας εβραϊκή εξέγερση που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και την καταστροφή της Σαλαμίνος.
Η εξέγερση αυτή των Εβραίων θα πρέπει να είχε καταστροφικές επιπτώσεις και για την πόλη του Κουρίου, την έκταση των οποίων όμως αγνοούμε.
Βλέπε λήμμα Αδριανός.
Από το απόσπασμα των Πράξεων Βαρνάβα πληροφορούμαστε και για κάποια οργιαστικού χαρακτήρα πομπή/ γιορτή που γινόταν έξω από την πόλη του Κουρίου, σε δρόμο προς το ιερό του Απόλλωνος Υλάτη. Στη γιορτή μετείχαν πλήθη γυμνών γυναικών και ανδρών, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση του Βαρνάβα. Όταν δε ο απόστολος επιτίμησε αυτά που είδε, γκρεμίστηκε το ἀπό δυσμῶν μέρος με αποτέλεσμα πολλοί ειδωλολάτρες να σκοτωθούν και άλλοι να τραυματιστούν, οι δε λοιποί κατέφυγαν στο ιερό του Απόλλωνος.
Δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν αυτό τό ἀπό δυσμῶν μέρος που γκρεμίστηκε. Ίσως να επρόκειτο για γκρέμισμα τμήματος του τείχους που περιέβαλλε την πόλη. Πιθανότερο θεωρούμε ότι συνέβη κατολίσθηση εδαφών στην περιοχή δυτικά της πόλης και μεταξύ αυτής και του ιερού του Απόλλωνος, όπου υπάρχουν υψηλοί γκρεμοί που αιωρούνται πάνω από την ακτή, και όπου ίχνη των κατά καιρούς υποχωρήσεων του εδάφους (εξαιτίας και των σεισμών αλλά και της διαβρωτικής ενέργειας της θάλασσας) χαρακτηρίζουν και σήμερα το τοπίο.
Παρά το ότι ο Βαρνάβας και η συνοδεία του εκδιώχθηκαν από τους Εβραίους του Κουρίου χωρίς να μπορέσουν να εισέλθουν στην πόλη και να κηρύξουν, ωστόσο η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, που σύντομα εξαπλώθηκε σ' ολόκληρο το νησί, «άλωσε» και το Κούριον, όπου κατά τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα υφίστατο κιόλας επισκοπική έδρα (πρώτος γνωστός επίσκοπος Κουρίου είναι ο Φιλωνίδης που βρήκε μαρτυρικό θάνατο γύρω στο 303-305 μ.Χ.).