Κορνέσιος Χατζηγεωργάκης

Η εξέγερση του 1804

Image

Η ευκαιρία για να στραφούν οι Κύπριοι εναντίον του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου  δόθηκε τον Μάρτιο του 1804, όταν ο συνδυασμός μιας σιτοδείας, που επέφερε έλλειψη τροφίμων και πείνα στον αγροτικό κυρίως πληθυσμό, μαζί με μιαν αύξηση της φορολογίας προκάλεσαν διαδηλώσεις που κατέληξαν στο θάνατο μερικών Τούρκων. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση των ταραχών σ’ όλο το νησί και την προσχώρηση στις τάξεις των στασιαστών πολλών Τούρκων, του μεγαλύτερου μέρους της τουρκικής στρατιωτικής φρουράς του νησιού, αλλά και Λινοβαμβάκων και, εθελοντικά ή υποχρεωτικά δεν ξέρουμε, ορισμένων Ελλήνων.

 

Οι στασιαστές κατευθύνθηκαν στις 10 Μαρτίου προς τη Λευκωσία, την οποία και πολιόρκησαν με αρχηγό τον Ισμαήλ αγά, και ζήτησαν από τον μουχασίλη Σουλεϋμάν αγά να τους δείξει τα φιρμάνια για τη νέα φορολογία. Ο μουχασίλης κάλεσε τον Χατζηγεωργάκη να μιλήσει στον Ισμαήλ αγά και να τον πείσει να αποχωρήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια ο Σουλεϋμάν αγάς και οι αγάδες της Λευκωσίας υπέδειξαν στους στασιαστές ότι αντί να έχουν στραμμένη την οργή τους εναντίον των Τούρκων και να καταλήξουν σε εμφύλιο πόλεμο, θα ήταν προτιμότερο να στραφούν εναντίον του δραγομάνου ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα θέματα της φορολογίας. Εστάλη τότε μια αντιπροσωπεία από τους στασιαστές στο σπίτι του Χατζηγεωργάκη και του ζήτησαν να τους δείξει τα φιρμάνια. Ο Χατζηγεωργάκης αρνήθηκε ή προφασίστηκε, κατά τον Γάλλο πρόξενο Regnault, ότι δεν είχε τέτοια εξουσιοδότηση από την Πύλη. Η αντιπροσωπεία αποχώρησε δυσαρεστημένη. Την επομένη ο τουρκικός όχλος εξαγριωμένος κατευθύνθηκε προς το κονάκι του δραγομάνου, έβαλε φωτιά και παραβίασε την πόρτα και εισόρμησε στο κτίριο το οποίο και λεηλάτησε. Ο δραγομάνος μόλις κατόρθωσε να σωθεί με την οικογένειά του φεύγοντας από την πίσω αυλή σε κάποιο φιλικό του τουρκικό σπίτι όπου και διανυκτέρευσαν. Για να τον συλλάβουν οι στασιαστές έκλεισαν τις πύλες της Λευκωσίας για 5-6 μέρες. Ο Χατζηγεωργάκης όμως και η οικογένειά του κατάφεραν να διαφύγουν από τη Λευκωσία, αφού κάποιοι δικοί τους, τους κατέβασαν το βράδυ από τα τείχη, και να καταλήξουν στη Λάρνακα στο σπίτι του προξένου της Ρωσίας Κωνσταντίνου Περιστιάνη. Στις 20 Μαρτίου αναχώρησαν από τη Λάρνακα για την Κωνσταντινούπολη. Οι στασιαστές στη Λευκωσία είχαν στο μεταξύ λεηλατήσει και το σπίτι του γραμματικού του Χατζηγεωργάκη Σολωμού και είχαν κακοποιήσει τον γηραιό αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και θα λεηλατούσαν και την Αρχιεπισκοπή, αν δεν κατάφερνε ο οικονόμος της Αρχιεπισκοπής και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος και εθνομάρτυρας Κυπριανός*, που από την εποχή αυτή διαδραματίζει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στις εξελίξεις, να τους αποτρέψει με υποσχέσεις και δωροδοκίες.

 

Όταν ο Χατζηγεώργάκης έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά του και κατάγγειλε στην Πύλη τους στασιαστές, πέτυχε να εκδοθεί σουλτανική εντολή για την αποστολή στρατευμάτων προς καταστολή της στάσης. Στις 25 Οκτωβρίου 1804 αποβιβάστηκαν στη Χρυσομελανδρίνα δυο αδελφοί πασάδες από την Καραμανία, ο Αχμέτ και ο Αμπιτίν, με 2.000 στρατιώτες, προχώρησαν προς το Τζιάος και από εκεί στην Κυθρέα, όπου οι στασιαστές είχαν εκτελέσει 2 ή 12, σύμφωνα με το «Τραγούδι του Χ" Γεωργάκη», Έλληνες Μαραθοβουνιώτες. Εκεί συνάπτεται μάχη και σκοτώνονται αρκετοί στασιαστές και πολλοί συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς κατευθύνονται προς τη Λευκωσία, την οποία ελέγχουν πλήρως. Εκεί πολιορκούνται από τους δυο πασάδες, που στήνουν το στρατόπεδό τους στον Άγιο Δομέτιο. Μια δύναμη από Τούρκους στασιαστές της Πάφου, που είχε καταλάβει τη Λεύκα, διαλύεται ύστερα από σύγκρουση με δυνάμεις που έστειλαν οι δυο πασάδες. Η πολιορκία της Λευκωσίας συνεχίζεται για μερικούς μήνες και η κατάσταση των πολιορκούμενων στασιαστών, αλλά και των αμάχων, καθίσταται πολύ δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων. Οι στασιαστές είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με τον όρο να τους δοθεί αμνηστία και απειλούν ότι θα αφανίσουν όλους τους Χριστιανούς, Έλληνες και Ευρωπαίους, που κατοικούν στη Λευκωσία. Πιέζουν τον αρχιεπίσκοπο και τους κατοίκους να ζητήσουν τη μεσολάβηση των προξένων της Λάρνακας. Ο Γάλλος πρόξενος Regnault μαζί με τους Κυπρίους προξένους της Αγγλίας Α. Βοντιτσιάνο και της Ρωσίας Κ. Περιστιάνη, ύστερα από τις επανειλημμένες εκκλήσεις, αναλαμβάνουν να διαπραγματευθούν την παράδοση των στασιαστών και το επιτυγχάνουν. Οι πασάδες όμως, όταν μπήκαν στη Λευκωσία, για δυο μέρες προσποιήθηκαν ότι τηρούσαν τη συμφωνία, ύστερα όμως συνέλαβαν τρεις από τους αρχηγούς των στασιαστών και τους εκτέλεσαν. Οι πρόξενοι κατάφεραν εν τούτοις να σώσουν 21 ή 22 από τους στασιαστές και να τους φυγαδεύσουν με γαλλικό πλοίο στην Άκρα. Στις 27.4.1805 έφυγε ο Αμπιτίν για τη Λατάκεια με τις 2.000 στρατιώτες, ενώ ο Αχμέτ παρέμεινε στην Κύπρο για ένα χρονικό διάστημα για να στερεώσει την ειρήνη.

 

Κατά την καταστολή της στάσης αυτής, που ήταν η χειρότερη από το 1764 που επαναστάτησε ο Τζηλ Οσμάν*, χύθηκε αρκετό τουρκικό αίμα, γεγονός που οι Τούρκοι δεν θα το ξεχνούσαν. Τόσο ο Χατζηγεωργάκης, με τις ενέργειες του οποίου εστάλησαν τα τουρκικά στρατεύματα, όσο και ο Κυπριανός, ο οποίος είχε την οικονομική διαχείριση για τις δαπάνες των στρατευμάτων που ήρθαν στην Κύπρο, και που βάρυναν τους Κυπρίους, θα γίνονταν ο στόχος της εχθρότητας των Τούρκων, οι οποίοι θα εκδικούνταν αργότερα και τους δυο, τον Χατζηγεωργάκη το 1809 και τον Κυπριανό το 1821.

 

Τα χρέη της Αρχιεπισκοπής από τη στάση του 1804 ανήλθαν στα 1.200.000 έως 2.000.000 γρόσια, από τα οποία τα 1.500.000 ήσαν για τα έξοδα των 2.000 στρατιωτών. Τα χρέη αυτά δεν είχαν εξοφληθεί μέχρι το 1835 παρόλο ότι είχε επιβληθεί κατά τα 5 έως 7 χρόνια μετά τη στάση του 1804 έκτακτη φορολογία σε 15.000 Κυπρίους φορολογούμενους από 20 γρόσια και 30 παράδες στον καθένα, που απέφερε είσπραξη 300.000 περίπου γροσιών το χρόνο. Κατά το διάστημα αυτό πρέπει να εισπράχθηκαν από την Αρχιεπισκοπή πολύ περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονταν για την εξόφληση του χρέους.

 

Ο Χατζηγεωργάκης μετά τη συντριβή της στάσης του 1804 δεν επέστρεψε αμέσως στην Κύπρο. Τα πάθη ήσαν πολύ έντονα ακόμη και δεν μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής. Διατηρούσε όμως το αξίωμά του και διόρισε από τον Ιούλιο του 1805 σαν επίτροπό του τον ως τότε βοηθό του Νικόλαο Νικολαΐδη. Ο Νικολαΐδης πολύ γρήγορα άρχισε να εκμεταλλεύεται τη θέση του για να πλουτίσει συνεργαζόμενος στενά με τον μουχασίλη και εφαρμόζοντας τυραννικές μεθόδους για την είσπραξη των φόρων. Πολλοί Κύπριοι αναγκάστηκαν και κατά τη διάρκεια της στάσης και αργότερα εξαιτίας της διαγωγής του Νικολαΐδη να εγκαταλείψουν την Κύπρο και να εγκατασταθούν στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου επιδίδονταν στην καλλιέργεια του βαμβακιού.

 

Όταν ο Χατζηγεωργάκης πληροφορήθηκε την τυραννική συμπεριφορά του επιτρόπου του, τρία σχεδόν χρόνια μετά τον διορισμό του, το 1808, ήρθε στην Κύπρο, έκαμε έλεγχο των λογαριασμών του Νικολαΐδη και βρήκε πως ο επίτροπός του μαζί με τον μουχασίλη είχαν καταχραστεί ποσό 809 πουγγιών, δηλαδή 444.500 γροσιών. Για το ποσό αυτό τους υποχρέωσε να του δώσουν ένα χρεωστικό ομόλογο. Εκείνοι αντιλαμβανόμενοι ότι η θέση του Χατζηγεωργάκη είχε κλονιστεί αρκετά από τις αλλαγές που είχαν σημειωθεί στην Κωνσταντινούπολη, πρώτα από την εκτέλεση του φίλου και προστάτη του Χατζηγεωργάκη, Αλέξανδρου Υψηλάντη, το 1806 και αργότερα από την πτώση του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ το 1807, την ανάρρηση στο θρόνο του Μουσταφά Δ΄ (1807-1808) και του Μαχμούτ Β΄ το 1808, έστειλαν αναφορά εις βάρος του στην Πύλη και πέτυχαν να εκδοθεί διάταγμα για τη σύλληψή του, για να γίνει έλεγχος των λογαριασμών του κατά τα τελευταία 20 χρόνια και για τη δήμευση της περιουσίας του. Ο Χατζηγεωργάκης πληροφορήθηκε από φίλους του τρεις μέρες νωρίτερα από τον κυβερνήτη Χασάν αγά την έκδοση του διατάγματος και έφυγε κρυφά από την Κύπρο για την Κωνσταντινούπολη πριν από τις 25 Οκτωβρίου 1808.