Λιθόσπερμον το κοινόν, Lithospermum sp. Οικογένεια: Βοραδιγινών. Αγγλ: Gromwell. Ζιζάνιο που στην Κύπρο αυτοφύεται σε 6 είδη. Λέγεται και αλουπόθρουμπος ή γαουρόθρουμπος.
Φτάνει σε ύψος το 1 μέτρο και τα άνθη βρίσκονται στις ακραίες συστάδες, ανάμεσα στα φύλλα, δεν υπάρχουν πολλά ανοιχτά, είναι κιτρινωπά άσπρα, με διάμετρο 4 χιλιοστών στη στεφάνη του άνθους, σχηματίζεται από 5 πέταλα συνδεδεμένα σε ένα σωλήνα μήκους 4-5 χιλιοστών, οι στήμονες δε φαίνονται. Κάλυκας με 5 λεπτά και πολύ τριχωτά σέπαλα, μήκους 7-10 mm. Ανάμεσα στα σέπαλα σχηματίζονται οι καρποί, 1, 2, 3 ή 4 κόκκοι, πολύ σκληροί, με παρόμοια σπέρματα, λευκά, λαμπερά όπως το φίλντισι.
Το φυτό είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, εκτός από την Ισλανδία, και στην Ασία. Το συναντάμε κυρίως σε λιβάδια, σε θαμνώδεις και σε ανοικτές δασώδεις εκτάσεις, συνήθως σε εδάφη πλούσια σε βάσεις και ασβεστούχα. Ανθίζει την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Χρήσεις
Τα μέρη του φυτού έχουν παραδοσιακές χρήσεις ως φυσική φαρμακευτική θεραπεία για διάφορες παθήσεις. Στην Ινδία, για παράδειγμα, τα φύλλα χρησιμοποιήθηκαν κάποτε ως ηρεμιστικό, ενώ οι σπόροι χορηγήθηκαν ως διουρητικό, λιθοτριπτικό, επίσης κατά της ουρικής αρθρίτιδας, ως αντιφλεγμονώδες για παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος και για τη βοήθηση της πέψης. Ένα τσάι από βότανα φτιαγμένο από τη ρίζα και το στέλεχος, ή ένα αφέψημα από τις ρίζες και τα κλαδιά δόθηκε κάποτε με τη μορφή σιροπιού για τη θεραπεία της ευλογιάς και της ιλαράς.
Βλέπε λήμμα: Βότανον ή βοτάνι
Το Lithospermum officinale περιγράφηκε από τον Κάρολο Λινναίο και δημοσιεύτηκε στο Species Plantarum 1: 132. 1753.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια