Εκείνο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την άποψη της συνεχιζόμενης αρχαιολογικής έρευνας στον χώρο της αρχαίας πόλης του Κιτίου — πέραν των ιδιαίτερα αξιόλογων ευρημάτων— είναι ο χώρος του αρχαίου λιμανιού, του οποίου κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως κατά τα τελευταία χρόνια. Τα κατάλοιπα αυτά έχουν εν μέρει ανασκαφεί στην περιοχή του χώρου «Παμπούλα» (περιοχή όπου βρίσκονται και άλλα αρχαία κατάλοιπα και όπου επίσης βρίσκεται και το τοπικό αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρνακας). Οι ανασκαφές έγιναν από γαλλική αρχαιολογική αποστολή.
Τα κατάλοιπα που έχουν αποκαλυφθεί ανήκαν στο λιμάνι του αρχαίου Κιτίου — ή τουλάχιστον στο τμήμα εκείνο του λιμανιού που φαίνεται ότι εχρησιμοποιείτο για στρατιωτικούς σκοπούς. Για να εξυπηρετείται, δηλαδή, ο πολεμικός στόλος της πόλης του Κιτίου. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, και βάσει των έως τώρα ενδείξεων, για τον ναύσταθμο της αρχαίας πόλης. Ο ναύσταθμος αυτός ήταν οχυρωμένος και προστατευόταν από τείχη. Στον χώρο έχουν αποκαλυφθεί κατά τις ανασκαφές του 1988-1990 συνολικά επτά ράμπες, σε παράλληλη τοποθέτηση. Οι ράμπες αυτές έχουν περίπου δύο μέτρα πλάτος η κάθε μία και το μήκος τους είναι περίπου 11 μέτρα μέχρι του σημείου που βυθίζονται στο νερό. Προφανώς το μήκος τους ήταν μεγαλύτερο. Υποβαστάζονται από ισχυρά τοιχώματα από κατεργασμένους λίθους, και εκαλύπτοντο από μεγάλα στέγαστρα. Φαίνεται δε ότι είχαν αρχικά κατασκευαστεί κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, αλλά οι όλες λιμενικές εγκαταστάσεις των οποίων τα κατάλοιπα σώζονται σήμερα, χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αιώνα.
Οι κεκλιμένες αυτές ράμπες χρησίμευαν στο να σύρονται τα (πολεμικά) καράβια έξω από τη θάλασσα και να τοποθετούνται σε σειρά κάτω από υπόστεγα, τόσο για προστασία τους κατά τους χειμερινούς μήνες όσο και για την διεξαγωγή εργασιών επιδιορθώσεως σ' αυτά. Είναι ακόμη πιθανόν ότι στην ίδια περιοχή κατασκευάζονταν επίσης πολεμικά καράβια, οπότε κάποιες ράμπες ίσως εχρησιμοποιούντο για την καθέλκυσή τους στην θάλασσα. Το γεγονός όμως ότι οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν στεγασμένες και ήταν «υπόστεγα», δείχνει ότι εχρησιμοποιούντο κυρίως για τη «φύλαξη» των καραβιών.
Παρόμοιες εγκαταστάσεις είναι γνωστές και από κατάλοιπα στην Ελλάδα και αλλού. Αυτές ωστόσο που έχουν έλθει στο φως στο χώρο του Κιτίου, θεωρούνται οι σημαντικότερες του 4ου π.Χ. αιώνα σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Η καλύτερη σύγκριση που μπορεί να γίνει είναι με εκείνες του λιμανιού της Ζέας (στον Πειραιά). Εντούτοις, οι εγκαταστάσεις στο λιμάνι του αρχαίου Κιτίου φαίνεται να είναι καλύτερα διατηρημένες. Υπάρχουν δε σχέδια για αναστήλωση του (πολεμικού) τμήματος του αρχαίου λιμανιού του Κιτίου, με την συνεργασία του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου, του Δήμου Λάρνακας και, βεβαίως, της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής που θα χρηματοδοτηθεί από το Γαλλικό κράτος.
Νοουμένου ότι στην τοποθεσία «Παμπούλα» ευρισκόταν η ακρόπολις του Κιτίου, το πολεμικό λιμάνι της πόλης στην ίδια περιοχή προφανώς συνδεόταν με το όλο σύμπλεγμα των οχυρώσεων της πόλης στο σημαντικότερο τμήμα της. Φαίνεται, συνεπώς, ότι η θάλασσα έφθανε τότε ακριβώς μέχρι την περιοχή της «Παμπούλας», και εκεί ήταν το αρχαίο «παραλιακό μέτωπο» του Κιτίου, ενώ σήμερα η ακτή βρίσκεται αρκετά ανατολικότερα. Εξάλλου η σειρά από ράμπες που έχει αποκαλυφθεί, αποδεικνύει τούτο. Οι ράμπες, που φυσικά έχουν κλίση προς τα κάτω, «ακουμπούν» και σήμερα στο νερό, σε ένα υψόμετρο γύρω στα δύο μέτρα χαμηλότερα από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους στον χώρο της ανασκαφής (και μετά την ανασκαφή).
Το «κανάλι» του Κιτίου: Ένας από τους σημαντικότερους ξένους επισκέπτες της Κύπρου κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής του νησιού, ήταν ο Ρίτσαρντ Πόκοκ. Επεσκέφθη την Κύπρο το 1738, σε μία εποχή κατά την οποία ήταν ακόμη πολύ ευδιάκριτα αρκετά αρχαία κατάλοιπα της πόλης του Κιτίου (στην έκταση της οποίας δεν είχαν ακόμη τότε κτιστεί οποιαδήποτε νεότερα οικοδομήματα). Ο Πόκοκ, που είχε δει την περιοχή τότε, αναφέρει τα εξής:
...[Η αρχαία πόλη] είχε περιφέρεια τρία περίπου μίλια. Υπάρχει λόγος για διατύπωση της σκέψης ότι, στα πολύ αρχαία χρόνια, η θάλασσα έβρεχε τα νότια τείχη της πόλης, αν και τώρα ευρίσκεται ένα τέταρτο του μιλίου μακριά. Στα ανατολικά της παλαιάς πόλης υπήρχε ένα μεγάλο καταφύγιο, αλλά τώρα είναι σχεδόν πλήρως κατεστραμμένο από προσχώσεις. Εξυπηρετούσε την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και προστατευόταν από ένα δυνατό φρούριο, όπως μαρτυρείται από τα θεμέλιά του. Αυτό θα πρέπει να ήταν το εσωτερικό λιμάνι το οποίο αναφέρουν οι αρχαίες πηγές. Τα τείχη φαίνεται να ήταν πολύ δυνατά... ( Α. Παυλίδης, «Η Κύπρος Ανά τους Αιώνες, μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της», τόμος 2, 1994, σ. 739. Πρβλ. και C.D. Cobham, «Excerpta Cypria», 1908, σσ. 253-254).
Προφανώς ο Πόκοκ αναφερόταν στην ίδια περιοχή όπου έχει αποκαλυφθεί το πολεμικό λιμάνι του αρχαίου Κιτίου. Στην δε έκδοση του έργου του Πόκοκ στο Λονδίνο το 1745, δημοσιεύεται και ένα σχέδιο που παρουσιάζει την περιφέρεια της «αρχαίας πόλης» σύμφωνα προς τις τότε παρατηρήσεις του επισκέπτη, καθώς και ένα κανάλι που οδηγούσε από τη θάλασσα μέχρι και εντός του οχυρωμένου τμήματος.
Η περιφέρεια της «αρχαίας πόλης» (τρία μίλια περίπου), φαίνεται ότι θα ήταν μάλλον η περιφέρεια της ακροπόλεως του αρχαίου Κιτίου, με τις δικές της οχυρώσεις. Ότι η θάλασσα θα πρέπει να «έβρεχε τα τείχη της πόλης» κατά την Αρχαιότητα, συμφωνεί με την ύπαρξη αρκετά πίσω από τη σημερινή ακτή των εγκαταστάσεων του ναυστάθμου με τις ράμπες για να σύρονται τα καράβια στην ξηρά. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι η ύπαρξη του καναλιού.
Υπήρχε και η παράδοση ότι το κανάλι έφθανε έως την τοποθεσία της «Παμπούλας» από πολύ πιο μακριά, και συγκεκριμένα από την αλυκή που ευρίσκεται στα νότια. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, εφόσον και το σχέδιο του Πόκοκ δείχνει ότι το κανάλι ένωνε την περιοχή απ' ευθείας με τον κόλπο της Λάρνακας. Είναι επίσης γνωστό ότι στην περιοχή της «Παμπούλας» υπήρχε μία «λεκάνη» και υπήρχαν και τα ίχνη του καναλιού που την ένωναν με την θάλασσα. Και η «λεκάνη» και το κανάλι γέμισαν με χώμα κατά διαταγή των Βρετανών, γύρω στο 1880, στο πλαίσιο των προσπαθειών για αποξηράνσεις των ελών που μόλυναν την πόλη. Το κανάλι δεν πρέπει να υφίστατο κατά την Αρχαιότητα. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ανοίχθηκε. Ίσως κατά τα Βυζαντινά Χρόνια, όταν το «κλειστό λιμάνι» της αρχαίας πόλης (το οποίο αναφέρει ο Στράβων) καταστράφηκε λόγω σεισμών και προσχώσεων.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια