Η αρχαία πόλη του Κιτίου είναι θαμμένη κάτω από τις κατοικίες της σημερινής πόλης της Λάρνακας, στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού. Στο πρόσφατο παρελθόν το Κίτιον εθεωρείτο μια από τις αποικίες των Φοινίκων, που την ίδρυσαν στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. όταν άρχισαν να ξαπλώνονται στη Δύση και να μένουν μόνιμα στην Κύπρο. Η θεωρία αυτή βασιζόταν κυρίως πάνω στα αποτελέσματα των ανασκαφών της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής, που έγιναν το 1930, και στις προηγούμενες ανασκαφικές έρευνες του sir John Myers. Ωστόσο οι συστηματικές ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων, κάτω από την καθοδήγηση και επίβλεψη του τότε διευθυντή του Β. Καραγιώργη, έχουν αποδείξει ότι η πόλη ιδρύθηκε από τους Μυκηναίους Αχαιούς αποίκους στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., που συμπίπτουν με το δεύτερο μεγάλο και μόνιμο μυκηναϊκό αποικιακό κύμα, η πόλη επεκτάθηκε και κατοικήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Οι ανασκαφικές έρευνες στην κύρια ανασκαφική περιοχή, στην τοποθεσία Καθαρή, κοντά στο αγγλικανικό νεκροταφείο της Λάρνακας, αποκάλυψαν ένα ιερό χώρο με πέντε διαδοχικούς ναούς και εργαστήρια για την επεξεργασία του χαλκού. Οι δυο πρώτοι ναοί χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Μετά την καταστροφή τους, γύρω στο 1200 π.Χ., ο ένας ναός εγκαταλείφθηκε κι ο δεύτερος ξανακτίστηκε με μεγάλους πελεκητούς ασβεστόλιθους σε επιμελημένο ισοδομικό σύστημα. Παράλληλα με την ανοικοδόμηση του ναού αυτού άρχισε η ανέγερση του τρίτου ναού με το ίδιο υλικό και με πανομοιότυπο ισοδομικό σύστημα και στη συνέχεια ακολούθησε η σταδιακή ανέγερση του τέταρτου ναού με αργόλιθους και του πέμπτου με αργόλιθους στο κάτω μέρος των τοίχων και με πλιθάρια στο πάνω μέρος. Η δόμηση των ναών ακολούθησε τον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο: Όλοι αποτελούνταν από μια μεγάλη υπαίθρια αυλή, που ήταν ο κύριος εσωτερικός χώρος, και από ένα στενόμακρο οπισθόδομο ή άδυτο, που χωριζόταν από την εσωτερική αυλή με παχύ τοίχο, κτισμένο με αργόλιθους και επενδυμένο με πελεκητούς ασβεστόλιθους. Οι τρεις πρώτοι ναοί αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο ενιαίο σύμπλεγμα και χωρίζονταν από τους δυο άλλους με τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Έξω από τους ναούς υπήρχαν τεχνητές, γήινες, ανοικτές αυλές με βωμούς και τράπεζες προσφορών. Στην εσωτερική αυλή του μεγαλύτερου ναού, που είχε μήκος 33,60 μ. και πλάτος 22 μ., υπήρχε ιερός κήπος και μικρή δεξαμενή. Μπροστά από το άδυτο του πέμπτου ναού διατηρούνται ακόμη τα κατάλοιπα μεγάλης τράπεζας προσφορών. Ανάμεσα στα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, που βρέθηκαν σκορπισμένα στις αυλές των ναών, περιλαμβάνονται δυο ζεύγη λίθινων «κεράτων καθοσιώσεως», και δυο επίκρανα πεσσών με βαθμιδωτό κυμάτιο στις τέσσερεις πλευρές, ομοιόμορφα με το επίκρανο πεσσού, που βρέθηκε στο τέταρτο ιερό της Έγκωμης Αμμοχώστου.
Μεγαλοπρεπείς ναοί: Το σύμπλεγμα των ναών του Κιτίου καταστράφηκε γύρω στα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. και το 850 περίπου π.Χ. οι Φοίνικες έκτισαν πάνω στα θεμέλια του μεγαλύτερου μυκηναϊκού ναού ένα άλλο μεγαλοπρεπή ναό, που ταυτίστηκε από τον ανασκαφέα με τον περίφημο ναό της Αστάρτης. Στην υπαίθρια ανοικτή αυλή του προγενέστερου μυκηναϊκού ναού προστέθηκαν δυο στοές κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου, οι οροφές των οποίων στηρίζονταν πάνω σε τέσσερεις παράλληλες σειρές 28 ξύλινων πεσσών με ορθογώνιες λίθινες βάσεις. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι του άδυτου του μυκηναϊκού ναού αφαιρέθηκαν και σχηματίστηκε ενιαίος ορθογώνιος χώρος με τρία ανοίγματα. Μπροστά από το κεντρικό άνοιγμα τοποθετήθηκαν δυο μεγάλοι ορθογώνιοι λίθινοι πεσσοί. Ο ναός της Αστάρτης καταστράφηκε από πυρκαγιά το 800 περίπου π.Χ. και ξανακτίστηκε με διαρρύθμιση της εσωτερικής ανοικτής αυλής, στην οποία οι τέσσερεις σειρές των 28 ξύλινων πεσσών αντικαταστάθηκαν με δυο σειρές από ορθογώνιους λιθόκτιστους πεσσούς, που στηρίζονταν πάνω στις αρχικές λίθινες βάσεις. Στα τέλη των Κυπρο -Αρχαϊκών χρόνων (475 περίπου π.Χ.) η ανατολική είσοδος της υπαίθριας αυλής κλείστηκε με μεγάλους πελεκητούς ασβεστόλιθους και πίσω απ' αυτή κτίστηκε ένα μικρό εργαστήριο για την επεξεργασία του χαλκού.
Ταυτόχρονα ένας μεγάλος ορθογώνιος πεσσός κτίστηκε μπροστά από τη νότια κύρια είσοδο της αυλής. Η εξωτερική αυλή, στην ανατολική πλευρά του ναού, χωρίστηκε σε μικρότερα τμήματα και σ' ένα απ' αυτά κτίστηκε μεγάλος βωμός, η εσωτερική ανοικτή αυλή σε τρία μέρη και κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου της κτίστηκαν στενόμακρες εξέδρες ή έδρανα για την τοποθέτηση των αφιερωμάτων. Η χρήση του ναού συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και το 280 καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στο βόρειο τμήμα του ανασκαφικού χώρου αποκαλύφθηκε μέρος του τείχους της πόλης, που είναι κτισμένο από ακατέργαστους ογκόλιθους και που θυμίζει τα μυκηναϊκά «κυκλώπεια» τείχη. Τα κατάλοιπα ενός από τους πύργους του τείχους είναι ενσωματωμένα στην εξωτερική πλευρά του αποκαλυφθέντος τμήματος του τείχους.
Σπάνιο εύρημα: Σ' ένα άλλο μέρος της μυκηναϊκής πόλης του Κιτίου, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας, οι ανασκαφικές έρευνες που έγιναν στη διάρκεια των ετών 1962 και 1963, έφεραν στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ιδιωτικών κατοικιών και μερικούς τάφους, λαξευτούς μέσα στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Οι ανασκαφέντες τάφοι απέδωσαν αρκετά πήλινα αγγεία και πολυποίκιλα άλλα κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται κι ένα υπέροχο ρυτό από φαγεντιανή των μέσων του 13ου αιώνα π.Χ., που είναι μοναδικό στο είδος του σ' ολόκληρη την μυκηναϊκή Κύπρο. Το περίφημο αυτό αγγείο, κωνικού σχήματος, καλύπτεται ολόκληρο εσωτερικά και εξωτερικά με κυανόχρωμο σμάλτο και η εξωτερική επιφάνειά του, που είναι χωρισμένη σε τρεις οριζόντιες ζώνες, είναι διακοσμημένη με εικονιστικές παραστάσεις τρίχρωμων συνθέσεων ανθρώπινων και ζωικών μορφών και γεωμετρικών μοτίβων. Στην πάνω ζώνη εικονίζονται σε καλπασμό ταύρος και κατσίκες, στη μεσαία ζώνη κυνήγι ταύρων και στην κάτω ζώνη ομάδα από κάθετες συνεχόμενες σπείρες.
Πολυάριθμα άλλα πήλινα αγγεία και διάφορα άλλα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, ελεφάντινα, αλαβάστρινα, φαγεντιανά και γυάλινα αντικείμενα βρέθηκαν κατά καιρούς σε αρκετούς ασύλητους τάφους των νεκροταφείων του αρχαίου Κιτίου, που κι αυτά βρίσκονται κάτω από τα θεμέλια των σημερινών κατοικιών της Λάρνακας.
Το Ιερό του Ηρακλή Melgart: Στην τοποθεσία Παμπούλα του Κιτίου, πίσω από το κτίριο του σημερινού Επαρχιακού Μουσείου της Λάρνακας, οι ανασκαφικές έρευνες της Γαλλικής Αποστολής του Πανεπιστημίου της Λυών υπό τη διεύθυνση της Μ. Yon, που άρχισαν το 1976 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1981, είχαν ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του ιερού του Ηρακλή Melgart, που εντοπίστηκε παλαιότερα, και αρκετών αρχιτεκτονικών καταλοίπων, που ανήκουν σε μια μεγάλη κατοικία και εργαστηριακούς χώρους των Ελληνιστικών χρόνων (325 - 50 π.Χ.). Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα, το ιερό του Ηρακλή Melgart χρονολογείται από το 650 μέχρι το 325 π.Χ. Το αρχικό ιερό, που πιθανό να κτίστηκε στο χώρο αρχαιότερου ιερού των Γεωμετρικών χρόνων, αποτελείτο από ένα ορθογώνιο δωμάτιο, ενσωματωμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο λιθόκτιστο τοίχο. Το ιερό αυτό επεκτάθηκε μεταξύ του 600 και 570 π.Χ. και σ' αυτό προστέθηκαν μια υπαίθρια ανοικτή αυλή και λιθόκτιστος βωμός. Γύρω στο 475 π.Χ. καταστράφηκε και στη θέση του κτίστηκε το ιερό της Κυπρο - Κλασσικής εποχής, που συνέχισε τη χρήση του μέχρι το 400 περίπου π.Χ. Το κλασσικό ιερό αποτελείτο από μια εξωτερική αυλή, που περιβαλλόταν από λιθόκτιστο συμπαγή τοίχο, και από ένα εσωτερικό τετράπλευρο λατρευτικό χώρο με δυο βωμούς. Το 400 π.Χ. το κλασσικό ιερό κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε με άλλο ιερό παρόμοιου αρχιτεκτονικού τύπου, αλλά με περίβολο από πελεκητούς ασβεστόλιθους. Στην εξωτερική αυλή του νέου ιερού υπήρχαν δυο βωμοί, από τους οποίους ο ένας ήταν λιθόκτιστος και στηριγμένος σε βαθμιδωτή βάση κι ο άλλος μονολιθικός.
Η κατοικία, που αποκαλύφθηκε, χωρίζεται σε δυο ανεξάρτητες μεταξύ τους ενότητες. Η βόρεια ενότητα αποτελείται από τα κατάλοιπα δυο λιθόκτιστων στενόμακρων δωματίων αβέβαιης χρήσης και η νότια από αρκετά κατάλοιπα διαφόρων μικρών δωματίων με τετράγωνες και ορθογώνιες κατόψεις. Τα δωμάτια αυτά, που επικοινωνούσαν με μια εξωτερική αυλή, στην οποία αποκαλύφθηκαν και τα κατάλοιπα ελαιοτριβείου, ταυτίστηκαν με εργαστηριακούς χώρους. Τόσο από τον ανασκαφικό αυτό χώρο στην τοποθεσία της Παμπούλας όσο και από τους άλλους δυο αρχαιολογικούς χώρους του Κιτίου, το χώρο του ναϊκού συμπλέγματος στην τοποθεσία Καθαρή και τον οικιστικό χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας, προέρχονται μεγάλες ποσότητες κινητών ευρημάτων, που περιλαμβάνουν εκλεκτά δείγματα κυπριακής και εισαγμένης αγγειοπλαστικής, μεταλλοτεχνίας, ελεφαντουργίας και διάφορα άλλα μικροτεχνικά έργα. Τα αντιπροσωπευτικότερα απ' αυτά εκτίθενται στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία και στο Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρνακας. Στα ίδια Μουσεία εκτίθενται και αρκετά από τα ταφικά ευρήματα των νεκροταφείων του Κιτίου.
Τα νεκροταφεία: Ανάμεσα στους πολυάριθμους λαξευτούς τάφους, που αποκαλύφθηκαν στα διάφορα νεκροταφεία του Κιτίου, περιλαμβάνονται και τρεις κτιστοί μνημειακοί τάφοι των Ελληνιστικών χρόνων, που θεωρούνται από τα σημαντικότερα ταφικά αρχιτεκτονικά δείγματα σ' ολόκληρη την ελληνιστική Κύπρο. Ο ένας από τους τάφους αυτούς είναι ο λεγόμενος τάφος του Βαγγέλη, ο άλλος ο τάφος του Coham και ο τρίτος ο τάφος 9.
Βλέπε λήμμα: Αρχιτεκτονική
Εκτός από τους πιο πάνω αρχαιολογικούς χώρους του Κιτίου, στα βορειοδυτικά περίχωρα της Λάρνακας κοντά στην αλυκή και σ' ελάχιστη απόσταση από το μουσουλμανικό τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ βρίσκεται ένας άλλος σημαντικός αρχαιολογικός χώρος με τα κατάλοιπα μιας δεύτερης αξιόλογης πόλης του 11ου αιώνα π.Χ., εντελώς ανεξάρτητης από τη μυκηναϊκή πόλη του Κιτίου.
Για τα ανασκαφικά δεδομένα της πόλης αυτής βλέπε λήμμα: Χαλά Σουλτάν Τεκκέ αρχαιολογικός χώρος.
Ασύλητος τάφος: Το 1998 βρέθηκε κατά τη διάρκεια εκσκαφών, μεγάλος κτιστός αρχαίος τάφος στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου στη Λάρνακα. Ο τάφος ανήκει, προφανώς, στον χώρο του αρχαίου Κιτίου, ήταν δε η πρώτη φορά που αυτού του είδους τάφος βρέθηκε ασύλητος. Αποτελείται από προθάλαμο και νεκρικό θάλαμο με διαστάσεις παρόμοιες, 2,50Χ2.00 μέτρα, και ανώτατου ύψους 2,65. Μεταξύ τους ενώνονται με διάδρομο πλάτους 0,84 μέτρα και ύψους 1,42 μέτρα. Οι θάλαμοι είναι καμαροσκεπείς. Η είσοδος του τάφου έχει πλάτος 1 μέτρο και ύψος 1,56, ήταν δε σφραγισμένη με τεράστια λίθινη πλάκα. Το δάπεδο αποτελείται από πλάκες γυψομάρμαρου ενώ ο ίδιος ο τάφος κτίστηκε με άριστα λαξευμένους λίθους. Στον τάφο βρέθηκαν ελάχιστα οστά, σε κακή κατάσταση, καθώς και 3 αγγεία και αριθμός χρυσών κοσμημάτων. Στον τάφο οδηγούσε «δρόμος» μήκους 16,44 μέτρων και πλάτους από 2,30 μέχρι 2,80 μέτρα. Στις δύο πλευρές του «δρόμου» υπάρχουν κτιστοί τοίχοι. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο είναι το ότι στον «δρόμο» βρέθηκαν οι σκελετοί τριών θυσιασμένων αλόγων που έφεραν χάλκινες παρωπίδες και σιδερένιους χαλινούς. Είναι η πρώτη φορά που βρέθηκαν θυσιασμένα άλογα σε τάφο του Κιτίου, γεγονός που, μαζί με την αφθονία των κτερισμάτων που υπήρχαν, θυμίζουν τους «βασιλικούς» τάφους στη νεκρόπολη της Σαλαμίνος. Υπάρχουν επίσης ομοιότητες με τάφους στην πόλη Ουέλβα της Ισπανίας, στις ακτές του Ατλαντικού, όπου οι Φοίνικες είχαν ιδρύσει αποικία. Ο τάφος του Κιτίου είναι των Αρχαϊκών χρόνων.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια