Ως πόλη υπό φοινικική κατοχή, το Κίτιον παρέμεινε από τα μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα μέχρι και το 312 π.Χ. οπότε τα κυπριακά βασίλεια καταργήθηκαν από τον Πτολεμαίο Α' τον Λάγου, ένα από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δηλαδή για μια περίοδο πέντε και πλέον αιώνων. Κατά το διάστημα αυτό μας είναι γνωστοί από επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες έξι συνολικά βασιλιάδες του Κιτίου, που είναι:
Πρέπει να σημειωθεί ότι από τα μέσα περίπου του 9ου π.Χ. αιώνα, οπότε κυριάρχησε στην πόλη το φοινικικό στοιχείο, μέχρι και τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, οπότε η Κύπρος υποτάχθηκε στους Ασσυρίους (709 π.Χ.), το Κίτιον διατηρούσε ισχυρούς διοικητικούς και άλλους δεσμούς με την φοινικική μητρόπολη — την Τύρο — και συνεπώς δεν ήταν πόλη εντελώς ανεξάρτητη. Οι δεσμοί αυτοί διαφοροποιήθηκαν (αλλά δεν καταργήθηκαν) όταν ο βασιλιάς των Ασσυρίων Σαργών Β' υπέταξε τα κυπριακά βασίλεια το 709 π.Χ. Στο Κίτιον βρέθηκε το 1845 (και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου) μια στήλη του βασιλιά Σαργώνος Β' στην οποία αναγράφεται ότι 7 Κύπριοι βασιλιάδες προσκύνησαν τον Ασσύριο ηγεμόνα και ανάμεσα σ' άλλα δώρα του είχαν στείλει στη Βαβυλώνα χρυσάφι, ασήμι, έβενο και ξυλεία. Ο διάδοχος του Σαργώνος, ο Σενναχερίμ (705 - 681 π.Χ.) χρησιμοποίησε στον ποταμό Τίγρη ναυτικούς από την Τύρο, τη Σιδώνα και την Κύπρο. Μεταξύ των Κυπρίων, πιθανότατα περιλαμβάνονταν Κιτιείς.
Εάν η πόλη Kartihadasti του «πρίσματος» του Εσσαρχαδώνος, βασιλιά των Ασσυρίων από το 680 ως το 669 π.Χ., είναι το Κίτιον κι όχι η Αμαθούς, τότε γνωρίζουμε το όνομα ενός ακόμη βασιλιά της πόλης κατά την περίοδο αυτή, που είναι Bususu (όπως διαβάζεται στο «πρίσμα»).
Ασσυριακή κυριαρχία: Κατά τη διάρκεια της ασσυριακής κυριαρχίας (709 - 669 π.Χ. περίπου), των επόμενων 100 περίπου χρόνων κατά τα οποία η Κύπρος παρέμεινε ανεξάρτητη, καθώς και κατά τη σύντομη περίοδο της αιγυπτιακής κυριαρχίας (560 - 546 π.Χ. περίπου), το Κίτιον διήνυσε ενάμισι περίπου αιώνα κατά τον οποίο εξακολουθούσε ν' αποτελεί εμπορικό κέντρο. Βρέθηκαν στο Κίτιον, μεταξύ άλλων, πολλά ελληνικά αγγεία και κυρίως αμφορείς από την Αττική, του τύπου ΣΟΣ, που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά λαδιού. Στους ναούς της πόλης αφθονούσαν τα αφιερώματα τόσο από τη Φοινίκη όσο κι από άλλες χώρες της Εγγύς Ανατολής. Μεταξύ των ναών που υφίσταντο στην πόλη, ήταν και ναός του Ηρακλή - Μελκάρτ πάνω στην ακρόπολη (σημερινή τοποθεσία Παμπούλα) που χρονολογείται από το 650 π.Χ. περίπου.
Κυριαρχία των Περσών: Η πρόοδος της πόλης δεν ανεκόπη ούτε από την κυριαρχία των Περσών επί της Κύπρου (από το 545 οπότε οι Κύπριοι βασιλιάδες αναγνώρισαν την περσική κυριαρχία, και εξής, ως τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Αντίθετα, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, το Κίτιον επεξέτεινε την κυριαρχία του πάνω σε δυο άλλα κυπριακά βασίλεια στα ενδότερα του νησιού, στα βασίλεια του Ιδαλίου και της Ταμασσού. Ιδιαίτερα για τον πόλεμο του Κιτίου κατά του Ιδαλίου (470 π.Χ.), σημαντική μαρτυρία αποτελεί η γνωστή χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου, της οποίας το πλήρες κείμενο δες στο λήμμα αγροτική ζωή. Το κείμενο της πινακίδας αρχίζει ως εξής: Όταν οι Μήδοι και οι Κιτιείς πολιορκούσαν την πόλη του Ιδαλίου... Τούτο φανερώνει ότι τους Κιτιείς υποστήριζαν οι Πέρσες που είχαν εγκατεστημένες φρουρές στην Κύπρο.
Οι σχέσεις των Φοινίκων του Κιτίου με τους Πέρσες ήταν κατά καιρούς συμμαχικές, γι’ αυτό και η πόλη του Κιτίου απετέλεσε επανειλημμένα στόχο εκείνων που ενεργούσαν για την αποτίναξη της περσικής κυριαρχίας.