Κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας αρκετοί Κερυνειώτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, ιδίως προς την Αίγυπτο και την Αμερική. Ωστόσο γύρω στο 1922, όταν πλέον το εμπόριο χάθηκε, ένα καινούργιο στοιχείο άρχισε δειλά - δειλά να επηρεάζει την πόλη: ο τουρισμός. Ακριβώς το 1922 ιδρύεται στην Κερύνεια το πρώτο μικρό, ευρωπαϊκού τύπου, ξενοδοχείο (πέρα, δηλαδή, από τα γνωστά χάνια της περιόδου της Οθωμανοκρατίας), με ιδρυτή και ιδιοκτήτη του τον Κώστα Κατσελλή.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατίας και μέχρι την αγγλική κατοχή του νησιού (1878), η πόλη βοηθήθηκε από δυο προοδευτικούς Οθωμανούς Διοικητές: τον Τζεμάλ μπέη, τελευταίο καϊμακκάμη της Κερύνειας που εστάλη από την Κωνσταντινούπολη κι έφθασε μαζί με τη σύζυγο και τις δυο ωραιότατες κόρες του οι οποίες τόσο γοήτευσαν τους Κερυνειώτες που άρχισαν, Έλληνες και Τούρκοι, να συνθέτουν ποιήματα και τραγούδια, γι' αυτές, και τον Αμπντούλ εφέντη, δήμαρχο των Οθωμανών Τούρκων της Κερύνειας.
Παρά το ότι οι Βρετανοί ανέμεναν κάποιες ταραχές, κυρίως εκ μέρους των Οθωμανών, εντούτοις η κατάληψη της Κύπρου το 1878 έγινε χωρίς σοβαρά επεισόδια. Στην Κερύνεια εστάλη για κατάληψή της, τον Ιούνιο, ινδικό απόσπασμα από 900 άνδρες (το 42 Highlanders Black Watch) υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Μακφέρσον (Macpherson).
To απόσπασμα έφθασε στην Κερύνεια από τη θάλασσα, με αγγλικό μεταγωγικό σκάφος. Όπως γράφει ο Κ.Α. Κωνσταντινίδης (Ἡ Ἀγγλική κατοχή τῆς Κύπρου τοῦ 1878, Λευκωσία, 1930, σ. 116), τήν κατάληψιν [της Κερύνειας] ἡ θάλασσα ὑπεδέχθη μέ τρικυμίαν, ἡ ὁποία ἔκαμνε τό μεταγωγικόν νά ταράσσεται καί νά σύρεται ἀνήσυχα μέ τήν ἃλυσιν τῆς ἀγκύρας. Ναῦται ἀφοῦ ἀπεβιβάσθησαν μετέβησαν εἰς τό φρούριον καί ὕψωσαν τήν ἀγγλικήν σημαίαν, ἐπειδή δέ τό φρούριον δέν εἶχεν ὄνομα καί ἧτο ἐγκαταλελειμμένον, ἐζωγράφησαν ἐπ' αὐτοῦ τήν ἐπιγραφήν «φρούριον Raleigh» ὑπεράνω τῆς εἰσόδου του καί διέταξαν δύο ζαπτιέδες νά φρουροῦν καί διατηροῦν τήν σημαίαν ἀνυψωμένην. Αἱ σκηναί τῆς στρατοπεδεύσεως ἐστήθησαν μεταξύ ἐλαιοδένδρων καί πλησίον στομάτων φρεάτων... Ὁ στρατηγός Payn, ὀνομαστός ἐκ τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, ἀφοῦ ἀνῆλθεν ἐκ τῆς Λευκωσίας ἐπεθεώρησε τό στρατόπεδον...
Ταυτόχρονα, ο διοικητής της όλης δύναμης των Βρετανών που εστάλησαν για κατάληψη της Κύπρου, ο λόρδος Τζον Χέυ (John Hay), επικεφαλής της Μοίρας της Μάγχης (Channel Squadron), ενεργώντας προληπτικά, διέταξε σκάφη του στόλου του να περιπολούν στ' ανοικτά της Κερύνειας, μέ ἐντολήν νά ἐμποδίσωσι πάσῃ θυσίᾳ ἐνδεχομένην ἀποβίβασιν ἐκ Μ. Ἀσίας καταβυθίζοντα κάθε τυχόν μεταγωγικόν ἀποπειρώμενον μεταφοράν ἀνδρῶν (ό.π.π., σ. 19).
Βέβαια οι φόβοι του λόρδου Χέυ απεδείχθησαν αβάσιμοι, γιατί δημιουργήθηκαν μόνο μικρά και περιορισμένης σημασίας επεισόδια. Όπως σημειώνει ο Κ.Α. Κωνσταντινίδης (ό.π.π., σ. 118), στην Κερύνεια οἱ χωρικοί δέν ἔφεραν τίποτε πρός πώλησιν εἰς τό στρατόπεδον, οὒτε φροῦτα, οὒτε κυνήγιον κτλ. Κι έτσι, πρό τῆς δυσκολίας αἱ στρατιωτικαί ἀρχαί ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί τό τζαμί εἰδοποιήσεις, ὅτι κάθε τι προσφερόμενον θά ἠγοράζετο τοῖς μετρητοῖς καί μάλιστα μέ νεόκοπον ἀσημένιο νόμισμα...
Οι χωρικοί όμως και πάλι αρνούντο να πωλήσουν αγαθά στα στρατεύματα κι όπως σημειώνει ο Ντίξον (Dixon), κάποιο «μυστηριώδες» και «κακεντρεχές» πρόσωπο που δεν κατονομάζει αλλά λέγει πως ήταν «προεστός» της Κερύνειας είχε επέμβει κι αποθαρρύνει τους εμπόρους και γεωργούς από του να πωλούν εμπορεύματα στους νεοαφιχθέντες στρατιώτες. Το πρόσωπο αυτό συνελήφθη, οπότε το πρόβλημα λύθηκε. Η σύλληψή του έγινε επειδή ο «προεστός» αυτός χτύπησε με μαστίγιο ένα αξιωματικό, πράγμα που του στοίχισε τρίμηνη φυλάκιση.
Ένας Τούρκος, πάλι, συνελήφθη και τιμωρήθηκε επειδή πωλούσε στους στρατιώτες σε μεγάλο βαθμό νερωμένο γάλα. Επίσης κάποιος Μαυρίκιος άνοιξε αμέσως κατάστημα για να πωλεί αγαθά, ενώ αναφέρεται και η περίπτωση κάποιου Σπύρου, πιθανώς Ελλαδίτη, που ακολούθησε στην Κερύνεια το απόσπασμα του αγγλικού στρατού, άνοιξε κατάστημα και προσπάθησε να μονοπωλήσει το εμπόριο με το στρατόπεδο: αγόρασε το περιεχόμενο όλων των άλλων καταστημάτων κι ο ίδιος ζητούσε τώρα «τερατώδεις τιμάς» που του καταβάλλονταν. Σε λίγο όμως, άγνωστο γιατί, εξαφανίστηκε συναποκομίζοντας αρκετά κέρδη.
Πρώτος διοικητής της Κερύνειας διορίστηκε ο λοχαγός Φ.Γ.Χ. Χόλμπιτς (F.W.H. Holbeach) που έφθασε την 1η Αυγούστου του 1878. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να διατάξει την εξόντωση του τεράστιου αριθμού αδέσποτων σκύλων που τριγυρνούσαν στην πόλη. Η εξόντωση των σκύλων μετετράπη σε κυνηγετικό άθλημα για τους στρατιώτες, που τους κυνηγούσαν πολλές φορές για αρκετά μίλια.
Δεύτερος διοικητής της Κερύνειας κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής ήταν ο λοχαγός Άντριου Σκοττ - Στήβενσον (Andrew Scott - Stevenson) που έζησε για δυο χρόνια στην πόλη μαζί με τη σύζυγό του Εσμέ η οποία θεωρείται και ως «η πρώτη ευγενής Αγγλίδα που παρέμεινε στην Κερύνεια». Η σύζυγος του Στήβενσον διηγείται τις εμπειρίες της στο βιβλίο της Our Home In Cyprus (To Σπίτι μας στην Κύπρο) που εξέδωσε το 1880. Στο βιβλίο της δίνει αρκετές πληροφορίες για την Κερύνεια τότε, αν και οι σχέσεις της με τους Έλληνες της πόλης δεν ήταν και τόσο καλές.
Πληροφορίες για την Κερύνεια δίνει κι ο Σάμουελ Μπέικερ (Samuel W. Baker) που επεσκέφθη την Κύπρο το 1878 - 1879. Ακριβώς το 1879 εξέδωσε το βιβλίο του Cyprus as I saw it in 1878 (Η Κύπρος όπως την είδα το 1878). Παράλληλα τα σχετικά με την Κύπρο - τη νέα αγγλική αποικία - άρθρα του αγγλικού Τύπου συνοδεύονταν και από γκραβούρες μεταξύ των οποίων και μερικές της Κερύνειας. Εξάλλου, το φθινόπωρο του 1878 περιόδευσε την Κύπρο ο φωτογράφος Τζον Θόμσον* ή Τόμσον που έβγαλε μια σειρά από πολύτιμες σήμερα φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων και μερικές της Κερύνειας.
Τόσο η Εσμέ Στήβενσον όσο κι ο Μπέικερ αναφέρουν τον Ττοουλή, γνωστότατο στην Κερύνεια αλλά και παγκύπρια, που μεταξύ άλλων παραδοξοτήτων αρεσκόταν να κυκλοφορεί γυμνός.
Το 1879 επεσκέφθη την Κερύνεια ο καλλιτέχνης Τρίστραμ Έλλις (Tristran Ellis) ο οποίος έκανε μια τσιγκογραφία του λιμανιού και του κάστρου της πόλης που περιέλαβε στο βιβλίο του Twelve etchings of view In Cyprus (Δώδεκα τσιγκογραφίες τοπίων της Κύπρου).
Η Εσμέ Στήβενσον αναφέρει τον έμπορο Σπύρο (για τον οποίο έγινε λόγος λίγο πιο πριν) και μεταξύ άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων του σημειώνει την κατασκευή «πούδρας για άσπρισμα» από τοπικό άσπρο πέτρωμα. Για την κατασκευή της «πούδρας» αυτής απασχόλησε για ένα διάστημα 30 εργάτες που έσπαζαν και κονιορτοποιούσαν τις πέτρες. Την «πούδρα» του την απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη με προοπτική να τη διοχετεύσει στη Ρωσία, απ' όπου ανέμενε σημαντικά κέρδη, εμείς όμως δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Η Εσμέ Στήβενσον πάντως, αναφέρει ότι την είχε δοκιμάσει στα χέρια της (στο πρόσωπο δεν τόλμησε) και την είχε βρει πολύ ωραία: τα χέρια της άσπρισαν και χρειάστηκε να τα πλύνει πολλές φορές για δυο μέρες για να ξαναγίνουν όπως ήταν πιο πριν.
Ωστόσο, το 1878 τα αγγλικά στρατεύματα προσβλήθηκαν από μαλάρια, ιδίως στη Λάρνακα και στην Κερύνεια, όπου αρκετοί πέθαναν. Επιδημία στην επαρχία ενέσκηψε και το 1880, που πρόσβαλε αρκετά χωριά.
Το Μάιο του 1879 άρχισε να χαράσσεται ο δρόμος που επρόκειτο να ενώσει την Κερύνεια με την πρωτεύουσα Λευκωσία. Το 1880 παρατηρήθηκε φυγή από την Κερύνεια αρκετών Τούρκων κατοίκων της, που πώλησαν τις περιουσίες τους σε Έλληνες από τα γύρω χωριά, οι οποίοι κι εγκαταστάθηκαν τώρα στην πόλη. Την εποχή αυτή εγκαταστάθηκε στην πόλη κι ο Χούστον που αναφέρθηκε πιο πριν και που, αν και απέτυχε στα σχέδιά του να ξανακάνει την Κερύνεια μεσαιωνική, τη βοήθησε ωστόσο με διάφορα έργα όπως η επιδιόρθωση του αστυνομικού σταθμού και το κτίσιμο ενός άλλου στο Πογάζι, η οικονομική ενίσχυση της ανέγερσης νοσοκομείου, η παραχώρηση της γης όπου κτίστηκε η αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα κ.α.
Τρίτος διοικητής της Κερύνειας, που αντικατέστησε τον Στήβενσον στις 19 Νοεμβρίου 1883, ήταν ο υπολοχαγός Έντουαρντ Ρ. Κένυον (Edward R. Kenyon).
To 1886 άρχισαν εργασίες επισκευών στο λιμάνι της Κερύνειας και, μεταξύ άλλων, κτίστηκε ο φάρος στο δυτικό βραχίονα. Στις εργασίες απασχολούνταν και κατάδικοι. Οι εργασίες στο λιμάνι τέλειωσαν το 1891, αλλά και πάλι τούτο ήταν προβληματικό γιατί το στόμιό του βρισκόταν προς τα βόρεια, πράγμα που το καθιστούσε ευάλωτο στους βόρειους ανέμους. Πολύ αργότερα το στόμιο αυτό κλείστηκε κι ανοίχθηκε είσοδος στ' ανατολικά.
Το κάστρο της Κερύνειας χρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς, όχι βέβαια ως οχυρό πλέον, αλλά με διάφορους άλλους τρόπους. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας οι δυο πιο βασικές χρήσεις που του έγιναν ήταν: α) Αστυνομική σχολή. Αρχικά η οργανωμένη από τους Άγγλους Κυπριακή Αστυνομία εκπαίδευε τους νεοσύλλεκτους αστυνομικούς στο αρχηγείο της δύναμης στη Λευκωσία (πύλη Πάφου), μέχρι και το 1945. Το 1945 η αστυνομική σχολή μεταφέρθηκε στο κάστρο της Κερύνειας και λειτούργησε εκεί μέχρι και το 1951, οπότε μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις στο Στρόβολο. β) Φυλακή. Σαν φυλακή το κάστρο χρησιμοποιήθηκε για κάποιο διάστημα κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής του νησιού, αλλά κι αργότερα, ως κρατητήριο πολιτικών καταδίκων ή / και αγωνιστών της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα (1955 -1959).
Γνωστότερο επεισόδιο της περιόδου αυτής, σχετικά με το κάστρο, ήταν η μυθιστορηματική απόδραση απ' αυτό 16 κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και ο ήρωας του αγώνα Μάρκος Δράκος. Οι 16 αγωνιστές κατόρθωσαν να δραπετεύσουν στις 23.9.1955, βάσει σχεδίου που οι ίδιοι κατάρτισαν και που είχε εγκρίνει ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Διγενής. Διέφυγαν, χωρισμένοι σε δυο ομάδες, προς διαφορετικές κατευθύνσεις, μερικοί όμως απ’ αυτούς συνελήφθησαν ξανά.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια