Η πόλη της Κερύνειας άρχισε πάλι ν' αναπτύσσεται κατά το 19ο αιώνα, οπότε το εμπόριο συνεχίστηκε κι αυξήθηκε ενώ στον πληθυσμό της Κερύνειας άρχισαν να προστίθενται και άνθρωποι από χωριά της επαρχίας που μετακινήθηκαν κι εγκαταστάθηκαν εκεί εφόσον οι συνθήκες το επέτρεψαν. Πολλά από τα προβλήματα με τις τουρκικές αρχές, μετά το τέλος της ελληνικής επανάστασης, δεν ήταν πλέον εντελώς αξεπέραστα ιδίως μετά τις μεταρρυθμίσεις που σημειώθηκαν στην αυτοκρατορία κατά το πρώτο μισό του αιώνα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γύρω στα 1860 ήταν η πρόθεση των Κερυνειωτών να ξανακτίσουν την ερειπωμένη εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που συνάντησε την αντίδραση των τοπικών Τούρκων. Παρά την αντίδραση, η εκκλησία άρχισε να κτίζεται αλλά ό,τι κτιζόταν την ημέρα από τους Έλληνες, κατεδαφιζόταν τη νύχτα από τους Τούρκους που εξορμούσαν από το κάστρο. Τελικά, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες των Κερυνειωτών κατά την εποχή αυτή, ο Χατζηγιαννάκης Πασαπόρτης από το Πέλλα Παΐς, πήγε στη Λευκωσία και κατόρθωσε να πείσει τον κυβερνήτη να εκχωρήσει επίσημη άδεια για την ανέγερση της εκκλησίας που τελικά κτίστηκε από το φημισμένο τεχνίτη μάστρε Θωμά από τον Καραβά. Ο τελευταίος εργάστηκε και στη Μικρά Ασία, όπως κι αρκετοί άλλοι Κερυνειώτες. Ο Χατζηγιαννάκης Πασαπόρτης ήταν ένας από εκείνους που γνώριζαν τον τρόπο να συνεννοούνται και να πείθουν τους Τούρκους κρατικούς λειτουργούς, με δώρα και διπλωματικούς χειρισμούς. Ένας άλλος που ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίζει μ' επιτυχία τις τουρκικές αρχές, βοηθώντας έτσι τους Κερυνειώτες, ήταν ο εμπορευόμενος Μιχαήλ Σιακαλλής (1830 - 1884), εκπρόσωπος του γαλλικού προξενείου και ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων γης που αγόρασε από τους Τούρκους.
Μεταξύ εκείνων που είχαν μετακινηθεί από τα χωριά της επαρχίας (Λάπηθος, Καραβάς, Πέλλα Πάις, Κάρμι κ.α.) προς την πόλη της Κερύνειας ιδίως εξαιτίας της άνθησης του εμπορίου, ήταν και αρκετά μέλη της οικογένειας Φιερού από τον Καραβά, της οποίας ένα μέλος, ο Χριστόδουλος Φιερός, διετέλεσε αργότερα, κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, δήμαρχος της πόλης για πολλά χρόνια.
Ευκαιρία γι’ απόκτηση από τους Έλληνες περιουσιών στην πόλη, έδωσε αμέσως μετά το τέλος της Τουρκοκρατίας η μαζική φυγή των Τούρκων διοικητικών υπαλλήλων. Τότε για πρώτη φορά άρχισαν ν' αγοράζουν σπίτια στην Κερύνεια και ξένοι, με πρώτο τον πλούσιο Σκοτσέζο Γεώργιο Λουδοβίκο Χούστον (George Ludovic Houston). Ο Χούστον αγάπησε ιδιαίτερα την Κερύνεια, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ζήτησε ν' αγοράσει όλα τα σπίτια της περιοχής που περικλειόταν κατά τον Μεσαίωνα στα τείχη, δηλαδή όλη την παλαιά πόλη, με προοπτική να την ξανακτίσει όπως ήταν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το σχέδιο του Χούστον να αναστηλώσει τη μεσαιωνική Κερύνεια ματαιώθηκε επειδή οι Έλληνες κάτοικοί της δεν ήταν διατεθειμένοι να του πωλήσουν τα σπίτια τους, αν και ο πλούσιος Σκοτσέζος είχε προτείνει να κτίσει για όλους καινούργια σπίτια έξω από την πόλη!
Στη συνέχεια όλο και περισσότεροι ξένοι επισκέπτες έρχονται στην πόλη και κατά κανόνα όλοι γοητεύονται από την ομορφιά της.
Η άνθηση όμως που γνώρισε η Κερύνεια εξαιτίας του εμπορίου με τη Μικρά Ασία κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, αρχίζει να γνωρίζει κάμψη με την αλλαγή κυριάρχου στην Κύπρο και τους νέους κανονισμούς που εισάγουν οι Βρετανοί μετά το 1878. Χαριστική βολή στις εμπορικές δραστηριότητες της Κερύνειας απετέλεσε η μικρασιατική καταστροφή του 1922 και ο διωγμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας με τους οποίους κατά κύριο λόγο συναλλάσσονταν και συνεργάζονταν μέχρι τότε οι Κερυνειώτες.