Παρά το ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν έχει επισκεφθεί ποτέ την Κύπρο, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα, η Κύπρος και το πρόβλημά της αποτελούν το σημαντικότερο και τραγικότερο κεφάλαιο της όλης πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Όταν ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, σε ηλικία 48 χρόνων, το 1955, ήδη είχε από μήνες αρχίσει στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας κατά των Άγγλων κυριάρχων. Η κατάσταση την οποία ο Καραμανλής εκαλείτο να αντιμετωπίσει δεν ήταν μόνο περίεργη αλλά και ιδιαίτερα λεπτή όσο και κρίσιμη. Η Ελλάδα, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε εξέλθει βαρύτατα τραυματισμένη από τα δεινά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου σπαραγμού που τον ακολούθησε, δεν είχε ακόμη κατορθώσει να ορθοποδήσει ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά, ούτε στρατιωτικά, κι ήταν σχεδόν απόλυτα εξαρτημένη από τους ξένους «μεγάλους προστάτες» της, τους Αμερικανούς, κατά κύριο λόγο, οι οποίοι είχαν αντικαταστήσει λίγο πιο πριν τους Άγγλους στον ρόλο αυτό. Αυτό που είχε λεχθεί από ελλαδικής πλευράς λίγα χρόνια πιο πριν στον Κύπριο ηγέτη αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ότι «η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον με αμερικανικόν, τον δε αγγλικόν» και ότι «δεν ημπορεί εξαιτίας της Κύπρου να κινδυνεύσει να πεθάνει από ασφυξίαν», εξακολουθούσε ως ένα μεγάλο βαθμό να ισχύει. Η Αγγλία εξακολουθούσε να έχει τεράστια επιρροή στα ελληνικά πράγματα, κι ήταν η βασική σύμμαχος της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα εκαλείτο να επωμισθεί το βαρύ φορτίο της υποστήριξης των Ελλήνων Κυπρίων που αγωνίζονταν ήδη ένοπλα. Ο αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων στρεφόταν κατά των Άγγλων που ήσαν σύμμαχοι της Ελλάδας, και το αίτημά τους ήταν ο τερματισμός της αγγλικής κατοχής της Κύπρου και η ένωσή της με την Ελλάδα που ήταν σύμμαχος της Αγγλίας.
Μόλις ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατόρθωσε να σταθεροποιηθεί στην εξουσία (μετά την ίδρυση της ΕΡΕ και τη νίκη του στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1956), μερικά συγκλονιστικά γεγονότα με παγκόσμια απήχηση σημειώθηκαν στην Κύπρο και συνοδεύθηκαν από συνεχείς και ιδιαίτερα μαχητικές αντιβρετανικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα: Ήταν κυρίως η σύλληψη και εξορία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου (9 Μαρτίου 1956) και ο απαγχονισμός των Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου (10 Μαϊου 1956). Η πίεση του ελληνικού λαού πάνω στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για περαιτέρω ελλαδική έμπρακτη συμπαράσταση στους Έλληνες Κυπρίους ήταν τεράστια. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να «παγώσει» και σχεδόν να «νεκρώσει» τις σχέσεις της με τη βρετανική.
Η αποτυχία της αποστολής στην Κύπρο του λόρδου Ράντκλιφ, ο οποίος είχε έλθει να προτείνει σύνταγμα αλλά, από πλευράς Ελλήνων Κυπρίων, δεν βρήκε απολύτως κανένα συνομιλητή αλλά έπαιρνε το μήνυμα ότι τους Έλληνες του νησιού εκπροσωπούσε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος που εκρατείτο απομονωμένος στις Σεϋχέλλες, ήταν μια ακόμη εξέλιξη που δεν είχε οδηγήσει πουθενά. Γινόταν όμως σαφές σε όλους ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να συνομιλεί με τρίτους για την υπόθεση της Κύπρου χωρίς να είναι παρών ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος (αν και καθ’ όλο το διάστημα της 13μηνης απομόνωσης του αρχιεπισκόπου στις Σεϋχέλλες, η κυβέρνηση Καραμανλή βρισκόταν σε συνεχή επαφή τόσο με τον στρατιωτικό αρχηγό των αγωνιζομένων Ελλήνων Κυπρίων Γεώργιο Γρίβα, όσο και με τον εθναρχεύοντα αντικαταστάτη του Μακαρίου μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο).
Μετά την απελευθέρωση του Μακαρίου από τις Σεϋχέλλες το 1957 αλλά την απαγόρευση της επιστροφής του στην Κύπρο, ο Κύπριος ηγέτης πήγε στην Αθήνα (17 Απριλίου 1957) όπου παρέμεινε μέχρι τέλους του αγώνα. Κατά το διάστημα αυτό, είχε συνεχή συνεργασία για το ζήτημα της Κύπρου με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την κυβέρνησή του. Το ζήτημα της Κύπρου επροωθείτο από την κυβέρνηση Καραμανλή όπου κι όπως ήταν δυνατό, κι εσυζητείτο τόσο σε διεθνή επίπεδα (Ηνωμένα Έθνη) όσο και σε συμμαχικά (NATO).
Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει διαγραφόμενους κατά καιρούς κινδύνους για την Κύπρο και την υπόθεσή της, όπως το προταθέν κατά το 1958 αγγλικό διχοτομικό σχέδιο Μακμίλλαν. Όμως, όπως και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις που είχαν χειριστεί το Κυπριακό, έτσι και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά και ν' αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τουρκικό παράγοντα ο οποίος, με την ενθάρρυνση των Βρετανών, όλο και περισσότερο έντονα κι απαιτητικά αναμειγνυόταν στο θέμα της Κύπρου. Έχουμε έτσι το φαινόμενο: ενώ στην Κύπρο ο αγώνας συνεχιζόταν κατά των Άγγλων που κατείχαν το νησί, τελικά το Κυπριακό «ρυθμίστηκε» στα πλαίσια ελληνοτουρκικού διαλόγου, κατάληξη του οποίου ήσαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης που συνομολογήθηκαν χωρίς την επίσημη παρουσία των Βρετανών. Η Αγγλία προσυπέγραψε τις συμφωνίες αυτές λίγο αργότερα, μαζί με τους εκπροσώπους των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, στο Λονδίνο.
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε ενθαρρυνθεί να προχωρήσει σε διάλογο για λύση του Κυπριακού με προοπτική ανεξαρτησίας (αντί αυτοδιαθέσεως -ενώσεως όπως ήταν αρχικά το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων), μετά τη γνωστή δήλωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς την Αγγλίδα βουλευτίνα Μπάρμπαρα Κασλ (στις 16 Σεπτεμβρίου 1958). Αρχικά οι επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κρατήθηκαν αυστηρά μυστικές (βλέπε λήμμα Αβέρωφ Ευάγγελος). Άρχισαν με συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών των δυο χωρών Αβέρωφ και Φατίν Ζορλού και συνεχίστηκαν σε επίπεδο ανωτέρων διπλωματικών υπαλλήλων. Τον Φεβρουάριο του 1959 — όχι χωρίς την ενθάρρυνση των Άγγλων, των Αμερικανών και του NATO — συναντήθηκαν στη Ζυρίχη αντιπροσωπείες των δυο χωρών, με επίκεφαλής τους πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Α. Μεντερές. Η συνάντηση κατέληξε στις γνωστές συμφωνίες που άνοιξαν τον δρόμο για την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση Καραμανλή κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκαν αργότερα σκληρά επειδή οδήγησαν την υπόθεση της Κύπρου στη λύση με βάση τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Το ίδιο σκληρά κατηγορήθηκε κι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος από πολιτικούς του αντιπάλους, επειδή είχε αποδεχθεί τελικά τις συμφωνίες εκείνες, έστω κι αν στο Λονδίνο (όπου είχε μεταβεί για την επικύρωση των συμφωνιών ή όχι) είχε δεχθεί σύμφωνα με ισχυρισμούς του πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και του ιδίου του Καραμανλή για να δώσει θετική απάντηση και να θέσει την υπογραφή του στο κείμενο των συμφωνιών. Ο Καραμανλής ουδέποτε συγχώρεσε το Μακάριο για τη μετάθεση ευθυνών στους ώμους του από τον Μακάριο.
Μετά την επικύρωση των συμφωνιών της Ζυρίχης στο Λονδίνο, τερματίστηκε ο ένοπλος αγώνας στην Κύπρο και άρχισε η μεταβατική περίοδος που θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960. Στην Αθήνα η κυβέρνηση Καραμανλή παρουσίασε ως μεγάλη επιτυχία της την διευθέτηση του Κυπριακού, ενώ η αντιπολίτευση εξέφραζε απογοήτευση έως οργή, αμφιβολίες έως βάσιμους φόβους για το μέλλον της Κύπρου. Στην ίδια την Κύπρο έγιναν ενθουσιώδεις πανηγυρισμοί, κι άρχισαν οι διεργασίες για τη δημιουργία του νέου κράτους στο οποίο οι Τούρκοι είχαν εξασφαλίσει μέσω του Συντάγματος συνεταιρισμό με ποσοστό 30% (ενώ οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειοψηφία του 18%) και διάφορα υπερπρονόμια.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1959, λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή των συμφωνιών, ο Ηλίας Τσιριμώκος έλεγε σε αγόρευσή του στη Βουλή των Ελλήνων:
- ...Αὐτό τό κράτος εἶναι μία πυριτιδαποθήκη καί διά τήν Ἑλλάδα καί διά τήν Τουρκίαν καί διά τήν Μέσην Ἀνατολήν... Δέν ἐκλείσαμεν ἀλλά ἐδημιουργήσαμεν ἕνα Κυπριακόν ζήτημα, τοῦ ὁποίου τάς συνεπείας θά ἴδωμεν εἰς τό μέλλον. Ἲσως πολύ συντομώτερον ἀπό ὅ,τι φοβούμεθα...
Και πράγματι, το ιδιότυπο σύνταγμα που προέκυψε από τις συμφωνίες, πολύ σύντομα απεδείχθη στην πράξη ότι δεν ήταν καν κατάλληλο για την ομαλή λειτουργία του νέου κράτους. Οι ατέλειες που υπήρχαν ενισχύονταν και από το γεγονός ότι ούτε οι Ελληνοκύπριοι ούτε οι Τουρκοκύπριοι ήσαν διατεθειμένοι να συνεργαστούν αρμονικά στα πλαίσια μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Οι μεν δεν εγκατέλειψαν το αίτημά τους για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε συνέχισαν τις προσπάθειές τους για διχοτόμηση του νησιού. Εξάλλου η επιρροή των «μητέρων - πατρίδων» εξακολουθούσε να είναι τεράστια, ακόμη περισσότερο επειδή τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έγιναν — μαζί με την Αγγλία — οι «εγγυήτριες δυνάμεις» της κυπριακής ανεξαρτησίας, και μάλιστα με δικαίωμα επεμβάσεως στην Κύπρο.
Από νωρίς ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που είχε εκλεγεί ως πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε δει την ανάγκη για τροποποίηση μερικών βασικών άρθρων του συντάγματος για την καλύτερη κι απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους. Αν και φαίνεται ότι είχε κάποιες ενθαρρύνσεις από τρίτους, ωστόσο η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υπέδειξε σ' αυτόν σαφώς ότι κατ' ουδένα τρόπο έπρεπε να δοκιμάσει τροποποιήσεις του σύνταγματος. Ο Μακάριος δεν επέμεινε. Επανήλθε όμως στο ζήτημα αυτό μετά την πτώση του Κ. Καραμανλή και τη φυγή του από την Ελλάδα, όταν στην εξουσία ανήλθε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Έτσι, στα τέλη του 1963 υπέβαλε τις γνωστές από 13 σημεία προτάσεις του για τροποποίηση του συντάγματος.
Ακολούθησε η βίαιη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων και οι Διακοινοτικές Ταραχές του 1963/4.
Στα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν κατά την επόμενη δεκαετία, ο Καραμανλής δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη γιατί ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι.
Στο πολιτικό προσκήνιο επανήλθε τον Ιούλιο του 1974, εξαιτίας της συγκλονιστικής τραγωδίας της Κύπρου, αναλαμβάνοντας την εξουσία στην Ελλάδα κι έχοντας ν' αντιμετωπίσει ξανά το Κυπριακό πρόβλημα σε μια νέα και τραγικότερη φάση του.
» Βλέπε ψυχογραφήματα του State Department για Κύπρο
Εισβολή
Είχε προηγηθεί η διακυβέρνηση της Ελλάδας, για επτά περίπου χρόνια, από τη στρατιωτική χούντα. Αποκορύφωμα των αφρόνων ενεργειών της χούντας ήταν το πραξικόπημα που διενήργησε στις 15 Ιουλίου 1974 κατά του προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο. Ακολούθησε, στις 20 Ιουλίου 1974, η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στο νησί. Ανίκανη ν' αντιμετωπίσει τα γεγονότα, η στρατιωτική χούντα των Αθηνών παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς. Εσπευσμένα εκλήθη από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής, που σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Η κατάσταση χάους όμως που βρήκε στην χώρα δεν του παρείχε τις δυνατότητες ν' αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κυπριακή τραγωδία. Περιορίστηκε σε αποστολή ασήμαντης στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο, ενώ προσπάθησε να δώσει μάχη στο πολιτικό πεδίο.
Μετά την αποτυχία των συνομιλιών της Γενεύης (όπου η Τουρκία είχε προβάλει απαράδεκτες τελεσιγραφικές αξιώσεις), τα τουρκικά στρατεύματα διενήργησαν τη δεύτερη και καταστροφικότερη προέλασή τους στις 14 Αυγούστου 1974, καταλαμβάνοντας το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους, με όλες τις τραγικές συνέπειες για τον λαό του νησιού. Ο Καραμανλής και η κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεν ήσαν σε θέση να προστατεύσουν την Κύπρο. Μοιραία, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας που είχε υπογράψει το 1959 εκ μέρους της χώρας του την «εγγύηση» της Κύπρου, έβλεπε τώρα την Κύπρο να καταστρέφεται και ανακάλυπτε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια.
» Βλέπε λήμμα: Η κρίσιμη σύσκεψη στην Αθήνα μετά την Εισβολή
Στο διάστημα που ακολούθησε μέχρι το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποστήριζε την υπόθεση της Κύπρου στο πολιτικό πεδίο.
Πηγή: