Η ακμή του κυπριακού θεάτρου σκιών κράτησε μια περίπου εικοσαετία, από το 1920 μέχρι το 1940. Κατά το διάστημα αυτό, αλλά και λίγο ενωρίτερα και λίγο αργότερα, οι καραγκιοζοπαίκτες όργωναν κυριολεκτικά την κυπριακή ύπαιθρο αλλά έδιναν παραστάσεις και στις πόλεις όπου έμεναν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Συνήθως ταξίδευαν μαζί με τα σύνεργά τους σε μια ή δυο βαλίτσες, από χωριό σε χωριό. Όταν έφθαναν σε κάποιο χωριό, έρχονταν σε συμφωνία με τον ιδιοκτήτη ενός καφενείου ή άλλου χώρου για μια ή περισσότερες παραστάσεις. Οι ίδιοι έστηναν τη σκηνή τους και φρόντιζαν να διαφημίσουν την παρουσία τους στο χωριό μέσω ενός ντελάλη. Το βράδυ έδιναν την παράστασή τους, έναντι μικρής αμοιβής από τους παρευρισκόμενους. Άλλοτε οι θεατές πλήρωναν συγκεκριμένη τιμή εισιτηρίου, άλλοτε εκαλούντο να πληρώσουν όσα ο καθένας ήθελε ή μπορούσε. Άλλοτε πάλι οι καραγκιοζοπαίκτες γύριζαν δίσκο μεταξύ των θεατών κατά το διάλειμμα της παράστασής τους.
Μετά την παράσταση φιλοξενούνταν στο χωριό ή κοιμούνταν στο καφενείο, ή όπου αλλού ήταν δυνατό, και την επόμενη μέρα φορτώνονταν πάλι τα σύνεργά τους και ξεκινούσαν για το επόμενο χωριό. Συνήθως δεν πλήρωναν ενοίκιο για τη χρησιμοποίηση του καφενείου ως χώρου παραστάσεων, ο δε καφετζής κέρδιζε από ό,τι κατανάλωναν οι θεατές. Πρόσφερε μάλιστα και φαγητό στους καραγκιοζοπαίκτες, αν ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος.
Το επάγγελμα του καραγκιοζοπαίκτη ήταν, συνεπώς, σκληρό. Συνεπαγόταν συνεχείς μετακινήσεις, χαρές και πικρίες. Παράλληλα, ο καραγκιοζοπαίκτης έπρεπε να διαθέτει ταλέντα: να κατασκευάζει τις φιγούρες και τα άλλα σύνεργα της δουλειάς του, να πλάθει ιστορίες και έργα, να ενσαρκώνει φωνητικά όλους τους ήρωες των έργων του, να τραγουδά κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καραγκιοζοπαίκτες δεν διέθεταν γραμμένα κείμενα των έργων τους, τα οποία μάθαιναν κι αποστήθιζαν ενώ, πολύ συχνά, αυτοσχεδίαζαν κιόλας σύμφωνα προς τα γούστα του εκάστοτε κοινού που παρακολουθούσε τις παραστάσεις. Είναι κλασικό πλέον το επεισόδιο καραγκιοζοπαίκτη που τροποποίησε το έργο του «Αθανασίου Διάκου» έτσι ώστε ο ήρωας όχι μόνο να μη πεθαίνει στο τέλος, αλλά να νικά κιόλας όλους τους εχθρούς του, προκειμένου να ικανοποιηθεί το κοινό που ήταν απειλητικό.
Αρχικά οι Κύπριοι καραγκιοζοπαίκτες παρουσίαζαν έργα Ελλαδιτών συναδέλφων τους που κυκλοφορούσαν τυπωμένα σε φυλλάδια (ιδίως μετά το 1924), τα οποία και μάθαιναν. Αργότερα δημιούργησαν και δικά τους έργα, μερικά από τα οποία ήσαν εμπνευσμένα από την Κύπρο, την ιστορία και τους ανθρώπους της.
Οι παραστάσεις Καρακιόζη τόσο πολύ γοήτευαν τους Κυπρίους, ώστε στριμώχνονταν στις αίθουσες των καφενείων και των κέντρων για να τις παρακολουθήσουν. Ήταν ένα θαυμάσιο είδος ψυχαγωγίας από το οποίο απουσίαζαν συνήθως τα αισχρά λόγια και υπονοούμενα, που ιδιαίτερα εντυπωσίαζε τα παιδιά. Τα παιδιά, σε κάθε χωριό και σε κάθε γειτονιά των πόλεων, μιμούνταν τους καραγκιοζοπαίκτες και την τέχνη τους και κατά κανόνα δημιουργούσαν τις δικές τους φιγούρες κι έδιναν τις δικές τους «παραστάσεις» παντού.
Η εξέλιξη, που ήλθε κυρίως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος, καταδίκασε την τέχνη του Καρακιόζη στην παρακμή και στην εξαφάνιση.
Πάρα πολλά έχουν γραφτεί για την τέχνη του Καρακιόζη. Ιδιαίτερα για τον κυπριακό Καρακιόζη βλέπε Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Η Τέχνη του Καραγκιόζη στην Κύπρο και τα Απομνημονεύματα του Χριστόδουλου Πάφιου, Λευκωσία, 1982, όπου και ολόκληρη η προγενέστερη βιβλιογραφία, καθώς και βιογραφικά των Κυπρίων καραγκιοζοπαικτών.