Ο συνοικισμός στον Άγιο Δημήτριο βρίσκεται σ' ελάχιστη απόσταση στα νότια της Τέντας. Μετά τον εντοπισμό του, το 1978, ένα μεγάλο τμήμα του κεντρικού του τομέα ανασκάφηκε και, αφού σχεδιαγραφήθηκε, επιχωματώθηκε για να κατασκευαστεί πάνω σ' αυτό μικρό μέρος του νέου δρόμου Λευκωσίας -Λεμεσού, μήκους 150 περίπου μέτρων. Στο καλυμμένο αυτό τμήμα του συνοικισμού βρίσκονται τ' αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλων κατοικιών κτισμένων από αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους. Παρόμοιες κατοικίες και μεγάλα κτιριακά συμπλέγματα αποκαλύφθηκαν, μετά την επιχωμάτωση, στον ανατολικό, στον νότιο, στον κεντρικό και στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού, που δεν είχαν επηρεαστεί από τη διέλευση του δρόμου. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο από τα αποκαλυφθέντα κτιριακά συμπλέγματα βρίσκεται στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού. Τούτο καλύπτει μια έκταση 1.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων και αποτελείται από μια μεγάλη εσωτερική αυλή, πλαισιωμένη από διαδρόμους και δωμάτια στη βόρεια και τη νότια πλευρά. Στο ανατολικό τμήμα του κτιρίου υπάρχουν πολλά ομοιόμορφα μικρά δωμάτια και στη δυτική του πλευρά υπάρχει μόνο μια μεγάλη αίθουσα (19 Χ 7,5 μ.) με μια σειρά από έξι μονολιθικούς πεσσούς. Στην αίθουσα αυτή βρέθηκαν αρκετοί αποθηκευτικοί πίθοι, τοποθετημένοι κατά σειράν πάνω σε ειδικές λίθινες βάσεις, στηριγμένες στο δάπεδο. Ολόκληρο το κτίριο ήταν κτισμένο με αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους και πιθανό να αποτελούσε ένα από τους κυριότερους δημόσιους διοικητικούς χώρους του συνοικισμού. Τόσο το κτίριο αυτό όσο και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του συνοικισμού, που παραλληλίζονται με τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Έγκωμης και του Κιτίου, χρονολογούνται μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ. και μαρτυρούν την μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής της Καλαβασού στη διάρκεια των Κυπρο -Μυκηναϊκών χρόνων.
Η σημαντικότερη ανακάλυψη κινητών αρχαιοτήτων επιτεύχθηκε έξω από τη δυτική πλευρά του επιβλητικού αυτού δημοσίου κτιρίου. Πρόκειται για την ανεύρεση ενός από τους πλουσιότερους κυπριακούς αρχαιολογικούς θησαυρούς μέσα σε άθικτο λαξευτό τάφο, που χύνει άπλετο φως στην κοινωνικο - οικονομική και πολιτιστική υπόσταση των κατοίκων της περιοχής αυτής στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., όπου εντάσσεται χρονολογικά ο τάφος και τα κτερίσματά του. Ο νεκρικός θάλαμος του τάφου, πλάτους 4,40 μ., είναι λαξευτός στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχωμα και φέρει έδρανο στην ανατολική του πλευρά. Μέσα σ' αυτό βρέθηκαν οι σκελετοί τριών νεαρών γυναικών, ενός παιδιού 4 - 8 χρόνων και δυο νηπίων. Τα κτερίσματα που συνόδεψαν τους νεκρούς αποτελούνται από χρυσά βραχιόλια, περιδέραια και δακτυλίδια συνολικού βάρους 432 γραμμαρίων, παρόμοια αργυρά κοσμήματα, διάφορα άλλα κοσμήματα και αντικείμενα από φαγεντιανή, αλάβαστρο και γυαλί και εκλεκτά μυκηναϊκά αγγεία με περίτεχνη διακόσμηση δελφινιών και ποικίλων γεωμετρικών μοτίβων.
Ο πλουσιότατος αυτός τάφος, που είναι κατά 50 - 70 χρόνια αρχαιότερος του μυκηναϊκού συνοικισμού στον Άγιο Δημήτριο ανήκει στο νεκροταφείο ενός αρχαιότερου γειτονικού συνοικισμού, που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.
Οι 13 ανασκαφέντες τάφοι στον κεντρικό οικιστικό τομέα της Καλαβασού, της Μέσης εποχής του Χαλκού, και όλοι οι άλλοι, που κατά καιρούς βρέθηκαν στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον του χωριού και που χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού, απέδωσαν μεγάλες ποσότητες αγγειοπλαστικής, ποικίλα μικροτεχνικά έργα και διάφορα άλλα κτερίσματα.
Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν στα βόρεια - βορειοδυτικά του μεγάλου δημόσιου κτιρίου που είχε αποκαλυφθεί μεταξύ του 1982 και του 1987. Βρέθηκε ένας δεύτερος μεγάλος αποθηκευτικός χώρος με σειρές από μεγάλους πίθους. Υπολογίστηκε ότι η χωρητικότητα της αποθήκης ήταν περίπου 50.000 λίτρα. Δεν βρέθηκαν ίχνη από σπόρους, γι’ αυτό φαίνεται ότι οι αποθηκευτικοί πίθοι περιείχαν υγρά προϊόντα, όπως κρασί ή και λάδι. Στα δυτικά του μεγάλου κτιρίου υπήρχε στενός δρόμος και άλλο μεγάλο κτίριο, που χαρακτηρίστηκε ως «ημιεπίσημο». Το κτίριο αυτό περιείχε μεγάλη ορθογώνια λίθινη δεξαμενή. Απ' αυτό κι άλλα κατάλοιπα φαίνεται πως επρόκειτο για κάποιο κτιριακό σύμπλεγμα που εχρησιμοποιείτο για την παραγωγή κάποιου υγρού, ίσως ελαιοτριβείο. Τελικό συμπέρασμα θα δοθεί όταν η ανασκαφή ολοκληρωθεί.
Στην ανατολική πλευρά του μεγάλου δημοσίου κτιρίου έγινε επίσης έρευνα. Βρέθηκαν ένας μεγάλος τοίχος και ένας οχετός και πιο πέρα ένας ανοικτός χώρος που χώριζε τα «επίσημα» κτίρια από τις κατοικίες. Φαίνεται ότι το μεγάλο κτίριο ήταν περιφραγμένο με μεγάλο τοίχο που χώριζε τα δημόσια οικοδομήματα του οικισμού από τις κατοικίες. Τμήμα μιας μεγάλης κατοικίας αποκαλύφθηκε στα νοτιοανατολικά, ή πιθανώς κτιρίου που εχρησιμοποιείτο για «ελαφρά βιομηχανία». Στον χώρο αυτό βρέθηκε μεγάλος αριθμός κινητών αρχαίων αντικειμένων (μικρά πιθάρια, πέτρινα βαρίδια, χειρόμυλοι και άλλα πέτρινα εργαλεία καθώς και χάλκινα αντικείμενα). Στα νότια του μεγάλου δημόσιου κτιρίου, και πολύ κοντά του, αποκαλύφθηκε το 1990 ένα άλλο σημαντικό «επίσημο» κτίριο που ήταν κτισμένο από πελεκητούς λίθους, διαστάσεων τουλάχιστον 23X15 μέτρων.
Μεταξύ των κινητών ευρημάτων του 1990 περιλαμβάνονται ωραία χάλκινα αντικείμενα, ένα αγγείο, λίθινη εγχάρακτη σφραγίδα με παράσταση ταύρου, ένας σκαραβαίος από φαγεντιανή, μια πρόχους με διάτρητη βάση και ασυνήθιστη ζωγραφική διακόσμηση, εγχάρακτες λαβές αγγείων και πολλά κεραμικά όστρακα.
Ήδη οι αρχαιολόγοι — μετά και τις πιο πρόσφατες ανασκαφές — ομιλούν για αρκετά σημαντική πόλη του 13ου π.Χ. αιώνα, που είχε σχέση με την παραγωγή, κατεργασία και εμπορία του χαλκού με αρκετά περίπλοκη διοίκηση η οποία απαιτούσε την ύπαρξη χωριστών κτιριακών συγκροτημάτων, όπως λ.χ. το μεγάλο δημόσιο κτίριο που φαίνεται ότι είχε καταστραφεί από πυρκαγιά γύρω στα 1200 π.Χ.
Οι ανασκαφές, πάντως, θα συνεχιστούν και κατά τα επόμενα χρόνια, οπότε θα υπάρξουν κι άλλα δεδομένα και τελικά συμπεράσματα.