Ο συνοικισμός της Καλαβασού Α παρόλο που υπάγεται στην τοποθεσία Κοκκινόγια, βρίσκεται στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο, μαζί με τον χαλκολιθικό συνοικισμό της Καλαβασού Β, που υπάγεται στην τοποθεσία Παμπούλες. Οι κατοικίες του συνοικισμού αυτού, που ανήκαν σε μια μικρή αγροτική κοινότητα γεωργών και κτηνοτρόφων της δεύτερης φάσης της Νεολιθικής εποχής, χαρακτηρίζονται από μια εντελώς πρωτότυπη αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ημιυπόγειες, μονοθάλαμες κατοικίες, ακανόνιστου κυκλικού ή ελλειψοειδούς σχήματος, λαξευμένες στο φυσικό σκληρό βράχωμα, που πιθανό να ήσαν στεγασμένες με καλάμια και ξύλα, καλυμμένα με συμπαγές στρώμα πηλού. Εκτός από μερικά μικρά κυκλικά ανοίγματα στα κεντρικά σημεία των γυμνών —φυσικών — δαπέδων, που φαίνεται να ήσαν οι υποδοχές ξύλινων πασσάλων για τη στήριξη των στεγών, δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις για τη δόμηση και την υπόλοιπη αρχιτεκτονική μορφή των κατοικιών. Επειδή η μεγάλη διάβρωση του εδάφους κατέστρεψε σχεδόν ολότελα τα διάφορα διαδοχικά στρώματα του αρχαιολογικού χώρου, τα ανασκαφικά πορίσματα βασίστηκαν περισσότερο στην τυπολογία και τον συγκριτικό παραλληλισμό των κινητών ευρημάτων. Στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά δείγματα λίθινων τριπτήρων, κοπάνων, γουδιών, αξίνων, πυριτολιθικών λεπίδων, αγγείων και άλλων οικιακών σκευών και εργαλείων καθώς και μεγάλος αριθμός κεραμεικών οστράκων, που ανήκουν σε αγγεία με κτενιστή διακόσμηση και σε άλλα λευκά ερυθροβαφή αγγεία.
Ο ανασκαφέας και άλλοι μελετητές της κυπριακής Προϊστορίας, συγκρίνοντας τις κατοικίες της Καλαβασού Α μ' εκείνες της Beerscheba στη νότια Παλαιστίνη και βλέποντας τις σχετικές ομοιότητές τους κατέληξαν στο πιθανό συμπέρασμα ότι οι κατοικίες της Καλαβασού Α κτίστηκαν από εποίκους που προέρχονταν από την παλαιστινιακή αυτή περιοχή και που εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 4500 π.Χ. Άλλοι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι κατοικίες αυτές είναι κάπως μεταγενέστερες απ' εκείνες της Σωτήρας, που καταστράφηκαν από σεισμό, και αποτελούν ειδικά αντισεισμικά καταφύγια, και άλλοι δεν αποκλείουν την πιθανότητα να ήσαν πραγματικά ειδικά κατασκευασμένες για προφύλαξη από τους σεισμούς, αλλά σύγχρονες των κατοικιών της Σωτήρας. Παρόλο που οι θεωρίες αυτές φαίνονται ευλογοφανείς, ωστόσο παραμένουν απλές εικασίες. Ελπίζεται όμως ότι, με τη συνέχιση των συστηματικών ανασκαφικών ερευνών, θα έλθουν στο φως νέες επαρκείς και αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες, που θα διαλευκάνουν όχι μόνο το προβληματικό αυτό θέμα, αλλά και άλλες σκοτεινές πτυχές του κυπριακού, νεολιθικού πολιτισμού.
Ο συνοικισμός της Καλαβασού Β φαίνεται να αποτελεί συνέχεια του προγενέστερου νεολιθικού συνοικισμού της Καλαβασού Α και παρουσιάζει σχεδόν πανομοιότυπη οικιακή αρχιτεκτονική. Μερικά από τα δείγματα των κατοικιών του, που αποκαλύφθηκαν, είναι λαξευμένα τμηματικά στον φυσικό βράχο, σε ακανόνιστο κυκλικό σχήμα, και το υπέργειο τμήμα τους είναι κατασκευασμένο από ξύλα, επενδυμένα με παχύ στρώμα πηλού. Ελάχιστα άλλα από τα ανασκαφέντα δείγματα κατοικιών είναι ολότελα υπέργεια σε σχήμα κώνου. Τα θεμέλια και το κυκλικό κάτω μέρος είναι λιθόκτιστα και η ανωδομή κατασκευασμένη από πασσάλους, που καταλήγουν στην κορφή ενός άλλου πασσάλου, στηριγμένου στο κέντρο του δαπέδου. Το ίδιο ακριβώς αρχιτεκτονικό σχήμα έχουν και μερικές από τις κατοικίες του χαλκολιθικού συνοικισμού της Ερήμης.
Τα κινητά ευρήματα από τον συνοικισμό περιλαμβάνουν ελάχιστα δείγματα λίθινων αγγείων, μερικά δείγματα πήλινων λευκών ερυθροβαφών αγγείων, οστέινα αντικείμενα και διάφορα άλλα μικροτεχνικά έργα.