Μετά το θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β' του Νόθου, συζύγου της Αικατερίνης Κορνάρο της «θυγατέρας της Βενετίας», στις 6 Ιουλίου 1473 στην Αμμόχωστο —όπου είχε πάει για κυνήγι κι όπου κηδεύθηκε— τη διακυβέρνηση της Κύπρου ανέλαβαν σύμφωνα προς τη διαθήκη του, οι «επίτροποι» που όρισε: Ιωάννης Ταφούρ κόμης της Τρίπολης, Ιωάννης Πέρεζ Φαμπρέγκ κόμης της Γιάφα και της Καρπασίας, Μόρφου ντε Γκρινιέ κόμης ντε Ρουσιά, Ανδρέας Κορνάρο (θείος της Αικατερίνης), Ιωάννης Αρωνίων, Ρίτζο ντι Μαρίνο καμπερλάνος, και Πέτρος Ντάβιλα. Αμέσως άρχισαν οι συνωμοσίες και οι διεκδικήσεις διαφόρων διεκδικητών στο βασίλειο της Κύπρου, με πρώτη την αδελφή του Ιακώβου Καρλόττα, που είχε στα 1464 εκδιωχθεί από το θρόνο της από τον Ιάκωβο, και δεύτερο τον Φερδινάνδο, βασιλιά της Νεαπόλεως Ιταλίας. Σ' αυτές τις συνωμοσίες μετείχε και ο Λουδοβίκος Αλμπερίκος, ανεψιός του Ιακώβου Ζαπλάνα, Καταλανού πλοιάρχου που βρισκόταν αρχικά στην υπηρεσία των Γενουατών που κατά τον Μάρτιο του 1461 είχε συλληφθεί με τη γκαλλιότα του καθώς έκαμνε επιδρομή στην Καρπασία αλλά λόγω εκτιμήσεως προσελήφθη στην υπηρεσία του Ιακώβου του Νόθου και προήχθη σε βαΐλο του σεκρέτου. Μολονότι η Βενετία μετά το θάνατο του Νόθου είχε ειδοποιήσει όλους τους πιθανούς ενδιαφερομένους (πάπα, Φερδινάνδο κλπ.), ότι η Κύπρος θα ήταν τώρα πια υπό την προστασία της, οι διεκδικητές του βασιλείου δεν ματαίωσαν τις ενέργειές τους.
Στην Κύπρο τα σχέδια του Φερδινάνδου της Νεαπόλεως ευνοούσαν το καταλανικό κόμμα, που απάρτιζαν στην κορφή του ο κόμης της Γιάφα και της Καρπασίας, Βαρκελώνιος την καταγωγή και ευνοούμενος του Ιακώβου από το 1461, ο νεότερος αδελφός του Λουδοβίκος Πέρεζ Φαμπρέγκ, Λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο, Σικελός οπαδός του Νόθου από το 1458, ο Ι. Ζαπλάνα, ο ανεψιός του Λουδοβίκος Αλμπερίκος, κι ο Τριστάνος ντε Ζιμπλέτ ο μόνος «Κύπριος». Ιδίως μετά το θάνατο του κόμητα της Γιάφα, ο αρχιεπίσκοπος ηγήθηκε του καταλανικού κόμματος που σκόπευε να εκτελέσει τα σχέδια του Φερδινάνδου να γίνει κύριος της Κύπρου με το να νυμφευθεί την χήρα Αικατερίνη ο ίδιος ή ένας γιος του και μετά να παντρέψει την Κάρλα, νόθα κόρη του Ιακώβου Β', με ένα από τους νόθους γιους του, τον Αλόνσο, που όμως στα 1473 υιοθετήθηκε από την έκπτωτη Καρλόττα. Αυτό βέβαια περιέκλειε το πρόβλημα ποια ακριβώς συμφέροντα εκπροσωπούσε το καταλανικό κόμμα, που παράλληλα προσπάθησε να μονοπωλήσει την εξουσία μέσω των μελών του που μετείχαν στο συμβούλιο των επιτρόπων, εκτοπίζοντας τους βενετόφιλους και ειδικά τον Ανδρέα Κορνάρο τον ηγέτη του βενετικού κόμματος. Ο Λ. Αλμπερίκος εμφανίζεται στη διαμάχη στις 12 Οκτωβρίου 1473, όταν ο Πέτρο Ντάβιλα ανακηρύχθηκε ιππότης στην Αμμόχωστο. Τότε ξένοι και χωρικοί της Αμμοχώστου [=των γύρω χωριών] άρχισαν να δημιουργούν ταραχές και να επιτίθενται κατά των ανδρών των βενετικών πλοίων που αποσύρθηκαν στην αποβάθρα και ετοιμάζονταν να αμυνθούν, γράφει ο Ντάβιλα, που άοπλος μπήκε στη μέση και τους έσωσε. Γυρίζοντας συνάντησε τον Ζαπλάνα, τον Αλμπερίκο κ.α. ένοπλους, που χτυπούσαν τους Βενετούς, και τότε οπλίστηκε και ξαναβγήκε στη σκηνή των συγκρούσεων κι έσωσε άλλη ομάδα Βενετών. Παρά το επεισόδιο αυτό, ο Αλμπερίκος δυνάμωσε τη θέση του λόγω της προστασίας του θείου του Ζαπλάνα που μαζί με τον αρχιεπίσκοπο κατόρθωσαν να μετάσχουν παράνομα στο συμβούλιο των επιτρόπων.
Βλέπε λήμμα: Καταλανοί
Μετά τη δολοφονία του Ανδρέα Κορνάρο, του Μάρκου Μπέμπο κ.α. βενετόφιλων στις 13 Νοεμβρίου 1473 από τον Ρίτζο ντι Μαρίνο κ.α. του καταλανικού κόμματος στην Αμμόχωστο, την επομένη ο Αλμπερίκος φέρνει γράμμα της Αικατερίνης από την Αμμόχωστο στον Πέτρο Ντάβιλα που του απαγόρευε να προχωρήσει με τους άντρες του από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο, προφανώς γράμμα πλαστό ή υπογραμμένο από τη βασίλισσα με εκβιασμό των Καταλανών, για να εμποδιστεί η άφιξη στην πόλη όπου έμενε τότε η χήρα Αικατερίνη με τον νεογέννητο γιο της Ιάκωβο Γ' (γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1473), δυνάμεων που θα αντιδρούσαν στην επικράτηση των Καταλανών. Παρά ταύτα ο Ντάβιλα, παρακούοντας και σε προηγούμενο πλαστό γράμμα της, μπήκε στην πόλη και είδε τη βασίλισσα στερημένη από κάθε ελευθερία και σε αδυναμία να μιλήσει με οποιονδήποτε Βενετό. Στις 14 Νοεμβρίου 1473 το βράδυ, δυο πλοία της Νεαπόλεως έφθασαν στην Αμμόχωστο για την υπογραφή του συμβολαίου του γάμου των δυο νόθων πριγκίπων Κάρλας και Αλόνσου. Οι επίτροποι πίεσαν τη βασίλισσα, το συμβόλαιο υπεγράφη από την Αικατερίνη με τη βία και εστάλη στη Νεάπολη, ενώ της πήραν το παιδί και την υποχρέωσαν να διατάξει τον εξάδελφό της Παύλο Κονταρίνη, καπετάνιο της Κερύνειας, να εγκαταλείψει το φρούριό του και να έλθει κοντά της, αφήνοντάς το στο έλεός τους. Για να δικαιολογηθούν στη Βενετία για τις πράξεις τους οι επίτροποι, έστειλαν αποστολή υπό τον Φίλιππο Ποδοκατάρο, που γύρισε στις 18 Φεβρουαρίου 1474 άπρακτη αφού διώχθηκε, ενώ ο Αλμπερίκος μετέφερε στον Κονταρίνη το γράμμα της βασίλισσας στις 15 Νοεμβρίου 1473. Ο καπετάνιος αρνήθηκε να παραδώσει τόσο σπουδαίο φρούριο σε έναν ξένο [=τον Αλμπερίκο] που δεν είχε στην Κύπρο ούτε γυναίκα ούτε παιδί ούτε περιουσία, όταν κατάλαβε την πλαστότητα του εγγράφου γιατί δεν είχε τα σημεία της αυθεντικότητας που είχε συμφωνήσει με τον θείο του Ανδρέα Κορνάρο. Θα παρέδιδε όμως το φρούριο στον Νικόλα Μοράμπιτ, βισκούντη της Λευκωσίας, αν τον έστελνε η βασίλισσα. Ο Αλμπερίκος σε λίγο έφερε τον Μοράμπιτ με γράμμα της κι ο Κονταρίνη παρέδωσε το φρούριο αφού πήρε βεβαιώσεις για την προσωπική του ασφάλεια και σαφήνισε ότι δεν το παρέδιδε στον Αλμπερίκο. Ο τελευταίος επέμενε να το παραλάβει τελικά ο ίδιος, ο Μοράμπιτ έγραψε στη βασίλισσα για νέες οδηγίες, κι ο Αλμπερίκος στον Ζαπλάνα, που ήλθε έξαλλος στην Κερύνεια κατά του Μοράμπιτ για την άρνησή του. Τελικά, μπροστά στην εμμονή του Μοράμπιτ, ο Ζαπλάνα γύρισε στη Λευκωσία κι ο Αλμπερίκος περίμενε στην Κερύνεια την απάντηση της βασίλισσας από την Αμμόχωστο, που έφθασε στις 18 Νοεμβρίου 1473. Σύμφωνα με αυτήν ο Μοράμπιτ δέχθηκε τον Αλμπερίκο ως καπετάνιο του φρουρίου και γύρισε στη Λευκωσία. Αλλά στις 23 Νοεμβρίου 1473 ο Μοράμπιτ κλήθηκε στην Αμμόχωστο από την Αικατερίνη που τον διέταξε την 1η Δεκεμβρίου 1473 να ξαναγυρίσει στη θέση του διοικητή της Κερύνειας και τον διόρισε ισόβιο βισκούντη της Λευκωσίας. Μαζί με τον Ρίτζο ντι Μαρίνο ο Μοράμπιτ πήγε στη Λευκωσία όπου διόρισε αντικαταστάτη του κι απ' εκεί στην Κερύνεια. Ο Αλμπερίκος αρχικά αρνήθηκε να του παραδώσει το φρούριο, στο τέλος όμως υπάκουσε στην εντολή της βασίλισσας κι έφυγε στη Λευκωσία στις 9 Δεκεμβρίου 1473 ακολουθούμενος από τον Μαρίνο. Αυτή ήταν η πρώτη ήττα του καταλανικού κόμματος, που οφειλόταν στην ενθάρρυνση των βενετόφιλων εξαιτίας της είδησης που έφθασε στην Αμμόχωστο στις 19 ή 20 Νοεμβρίου 1473, ότι βρισκόταν στο δρόμο βενετικός στόλος 8 γαλέρων υπό τον προβλεπτή Βίκτορα Σοράντζο για να υπερασπίσει το βασίλειο κατά των εχθρών του και ειδικά κατά του σουλτάνου της Αιγύπτου, που είχε πρόσφατα υποσχεθεί την Κύπρο στην Καρλόττα (αναιρώντας την προηγούμενη στάση του). Η είδηση πρόσθετε ότι αν παρίστατο ανάγκη θα ερχόταν ολόκληρος ο βενετικός στόλος να αμυνθεί της Κύπρου. Πράγματι, ο προβλεπτής έφθασε στις 24 Νοεμβρίου 1473 στην Αμμόχωστο με 10 πλοία αντί 8, κι αμέσως ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο να καταλάβει την Αμμόχωστο και την Κερύνεια, την πρώτη μάλιστα δοκίμασαν να την πάρουν άνθρωποι του προβλεπτή εξαγοράζοντας τον καστελάνο της, αλλά μάταια. Ο αρχιεπίσκοπος και οι επίτροποι κωλυσιεργούσαν και υποκρίνονταν υπακοή στα αιτήματα και στις εντολές του Σοράντζο, ανάμεσα στα οποία ήταν ότι η βασίλισσα πρέπει να είναι βασίλισσα, αλλά άρχισαν να οικειοποιούνται τους θησαυρούς της. Ο Σοράντζο επικοινώνησε κρυφά με τον κόμητα Ρουσιά και τον Πέτρο Ντάβιλα, αρχηγό του ιππικού, για τρόπους μεταφοράς της βασίλισσας στη Λευκωσία παρά τη γνώμη των Καταλανών. Όταν κι ο κόμης της Τρίπολης, ως καπετάνιος της Αμμοχώστου, συνάντησε τον Σοράντζο, ο Ζαπλάνα αντέδρασε, αλλά η βασίλισσα τον ηρέμησε και με τον Πέτρο Ντάβιλα διαβεβαίωσε τον προβλεπτή για την ασφάλειά της. Έπειτα αυτός πήγε στη Λευκωσία όπου οι κάτοικοι του είπαν να φύγει και να φέρει τη βασίλισσα στην πρωτεύουσα. Παρόμοια δήλωση φιλίας και υποταγής στη Βενετία έκαμε στον προβλεπτή κι ο Αλμπερίκος που είχε στο μεταξύ επιστρέψει στην Αμμόχωστο από την Κερύνεια μαζί με τον Ρίτζο ντι Μαρίνο αλλά δεν τολμούσαν να μείνουν στη Λευκωσία διότι είχαν οι Βενετοί στείλει εκεί στρατό για να τους συλλάβει. Στην Αμμόχωστο πίστευαν ότι θα ήσαν ασφαλείς μαζί με τον αρχιεπίσκοπο. Προφανώς για να αποφύγει τη σύλληψη ο Αλμπερίκος συνάντησε τον προβλεπτή μαζί με τον κόμητα της Τρίπολης και δυο άλλους.
Στο μεταξύ ο Πέτρος Ντάβιλα ετοιμαζόταν να λάβει στρατιωτικά μέτρα κατά των Καταλανών. Στις 31 Δεκεμβρίου 1473 ο προβλεπτής αποβίβασε 700 άνδρες στην Αμμόχωστο, που έπαψε πια να είναι ασφαλής για τους Καταλανούς. Όταν η βασίλισσα έστειλε τον κόμη της Τρίπολης στην πρωτεύουσα στις 29 Δεκεμβρίου 1473 ως προπομπό της, ο Ζαπλάνα, που κρυβόταν έξω από την Αμμόχωστο, ο αρχιεπίσκοπος, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο και ο Λουδοβίκος Αλμπερίκος διέφυγαν με πλοίο υπό τον καπετάνιο Ματθαίο Κόρσο, που ανήκε στον Φερδινάνδο της Νεαπόλεως, συναποκομίζοντας κοσμήματα και χρήματα αξίας 60.000 δουκάτων. Ενώ αρχικός προορισμός των φυγάδων ήταν ο σουλτάνος της Αιγύπτου, τελικά κατέφυγαν στην Ρόδο κυνηγημένοι από βενετικά πλοία. Εφεξής ό,τι γνωρίζουμε για τον Αλμπερίκο, τον θείο του Ζαπλάνα και τον αρχιεπίσκοπο, αναφέρεται στις συνωμοσίες τους κατά της Αικατερίνης η οποία, στις 2 Ιανουαρίου 1474, διέταξε τη σφράγιση των κατοικιών τους και λίγο αργότερα τη δήμευση της περιουσίας και την εξορία όλων των Σικελών, Νεαπολιτανών και Καταλανών από την Κύπρο. Διάφορα κτήματα του Αλμπερίκου δόθηκαν από την Αικατερίνη στον Γεώργιο Κονταρίνη, αν και γι’ αυτό υπάρχει αμφιβολία γιατί στο σχετικό έγγραφο αναφέρεται ως Lois Almerico Tognaciamo, που μπορεί να ήταν άλλος συνώνυμός του.
Ο Αλμπερίκος και οι άλλοι συνέχισαν τις συνωμοτικές τους δραστηριότητες κατά της Αικατερίνης, που όμως οι Βενετοί παρακολουθούσαν άγρυπνα. Έτσι έληξε η δράση και η δύναμη του καταλανικού κόμματος στην Κύπρο.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια