Αναμφισβήτητα η σπουδαιότερη από τις περιοχές που παραχωρήθηκαν στα στρατιωτικά τάγματα στην Κύπρο ήταν η Commanderie του Κολοσσιού η οποία έχαιρε φήμης πλουσιότατης κτήσης. Το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν στην επαρχία Λεμεσού, ανήκε στο τάγμα των Ιωαννιτών και κάλυπτε μια μεγάλη έκταση, που περιλάμβανε 60 χωριά. Όμως στην Κύπρο υπήρχαν και άλλες μικρότερες Commanderie - μια στην Πάφο και μια δεύτερη στο Τέμπλος της Κερύνειας. Τα κτήματα που οι Ιωαννίτες κατείχαν στο Κολόσσι και αλλού ήσαν τεράστιας αξίας και σ' αυτά παράγονταν σιτάρι, βαμβάκι, λάδι, εκλεκτά κρασιά σε μεγάλες ποσότητες, ιδιαίτερα η κουμανταρία (που πήρε το όνομά της από το Commanderie ή Commandaria, με το οποίο ήταν γνωστή η στρατιωτική διοίκηση που έδρευε στο Κολόσσι και στην οποία ανήκε η γύρω από το Κολόσσι περιοχή) και ζάχαρη.
Βλέπε λήμμα: Κουμανταρία
Το Κολόσσι που ανήκε στο τάγμα των Ιωαννιτών, το οποίο εκμεταλλευόταν τις εδώ φυτείες ζαχαροκάλαμου, αποτελούσε σημαντική περιοχή παραγωγής ζάχαρης. Το Κολόσσι διέθετε επίσης μύλο ζαχαροκάλαμου και διυλιστήριο ζάχαρης. Ενδεικτικό της σημαντικής παραγωγής ζάχαρης στο Κολόσσι είναι και το γεγονός πως ο περίφημος εμπορικός οίκος της Βενετίας Μαρτίνι, πριν από το 1464, είχε για πολλά χρόνια μια πολύ σπουδαία σύμβαση με το τάγμα των Ιωαννιτών, που αφορούσε την παραγωγή ζάχαρης σε σκόνη από τα αγροκτήματα του Κολοσσιού. Το 1467 ο μέγας μάγιστρος του τάγματος των Ιωαννιτών συμφώνησε να συνεχιστεί η εκμίσθωση στους αδελφούς Μαρτίνι. Συχνά μάλιστα οι Ιωαννίτες, όσον αφορά τα δικαιώματα νερού για άρδευση, ήσαν σε πιο πλεονεκτική θέση από τους γείτονές τους της οικογένειας Κορνάρο, που είχαν φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Επισκοπή. Ο ζαχαρόμυλος του Κολοσσιού ετροφοδοτείτο με νερό από ένα ογκώδες μεσαιωνικό υδραγωγείο, που το νερό του, προερχόμενο από τον γειτονικό ποταμό Κούρη, κινούσε τον νερόμυλο και συνάμα άρδευε τη φυτεία.
Βλέπε λήμμα: Ζαχαροκάλαμο
Στην ανατολική πλευρά του φρουρίου του Κολοσσιού υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα, που έχει σχήμα μεγάλου σταυρού και φέρει μέσα στο κέντρο θυρεό, που διαιρείται σε τέσσερα μέρη και παριστάνει το τότε πλήρες οικόσημο των Λουζινιανών της Κύπρου.
Βλέπε λήμμα: Λουζινιανοί
Το οικόσημο των Λουζινιανών της Κύπρου τοποθετήθηκε στο κέντρο της μαρμάρινης πλάκας, με σκοπό να υπογραμμίσει την αφοσίωση και νομιμοφροσύνη του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη στο βασίλειο της Κύπρου, την ασφάλεια του οποίου αυτοί, εξάλλου, είχαν ταχθεί να υπηρετούν. Πάνω από τον θυρεό υπάρχει στέμμα, ενώ στις δυο πλευρές του βασιλικού οικόσημου των Λουζινιανών βρίσκονται τα οικόσημα των δυο μεγάλων μαγίστρων του τάγματος — του Jean de Lastic (από το 1427) και του Jaque de Milli (1454 -1461). Σκοπός της πλάκας αυτής, από την οποία φαίνεται και η χρονολογία ανέγερσης του φρουρίου, είναι να σημειώσει το έτος 1454, όταν ο Jaque de Milli εξελέγη μέγας μάγιστρος του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, σε διαδοχή του Jean de Lastic, ενώ τότε ο Louis de Magnac ήταν μέγας διοικητής της Κύπρου. Οι δυο μεγάλοι μάγιστροι αντιπροσωπεύονται από τις ασπίδες τους, μια σε κάθε πλευρά των κυπριακών βασιλικών όπλων. Το οικόσημο, που βρίσκεται στο κάτω μέρος του πλαισίου, ακριβώς κάτω από τα βασιλικά οικόσημα, είναι του Louis de Magnac, που πιστεύεται πως είναι και ο κτήτορας του φρουρίου.
Τον Louis de Magnac διαδέχθηκε το 1468 ως μέγας διοικητής ο Άγγλος John Langstrother. To 1471 μέγας διοικητής του τάγματος έγινε ο Νικόλα Ζαπλάνι, ενώ το 1488 με τη συγκατάθεση του τάγματος των Ιωαννιτών, το Κολόσσι πέρασε στην κατοχή της οικογένειας Κορνάρο. Ο πρώτος από τους νέους ιδιοκτήτες ήταν ο Γεώργιος Κορνάρο, αδελφός της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο.
Η Commanderie του Κολοσσιού για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η πλουσιότερη κτήση που είχαν στην κατοχή τους οι Ιωαννίτες ιππότες. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι το 1468 καθορίστηκε όπως από το εισόδημα της Commanderie καταβάλλονται κάθε χρόνο 4.000 δουκάτα στο ταμείο των ιπποτών της Ρόδου.
Βλέπε λήμμα: Ρόδος και Κύπρος
Στην αρχή της Βενετοκρατίας (1489) η Commanderie είχε ακόμη στην κατοχή της 41 χωριά που έδιναν ετήσιο εισόδημα 8.000 δουκάτα. Η σημαντική αυτή περιουσία, μαζί με τον κληρονομικό τίτλο του μεγάλου διοικητή, δόθηκε ως δώρο στον Γεώργιο Κορνάρο, όταν αυτός κατόρθωσε να πείσει την αδελφή του Αικατερίνη να παραιτηθεί από τον θρόνο της Κύπρου και να παραχωρήσει το νησί στη Βενετική Δημοκρατία. Μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1570/71, η οικογένεια Κορνάρο έχασε αυτή την περιουσία, αλλά εξακολουθούσε να κατέχει τον τίτλο του μεγάλου διοικητή. Ο οίκος Κορνάρο εξέλιπε το 1799, αλλά τον τίτλο διεκδικούσε ακόμη και μετά τον χρόνο αυτό ο κόμης Μοτσενίγγο, που νυμφεύθηκε την κληρονόμο του οίκου Κορνάρο.
Οι Ιωαννίτες από τη Ρόδο επιχείρησαν πολλές φορές, αλλά χωρίς επιτυχία, να καταλάβουν και την Πελοπόννησο. Το 1400 αγόρασαν από τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Α' την Κόρινθο και τα Καλάβρυτα. Τότε επιχείρησαν να καταλάβουν και τον Μυστρά, αλλά και πάλι αποκρούστηκαν. Το 1522 οι Ιωαννίτες αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Τούρκων, αλλά στο τέλος νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδώσουν στον σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή τη Ρόδο και να αποσυρθούν αποκομίζοντας τους μεγάλους θησαυρούς τους. Το 1530 ο αυτοκράτορας της Γερμανίας και βασιλιάς της Ισπανίας Κάρολος ο Ε', αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα του τάγματος, παρεχώρησε σ' αυτούς το νησί της Μάλτας (προσέλαβαν τότε την προσωνυμία Ιππότες της Μελίτης ή Μελιταίοι), όπου έμειναν μέχρι το 1798, οπότε με την κατάκτηση του νησιού αυτού από τον Μέγα Ναπολέοντα εκτοπίστηκαν και περιορίστηκαν στις κτήσεις που τους απέμεναν στην Ιταλία. Στην ουσία όμως τότε το τάγμα διαλύθηκε. Το τάγμα ανασυγκροτήθηκε το 1805 και έδρα του ορίστηκε η Κατάνη. Το 1826 η έδρα των Ιωαννιτών μεταφέρθηκε στη Φερράρα και το 1834 στη Ρώμη. Σήμερα το τάγμα συνεχίζει να εδρεύει στη Ρώμη αλλά έχει περιοριστεί ο θρησκευτικός του χαρακτήρας. Την ανώτατη διοίκηση έχουν ο μέγας μάγιστρος και το ιερό συμβούλιο. Υποδιαιρείται σε δυο «γλώσσες», την ιταλική και τη γερμανική. Η ιταλική αποτελείται από τρεις μεγάλες ηγουμενίες (Ρώμη, Βενετία, Νάπολη), ενώ η γερμανική από τη μεγάλη ηγουμενία Πράγας και τις ενώσεις ιπποτών της Σιλεσίας και της Βεστφαλίας. Έμβλημα του τάγματος είναι σταυρός αργυρός πεπλατυσμένος ˙ η εξωτερική πλευρά εκάστου των τριγώνων σχηματίζει εισδύουσα αμβλεία γωνία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια