Το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος κτίστηκε από τους Βυζαντινούς κατά τα τέλη του 11ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε απ' αυτούς. Πιθανό να χρησιμοποιήθηκε επίσης από υποστηρικτές του Ισαακίου Κομνηνού για λίγο, πριν από την ολική κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Ωστόσο στις γραπτές πηγές αναφέρεται κυρίως από τις αρχές του 13ου αιώνα, με πρώτη αναφορά κατά τη διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των δυνάμεων του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' και των υποστηρικτών του (ανήλικου ακόμη τότε) βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' (1218-1253). Οι δυνάμεις του Γερμανού αυτοκράτορα είχαν ηττηθεί από τους Κυπρίους που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Ιωάννη ντ' Ιμπελέν, σε μεγάλη μάχη κοντά στο χωριό Αγρίδι (σημερινό χωριό Αγίρτα), στα νότια της κορφής του Αγίου Ιλαρίωνος. Όπως αναφέρεται στις πηγές, όταν ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν συναντήθηκε με τον Γερμανό αυτοκράτορα στη Λεμεσό τον Ιούλιο του 1228 (ο Φρειδερίκος μετείχε στην 6η Σταυροφορία), αρνήθηκε να δεχθεί τις αξιώσεις του και κατέφυγε στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος. Λίγο αργότερα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο, αλλά γύρισε ξανά και ηγήθηκε των κυπριακών δυνάμεων που νίκησαν τους Γερμανούς στο Αγρίδι, όχι μακριά από το κάστρο. Το ίδιο το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος είχε καταληφθεί και κατεχόταν από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, οι υπερασπιστές του όμως το εγκατέλειψαν κι έφυγαν μετά την ήττα των δικών τους στο Αγρίδι.
Κατά την εποχή αυτή, κι εξαιτίας των διεκδικήσεων του Γερμανού αυτοκράτορα, φαίνεται ότι το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος είχε ενισχυθεί από τον Ιωάννη ντ' Ιμπελέν που ενεργούσε ως αντιβασιλιάς της Κύπρου. Η ενίσχυση του αρχικού βυζαντινού φρουρίου έγινε τόσο για στρατιωτικούς λόγους, όσο και για να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα των ευγενών που υποστήριζαν τους Ιβελίνους και τον ίδιο τον νεαρό βασιλιά Ερρίκο.
Το κάστρο χρησιμοποιείτο από την βασιλική οικογένεια της Κύπρου και ως χώρος παραθερισμού της, σε περιόδους ειρήνης. Προς τούτο, έγιναν κατά καιρούς επισκευές και βελτιώσεις και, φυσικά, κτίστηκαν τα βασιλικά διαμερίσματα. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ' (1324 -1359) είχε καταφύγει στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος το 1348 για να αποφύγει μεγάλη επιδημία πανούκλας που μάστιζε το νησί.
Σημαντικό στρατιωτικό ρόλο διαδραμάτισε το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος στη διάρκεια της αντίστασης των Κυπρίων κατά των Γενουατών που είχαν εισβάλει στο νησί το 1373. Αφού οι Γενουάτες κατόρθωσαν με τέχνασμα να καταλάβουν την άριστα οχυρωμένη πόλη της Αμμοχώστου και να αιχμαλωτίσουν τόσο τον βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Β' (1369 - 1382) όσο και τη μητέρα του βασίλισσα Ελεονώρα, κι αφού έφθασαν μέχρι την πρωτεύουσα Λευκωσία, προσπάθησαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το νησί. Της αντίστασης των Κυπρίων κατά των Γενουατών εισβολέων ηγήθηκαν με σημαντική επιτυχία οι δυο θείοι του βασιλιά Πέτρου Β' (αδελφοί του πατέρα του, βασιλιά Πέτρου Α' και γιοι του βασιλιά Ούγου Δ'). Αυτοί ήταν ο Ιωάννης Λουζινιανός, που έφερε τον τίτλο του πρίγκιπα της Αντιόχειας, και ο Ιάκωβος, μετέπειτα βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Α'. Οι δυο αυτοί Λουζινιανοί οργάνωσαν αποτελεσματική άμυνα κατά των Γενουατών με συνδυασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν σαν βάση τους το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος (που βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Ιωάννη) και το φρούριο της Κερύνειας (το οποίο διοικούσε ο Ιάκωβος). Ιδιαίτερα κατά την πολύμηνη πολιορκία της Κερύνειας από τους Γενουάτες, το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος έγινε ορμητήριο των δυνάμεων του πρίγκιπα Ιωάννη (που διοικούσε και σώμα Βουλγάρων μισθοφόρων) με αποτέλεσμα να δέχονται οι εισβολείς καταστροφικά πλήγματα. Ο πρίγκιπας Ιωάννης έλεγχε με τις δυνάμεις που είχε στο κάστρο, το φυσικό ορεινό πέρασμα του δρόμου Λευκωσίας - Κερύνειας. Στο πέρασμα αυτό πολλοί Γενουάτες σκοτώθηκαν, ενώ οι στρατιωτικές προμήθειες και τα τρόφιμα που αποστέλλονταν από τη Λευκωσία στην Κερύνεια για τον στρατό των Γενουατών, δεν περνούσαν. Πολλά τέτοια φορτία κατελήφθησαν από τον Ιωάννη και μεταφέρθηκαν στο κάστρο, στο οποίο φυλακίστηκαν και πολλοί Γενουάτες αιχμάλωτοι.
Μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος συνδέθηκε με το έγκλημα της εν ψυχρώ δολοφονίας, από τον πρίγκιπα Ιωάννη, όλων των Βουλγάρων μισθοφόρων του. Επειδή η βασίλισσα Ελεονώρα θεωρούσε τον Ιωάννη ως ενεχόμενο στη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου, συζύγου της και αδελφού του το 1369, κι επειδή φοβόταν, ίσως, την πολιτική και στρατιωτική του δύναμη, προσπάθησε να τον εξουδετερώσει. Με μηνύματα που του έστειλε στο κάστρο, κατόρθωσε να τον πείσει ότι οι Βούλγαροι μισθοφόροι επρόκειτο να στραφούν εναντίον του, ότι είχαν γίνει επικίνδυνοι κι ότι έπρεπε να αφανισθούν. Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 552) σημειώνει ότι ο πρίγκιπας έδωσε πίστη στα λόγια της Ελεονώρας και ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν μεγάλην, ὅτι ἄδικα ἐφόνευσεν τες ψυχές˙ καί ἔμπασέν τους ἀπάνω [τους κάλεσε δηλαδή στο πιο ψηλό τμήμα του κάστρου] καί ἐκεῖνος ἔκατζεν εἰς τόν γούλαν ἔσσω, καί ἔκραζεν ἕναν πρός ἕναν καί ἕριζεν καί ἐρίβγαν τον ἀκ τό παραθύριν κάτω, καί ἐσκοτώννουνταν εἰς τόσον κρεμμόν...
Τη στυγερή δολοφονία των Βουλγάρων στρατιωτών με γκρέμισμά τους στο βάραθρο από το πιο ψηλό σημείο του κάστρου, περιγράφουν και ο Αμάτι (σ. 478) και ο Φλώριος Βουστρώνιος (σ. 338). Τελικά και ο ίδιος ο πρίγκιπας Ιωάννης συνάντησε τη μοίρα του, γιατί λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από την Ελεονώρα στη Λευκωσία.
Μετά τον 14ο αιώνα, τόσο το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος όσο και τα άλλα ορεινά οχυρά παύουν ν' αναφέρονται στις πηγές, και σταδιακά εγκαταλείπονται. Η εγκατάλειψή τους ήταν αναπόφευκτη, εξαιτίας των εξελίξεων που σημειώθηκαν στις πολεμικές τέχνες. Όταν η Κύπρος περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών (τέλη του 15ου αιώνα), ύστερα από επιμονή του πρώτου Βενετού κυβερνήτη του νησιού Φραντζέσκο Πριούλι το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος καθώς και εκείνα της Καντάρας και του Βουφαβέντο, όχι μόνο εγκαταλείφθηκαν αλλά και κατεδαφίστηκαν ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο σε περίπτωση κατάληψής τους από τους εχθρούς.
Διακοινοτικές Ταραχές
Στα νεότερα χρόνια, το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος κατελήφθη από τους Τούρκους (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ) αμέσως μετά την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων του τέλους του 1963. Στην περιοχή του έγιναν πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να παραμείνουν σ' αυτό. Από το 1974 βρίσκεται στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Από το 2003 που το κατοχικό καθεστώς άνοιξε τα οδοφράγματα, το κάστρο είναι προσιτό για επισκέψεις από Ελληνοκυπρίους.
Πηγή: