Κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων αναπτύχθηκε στη Δύση κυρίως το θρησκευτικό -χριστιανικό θέατρο, αν και κατά περιόδους υπήρξαν περιπτώσεις όπου καταβαλλόταν προσπάθεια να ξαναζωντανέψει η κλασική θεατρική κληρονομιά της Ελλάδος και της Ρώμης, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις όπου θεατρικές προσπάθειες σύγχρονες, δεν είχαν καμιά σχέση με την Εκκλησία. Στον τομέα του λαϊκού θεάματος, πριν από την οριστική αναβίωση του θεάτρου, δηλαδή πριν από τον 10ο αιώνα, υπήρχαν κι εμφανίζονταν στις γιορτές, στα πανηγύρια και σε άλλες εκδηλώσεις, θίασοι από ταχυδακτυλουργούς, ακροβάτες, μίμους, θαυματοποιούς κλπ. Τέτοια συγκροτήματα εμφανίζονταν και ενώπιον των αρχόντων, ενώ οι ηγεμόνες είχαν, κατά κανόνα, και τους δικούς τους γελωτοποιούς.
Ο Κυπριακός Κύκλος των Παθών: Στην Ανατολή (Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τμήμα αποτελούσε και η Κύπρος) υφίστατο πιθανότατα θρησκευτικό θέατρο από το οποίο σώθηκε ένα μόνο έργο, με τίτλο Χριστός Πάσχων, άγνωστου συγγραφέα. Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, δεν ανέπτυξαν ιδιαίτερη θεατρική δραστηριότητα και τον τομέα του θεάματος κάλυπτε κυρίως ο ιππόδρομος. Σημαντική θεατρική δραστηριότητα στον ελληνικό κόσμο θα παρατηρηθεί ξανά κατά τον 16ο αιώνα με τη δημιουργία αξιόλογων θεατρικών έργων στην Κρήτη, κατά την ίδια εποχή που στην Ευρώπη δημιουργούνται νέα αξιόλογα είδη θεάτρου όπως η όπερα.
Ο Χριστός Πάσχων, με την Παναγία ως το κύριο πρόσωπο που πάσχει κοντά στο Χριστό, είναι έργο του 11ου αιώνα αλλά με υποδομή στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Από τη Βυζαντινή περίοδο της Κύπρου, σώθηκε ένα επίσης, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό θεατρικό θρησκευτικό κείμενο, που περιλαμβάνεται στον Παλατινό Κώδικα (Ι 367, σσ. 34-39). Πρόκειται για την Σκηνοθετικήν Διάταξιν τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, του Κωνσταντίνου Ευτελούς Αναγνώστη που σώθηκε σε χειρόγραφο του 13ου αιώνα. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο στο τεύχος Δ' του Νέου Ἑλληνομνήμονος, το Δεκέμβριο του 1916. Είναι περισσότερο σενάριο παρά θεατρικό έργο. Ο συγγραφέας, αφού στην αρχή παρακαλεί τον Χριστό να τον συγχωρέσει και να μην οργισθεί επειδή θέλησε να επιδείξει τα πάθη του, στη συνέχεια παραθέτει σκηνοθετικές οδηγίες για το στήσιμο του έργου. Ακόμη υποδεικνύει τι και πώς θα πρέπει να περιληφθεί από τα ευαγγελικά κι άλλα εκκλησιαστικά κείμενα και από τις θρησκευτικές παραδόσεις. Το έργο αποτελείται από τα ακόλουθα 10 μέρη: Ὁδηγίαι, Ἀρχή τῆς Βαϊοφόρου, Μυστικός Δεῖπνος, Ὁ Νιπτήρ, Ἡ Προδοσία, Ἡ Ἀρνησις τοῦ Πέτρου, Ἐξουθένωσις τοῦ Ἠρώδου, Ἡ Σταύρωσις, Ἡ Ἀνάστασις, Ἡ Ψηλάφησις.
Το έργο αυτό είναι γνωστό και με τον απλούστερο τίτλο Κυπριακός Κύκλος τῶν Παθῶν. Για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην Κύπρο τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1982 από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Φώτο Φωτιάδη, και θίασο, σε εκκλησίες στη Λεμεσό και αλλού.
Ο Κωνσταντίνος Αναγνώστης που αυτοχαρακτηρίζεται εὐτελής (= ταπεινός), έζησε πιθανότατα τον 13ο αιώνα. Ωστόσο το κείμενο του Κυπριακοῦ Κύκλου τῶν Παθῶν το οποίο υπογράφει, είναι κατά πάσα πιθανότητα αρχαιότερο, ο δε Αναγνώστης μπορεί να θεωρηθεί αντιγραφέας και όχι συγγραφέας.
Η θεία λειτουργία: Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ίδια η λειτουργία στις εκκλησίες, όπως διαμορφώθηκε από τους Ορθόδοξους, έχει κάποια θεατρική δομή: Ο αρχιερέας, οι ιερείς, οι ψάλτες, το εκκλησίασμα / λαός, αποτελούν στην ουσία πρόσωπα που μετέχουν, με προκαθορισμένους ρόλους, σε στημένη τελετή που επαναλαμβάνεται σε ένα είδος θεατρικής θρησκευτικής μυσταγωγίας. Στην εκκλησιαστική αυτή παράσταση, είναι καθορισμένες και οι διάφορες κινήσεις των προσώπων που μετέχουν, οι οποίες ενέχουν θεατρικότητα: οι έξοδοι και είσοδοι των ιερέων, το ντύσιμο του αρχιερέα, ο θυμιατός, οι κινήσεις του εκκλησιάσματος που αποτελούν αντιδράσεις στα λόγια των ιερέων (σκύψιμο της κεφαλής, γονάτισμα κλπ.), οι παρακλητικές στροφές του αρχιερέα ή του ιερέα προς τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και πολλά άλλα, συνθέτουν μια θεατρικά στημένη τελετή. Ακόμη, θεατρική απόδοση / αναπαράσταση διαφόρων γεγονότων γίνεται σε ειδικές τελετές.
Στην Κύπρο και στην Ορθοδοξία γενικότερα, δεν υπάρχουν τα θεατρικά στοιχεία που υφίστανται στη δυτική Εκκλησία (εκκλησιαστικό όργανο ή αναπαραστάσεις γεγονότων όπως το πλύσιμο των ποδιών 12 παιδιών από τον πάπα, όπου τα παιδιά υποδύονται τους μαθητές του Χριστού), αλλά υπάρχουν άλλες τελετές που ενέχουν στοιχεία θεατρικής αναπαράστασης: για παράδειγμα, η ύπαρξη και το στόλισμα του επιταφίου, η τελετή της βάπτισης, ο αγιασμός των υδάτων, η ύψωση του τιμίου σταυρού, η αποκαθήλωση, οι διάφορες λιτανείες, η τελετή του γάμου κλπ. Σ' ό,τι αφορά το σκηνικό διάκοσμο, σημειώνεται η κάλυψη των εικόνων με μαύρα ρούχα κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, τα οποία και πέφτουν κατά την τελετή της ανάστασης του Χριστού, όπου συμβαίνουν και άλλα σχετικά όπως το κτύπημα των σκάμνων και το κούνημα των πολυελαίων, καθώς και η χρήση κροτίδων, στοιχεία που σκοπό έχουν ν' αποδώσουν θεατρικά το σεισμό από το συγκλονιστικό γεγονός της αναστάσεως. Οι ίδιες οι άγιες εικόνες αλλά και οι αγιογραφίες στους ναούς, αποτελούν μόνιμο σκηνικό διάκοσμο (αν και η αρχική τους χρήση είχε άλλα κίνητρα) που μαζί με τα κεριά, τα καντήλια, τους πολυελαίους, το θόλο κ.α. στοιχεία, δημιουργούν ειδική ατμόσφαιρα για το εκκλησίασμα
.
Θρησκευτικές θεατρικές τελετές: Πέρα από τα πιο πάνω, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών, καταβάλλεται ειδική προσπάθεια να αποδοθούν με τρόπο θεατρικό μερικά βιβλικά γεγονότα: Σε αρκετά χωριά της Κύπρου, το βράδυ της Αγίας Παρασκευής εμφανίζονται τρεις μαυροφορεμένες νέες που ραίνουν τον τάφο του Ιησού με μύρα, υποδυόμενες τις τρεις μυροφόρες του ευαγγελίου. Σε άλλη περίπτωση, καταβαλλόταν προσπάθεια αναπαράστασης της ανάστασης του Λαζάρου, όπου ένα παιδί υποδυόταν τον νεκρό Λάζαρο, ξαπλωμένο στο πάτωμα, που πεταγόταν όρθιο κι «αναστημένο» όταν απαγγελλόταν το γνωστό τραγούδι του Λαζάρου. Κατά τη νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου, το άναμμα της φωτιάς στο προαύλιο των εκκλησιών είναι ένα ακόμη στοιχείο, ενώ ένα άλλο είναι η όλη διαδικασία εκτελέσεως του προδότη Ιούδα.
Αυτά και αρκετά άλλα στοιχεία, που σε πολλές περιοχές της Κύπρου αποτελούν πατροπαράδοτα εκκλησιαστικά έθιμα, μπορούν να θεωρηθούν θεατρικές αποδόσεις γεγονότων που σκοπό είχαν να καταστήσουν στο εκκλησίασμα πιο προσιτά και κατανοητά τα γεγονότα αυτά, ή να προκαλέσουν την αμεσότερη συμμετοχή του στα γεγονότα.