Τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαία κυπριακά θέατρα, κατά σειράν χωρητικότητας, είναι της Σαλαμίνος, της Πάφου, του Κουρίου και των Σόλων. Το άλλο μικρό θέατρο στην Κάτω Πάφο, που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση στα νοτιοανατολικά της Οικίας του Διονύσου, ταυτίζεται με ωδείο και η χρήση του περιοριζόταν σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις και μουσικούς αγώνες. Τόσο τα θέατρα όσο και το ωδείο της Πάφου χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή περίοδο. Σύμφωνα με τα γενικά αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά τους δεδομένα, τα θέατρα της Σαλαμίνος και του Κουρίου αποτελούν ενιαία ρωμαϊκά θεατρικά σύνολα, που είναι κτισμένα σε προγενέστερα ελληνιστικά μικρότερα θέατρα.
Τα αποκαλυφθέντα αρχαία κυπριακά θέατρα χαρακτηρίζονται από τα κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία της ημικυκλικής ορχήστρας (για το χορό), του ομόκεντρου κοίλου (για τους θεατές), της ορθογώνιας σκηνής (για τους υποκριτές - ηθοποιούς και των δυο παρόδων (για την είσοδο και έξοδο των θεατών, του χορού και των υποκριτών) και περιλαμβάνουν διάφορα άλλα ιδιάζοντα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που παρουσιάζονται στα ρωμαϊκά θέατρα του κυρίως ελλαδικού και του ιταλικού χώρου και μερικών ρωμαϊκών επαρχιών. Παρόλο που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί αρχαιότερα από τα ρωμαϊκά θέατρα στην Κύπρο, η αρχιτεκτονική εξέλιξη των δημόσιων αυτών κτιρίων φαίνεται να ακολουθεί την παράδοση των ελληνικών προτύπων, όπως αναμφίβολα συμβαίνει και με την εξέλιξη της ναϊκής και ταφικής αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και άλλων τομέων της αρχαίας κυπριακής τέχνης.
Η δημιουργία του θεάτρου είναι καθαρό επίτευγμα των αρχαίων Ελλήνων. Η αφετηρία των αρχαίων ελληνικών παραστάσεων είναι τα χορικά άσματα της λαϊκής λατρείας του Διονύσου, που ανάγονται στον 6ο αιώνα π.Χ. και που αργότερα εξελίσσονται στις τραγωδίες και τα μεγάλα ποιητικά δράματα της Κλασικής περιόδου. Έτσι οι θεατρικές παραστάσεις είχαν πάντοτε θρησκευτικό χαρακτήρα και άμεση σχέση με το χορό, τη μουσική και με την περιπετειώδη ελληνική μυθολογική παράδοση. Η αρχική μορφή της διονυσιακής λατρείας είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη διάταξη των πρώτων ελληνικών θεάτρων και συνεπής με τις τελετουργικές ανάγκες. Η πιο παλαιά μορφή θεάτρου ήταν ένας ισοπεδωμένος κυκλικός υπαίθριος χώρος σε σχήμα αλωνιού, αποτελείτο δηλαδή μόνο από την ορχήστρα. Στο κέντρο της ορχήστρας δέσποζε η θυμέλη, που ήταν ένας απλός βωμός του τιμώμενου θεού Διονύσου. Μπροστά από το βωμό κάθονταν οι μουσικοί, που έπαιζαν αυλούς και γύρω από την ορχήστρα μαζευόταν ο κόσμος για ν' απολαύσει το χορό και τα μουσικά άσματα. Το πρώτο αυτό είδος του αρχαίου ελληνικού θεάτρου αναφέρεται ότι υπήρχε στην Αγορά των Αθηνών. Το αρχικό Διονυσιακό θέατρο των Αθηνών αποτελείτο από δυο σταθερά μέρη, την κυκλική ορχήστρα, όπου στεκόταν ο χορός, και το κοίλο, όπου κάθονταν οι θεατές σε ημικυκλικές σειρές ξύλινων καθισμάτων. Σκηνή μόνιμη για τους υποκριτές δεν υπήρχε, αλλά στηνόταν προσωρινά σε κάθε θεατρική παράσταση. Στο θέατρο αυτό, που χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. δίδαξαν τα έργα τους οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης.
Μετά τον 5ον αιώνα, όταν πια η σκηνή είχε γίνει μόνιμη και το κοίλο απέκτησε λίθινα καθίσματα, το θέατρο ενσάρκωσε τη μόνιμη κλασική αρχιτεκτονική του μορφή. Στην Ελληνιστική εποχή όχι μόνο τα καθίσματα του κοίλου έγιναν όλα λίθινα, αλλά κτίστηκε και λίθινη σκηνή. Τα ομόκεντρα σε κάτοψη καθίσματα του κοίλου χωρίζονταν με στενές κλίμακες σε κερκίδες. Ένας διάδρομος, που χώριζε το κοίλο του θεάτρου κατά ύψος, ονομάζεται διάζωμα και το πάνω, δεύτερο τμήμα του κοίλου, επιθέατρο. Σε μερικά θέατρα, όπως στο Διονυσιακό θέατρο των Αθηνών, υπήρχε και δεύτερο διάζωμα ψηλότερα. Στην προς τα πάνω απόληξη του κοίλου κάποτε σχηματιζόταν περιμετρικός διάδρομος με στοά (περίπατος). Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως στο θέατρο της Δωδώνης, το εξωτερικό κυκλικό ανάλημμα ενισχυόταν με πύργους και με αντηρίδες. Το όλο κοίλο διαμορφωνόταν στην πλαγιά υψώματος και συμπληρωνόταν με επιπρόσθετο χώμα που το αντιστήριζαν αναλημματικοί τοίχοι. Πάνω σ' αυτό κτίζονταν οι κερκίδες, λίθινες ή μαρμάρινες.
Η κυκλική ορχήστρα είχε συνήθως στο κέντρο τη θυμέλη, η οποία όμως μπορούσε να μετακινείται από άξονα συμμετρίας και στις περισσότερες περιπτώσεις έφερε πλακόστρωση. Η ορχήστρα χωριζόταν από τη σκηνή του θεάτρου με διάδρομο που κατέληγε στις δυο παρόδους, την είσοδο και την έξοδο.
Η σκηνή πήρε την τελειοποιημένη μορφή της στην Ελληνιστική εποχή. Στις παραστάσεις τραγωδιών οι υποκριτές έπαιζαν στην ορχήστρα μαζί με το χορό και πολύ σπάνια ανέβαιναν στη στέγη της σκηνής, όταν παρουσιάζονταν σαν από μηχανής θεοί με τη βοήθεια ειδικού περιστρεφόμενου γερανού. Μπροστά από τον τοίχο της σκηνής υπήρχε μικρή στοά με ελαφρή κιονοστοιχία, που ονομαζόταν προσκήνιο και που παρουσίαζε στις δυο άκρες της μικρά συμμετρικά κτίσματα, τα παρασκήνια. Τον 2ο αιώνα π.Χ. προστέθηκε στη σκηνή κι ένα υπερυψωμένο πάτωμα, το λογείο, πάνω στο οποίο έπαιζαν πια οι υποκριτές. Τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα των αρχαίων ελληνικών, κλασικών και ελληνιστικών, θεάτρων στην κυρίως Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες είναι της Επιδαύρου, του Διονύσου στην Αθήνα, της Μεγαλοπόλεως στην Πελοπόννησο, των Δελφών, της Δήλου, του Θορικού στο Λαύριο, του Αμφιαρείου στον Ωρωπό Αττικής, της Δωδώνης στην Ήπειρο, της Κορίνθου, του Πειραιά, των Συρακουσών, της Ερέτριας και της Περγάμου.
Στη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων τα θέατρα διατηρούν τα βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κλασικών και ελληνιστικών προτύπων, με χτυπητές όμως διαφορές στη γενική τους κατασκευή. Τα πρώτα θέατρα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κόσμου, τη Ρώμη, ήσαν προσωρινές κατασκευές από ξύλο. Η αρχική μορφή του λίθινου θεάτρου εμφανίζεται γύρω στο 55 π.Χ. Τούτο κτίστηκε από τον Πομπήιο κατ' απομίμηση του θεάτρου της Μυτιλήνης.
Βασική διαφορά των ρωμαϊκών από τα ελληνιστικά θέατρα είναι ότι κτίζονται στην πλειονότητά τους πάνω σε οριζόντια εδάφη και όχι στις πλαγιές φυσικών υψωμάτων. Στην Κύπρο όμως, παρόλο που μόνο τέσσερα θέατρα της Ρωμαϊκής περιόδου έχουν αποκαλυφθεί, τα τρία από αυτά, του Κουρίου, των Σόλων και της Πάφου, είναι κτισμένα στις πλαγιές χαμηλών λόφων. Στο φυσικό κεκλιμένο επίπεδο χαμηλού υψώματος είναι κτισμένο και το μικρό ωδείο της Κάτω Πάφου και μοναδική εξαίρεση αποτελεί το θέατρο της Σαλαμίνος, του οποίου το κοίλο είναι ολότελα κτισμένο πάνω στο οριζόντιο επίπεδο του εδάφους. Το σχήμα του κοίλου στα ρωμαϊκά θέατρα παραμένει ημικυκλικό, αλλά η ορχήστρα σ' αντίθεση με την κλασική και ελληνιστική γίνεται ημικυκλική σε σχήμα C, που της προσδίδει και τ' όνομα σίγμα. Διαφορετική ήταν επίσης και η σκηνή, που ήταν απομονωμένη από την ορχήστρα και εφοδιασμένη με ψηλότερο λογείο και προσκήνιο που δεν ξεπερνούσε όμως το ύψος των πέντε ποδιών. Η υπερυψωμένη σκηνή έφθανε συνήθως το ύψος του κοίλου και συνδεόταν μ' αυτό με προεκτάσεις πάνω από τις δυο πλευρικές παρόδους. Στις συνδετικές αυτές προεκτάσεις μερικές φορές υπήρχαν και οι προνομιούχες θέσεις, τα θεωρεία. Πέντε συνήθως κλίμακες, κατ' ακτινοειδή διάταξη, οδηγούσαν στα διαζώματα, στους περιμετρικούς διαδρόμους της ορχήστρας, στον πάνω περιμετρικό διάδρομο του θεάτρου και στις εισόδους και εξόδους των θεατών, που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία του εξωτερικού τοίχου του θεάτρου.
Η κλίση του κοίλου στα ρωμαϊκά θέατρα ήταν συνήθως μεγαλύτερη από τα ελληνικά και τα καθίσματα απλούστερα. Στα περισσότερα ρωμαϊκά θέατρα η ορχήστρα ήταν επιστρωμένη με μαρμάρινες ή ασβεστολιθικές πλάκες και σε μερικά απ' αυτά με σκόνη, απ' όπου πήρε και τ' όνομα κονίστρα. Η σκηνή των ρωμαϊκών θεάτρων παρουσίαζε συνήθως τη μορφή πολυώροφου κτιρίου με δυο μέχρι τέσσερα πατώματα. Η όψη της σκηνής, που αντίκριζε το κοίλο, ήταν κοσμημένη με μικρές κόγχες ή σηκούς πλαισιωμένους με διακοσμητικούς κίονες, που υποβάσταζαν θριγκούς με ευθύγραμμα και καμπυλόγραμμα αετώματα. Οι κόγχες, οι εσοχές και τα διάφορα ανοίγματα της σκηνής στολίζονταν με μαρμάρινα αγάλματα και η όλη εσωτερική όψη του κτιρίου προσελάμβανε μεγαλόπρεπο και μνημειακό χαρακτήρα. Με ανάλογο αλλά λιτότερο τρόπο διαμορφώνονταν και οι εξωτερικές πανύψηλες όψεις της σκηνής. Η διάταξη της σκηνής στα ρωμαϊκά θέατρα έφερε και το σύστημα της αυλαίας, που έπεφτε σε μια εγκοπή του λογείου και δεν συρόταν όπως γίνεται στα σημερινά θέατρα. Στον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. πολλά ρωμαϊκά θέατρα μετασκευάστηκαν και σ' αυτά γίνονταν θηριομαχίες, μονομαχίες και διάφορα άλλα προσφιλή θεάματα των Ρωμαίων, που υποσκέλισαν τις κωμωδίες και τις τραγωδίες, τις κυριότερες θεατρικές παραστάσεις των Κλασικών, των Ελληνιστικών και των πρώτων Ρωμαϊκών χρόνων. Έτσι η κυκλική ορχήστρα έγινε πεταλόμορφη και γύρω απ' αυτήν τοποθετήθηκαν όρθιες πλάκες, οι άβακες, που τη χώρισαν από το κοίλο. Παρόμοιες μετατροπές παρατηρούνται και στις ορχήστρες των κυπριακών θεάτρων της Σαλαμίνος και του Κουρίου.
Εκτός από το ωδείο, που είναι μικρογραφία του θεάτρου, μια άλλη παραλλαγή των ρωμαϊκών θεάτρων είναι και το αμφιθέατρο, που χρησίμευε για θηριομαχίες και άλλες παρόμοιες επικίνδυνες επιδείξεις. Τα αμφιθέατρα είναι άγνωστα στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια και πολύ διαδεδομένα στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην υπόλοιπη νοτιοδυτική Ευρώπη. Το μοναδικό γνωστό αμφιθέατρο στην Ελλάδα είναι της Κορίνθου που δημιουργήθηκε με εκσκαφή και αναχώματα στο φυσικό έδαφος και που δεν είχε όμως ποτέ ολοκληρωθεί. Τα αρχαιότερα παραδείγματα ρωμαϊκών αμφιθεάτρων είναι της Πομπηίας του 80 π.Χ. και το Κολοσσαίο της Ρώμης του 30 π.Χ.. Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, ένα μόνο παράδειγμα έχει τμηματικά ανασκαφεί, το 1972 και το 1973, στη Σαλαμίνα.
Τα αμφιθέατρα διαφέρουν από τα ρωμαϊκά θέατρα μόνο στο σχέδιο της κάτοψης και το μέγεθος. Σ' αυτά δεν υπάρχει σκηνή, και το κοίλο είναι ελλειψοειδές. Τη θέση της ορχήστρας καταλαμβάνει μια μεγάλη ελλειπτική πλατεία, που χωρίζεται από τις κερκίδες με ψηλό πόδιο και μεταλλικό πλέγμα. Κάτω απ' αυτή σχηματίζονταν υπηρεσιακοί διάδρομοι και ειδικοί χώροι για τα θηρία. Στο κοίλο υπήρχαν, εκτός από τις μόνιμες κερκίδες, ειδικά θεωρεία με κινητά καθίσματα. Όπως και στα θέατρα, έτσι και σ' αυτά υπήρχε ένα πολύ μελετημένο σύστημα κλιμάκων και εισόδων προς το κοίλο και περίτεχνος διάκοσμος τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές όψεις. Αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες για τα κυπριακά θέατρα της Σαλαμίνος, του Κουρίου, της Πάφου και των Σόλων, καθώς και για το ωδείο της Πάφου και το αμφιθέατρο της Σαλαμίνος, βλέπε ανάλογα λήμματα.