Από κλιματολογικής απόψεως, επειδή η Κύπρος βρίσκεται στην εύκρατο ζώνη, η θάλασσα που την περιβάλλει δεν είναι ούτε πολύ θερμή ούτε πολύ ψυχρή και οι αύρες της επιδρούν στα παράλια δημιουργώντας ένα εξαιρετικό εύκρατο κλίμα το οποίο, μεταξύ άλλων, ελκύει και χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο.
Η επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας ποικίλλει στις παράκτιες περιοχές της Κύπρου, τόσο από τόπο σε τόπο, όσο και από μήνα σε μήνα. Η μεγαλύτερη θερμοκρασία παρατηρείται συνήθως κατά την περίοδο από 15 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου και κυμαίνεται μεταξύ 26 και 28 βαθμών Κελσίου, ενώ η χαμηλότερη κατά την περίοδο από 15 Ιανουαρίου μέχρι 15 Μαρτίου και είναι γύρω στους 16 βαθμούς Κελσίου. Η μέση ετήσια θερμοκρασία της θάλασσας κατά την περίοδο 1970 - 1973 ήταν 20,85 βαθμοί Κελσίου και το 1983 (μόνο ελεύθερες περιοχές) 20,39 βαθμοί Κελσίου.
Από τις θάλασσες των παράκτιων πόλεων της Κύπρου, εκείνη της Πάφου έχει τη χαμηλότερη επιφανειακή θερμοκρασία και εκείνη της Κερύνειας την υψηλότερη. Σύμφωνα με σχετικές μετρήσεις, κατά το 1973 η μέση ετήσια θερμοκρασία της θάλασσας της Κερύνειας ήταν 22,66 βαθμοί Κελσίου, της Λάρνακας 20,39 βαθμοί, της Αμμοχώστου 21,19 βαθμοί, της Λεμεσού 20,39 βαθμοί και της Πάφου 20,17. Παρόμοιες μετρήσεις κατά το 1983 για τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου έδειξαν ότι η μέση ετήσια θερμοκρασία της θάλασσας ήταν 20,74 βαθμοί Κελσίου για τη Λάρνακα, 20,46 για τη Λεμεσό και 19,98 για την Πάφο. Η θαλάσσια περιοχή γύρω από την Πέτρα του Ρωμιού έχει κατά το καλοκαίρι χαμηλότερη θερμοκρασία απ' όλες τις θαλάσσιες περιοχές της Κύπρου, ως αποτέλεσμα ανοδικών ρευμάτων νερού από τα κατώτερα στρώματα προς την επιφάνεια.