Παρά τις εξαγγελίες και τους πανηγυρισμούς, ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που πίστεψαν το 1959/60 στο λαμπρό μέλλον του νέου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Έλληνες Κύπριοι δεν ξέχασαν κι ούτε εγκατέλειψαν το ιδανικό της ενώσεως, ενώ οι Τούρκοι Κύπριοι, κυρίως μετά τις Διακοινοτικές Ταραχές του 1963 υποκινούνταν από την Τουρκία σε ενέργειες που υποβοηθούσαν τους τουρκικούς στόχους για διχοτόμηση του νησιού και για μόνιμη κυριαρχία σ' αυτό.
Η νέα τραγωδία δεν άργησε να ξεσπάσει. Εκδηλώθηκε τον Δεκέμβρη του 1963 με την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και την ένοπλη σύγκρουσή τους με τους Έλληνες Κυπρίους. Οι τελευταίοι κατατρύχονταν από την επομένη της συμφωνίας για το νέο κράτος και από τις μεταξύ τους έριδες, γιατί οι μεν κατηγορούσαν τους δε για εγκατάλειψη και προδοσία του ιδανικού της ενώσεως. Το ζήτημα αυτό εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια σε ανοικτή ρήξη και σύγκρουση μεταξύ του καθεστώτος του προέδρου Μακαρίου και της παράταξης των λεγομένων «ενωτικών» και «εθνικοφρόνων», με καταστρεπτικές συνέπειες.
Ο Μακάριος, πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά το ότι εργάστηκε σκληρά για την εδραίωση της κυπριακής ανεξαρτησίας, παράλληλα δεν έχανε ευκαιρία να τοποθετηθεί με δημόσιες ομιλίες του υπέρ της ενώσεως, σε μια προσπάθεια ν' αποσείσει τις εκτοξευόμενες κατά του προσώπου του συνεχείς κατηγορίες του «προδότη» και του «επιόρκου».
Επάνοδος του αιτήματος
Ζήτημα ενώσεως συζητήθηκε στα διεθνή παρασκήνια αρκετές φορές μετά το 1963, όπως για παράδειγμα με τις περί το Κυπριακό προτάσεις του Ντην Άτσεσσον και κυρίως μετά την κάθοδο της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο. Η παρουσία ελληνικού στρατού στην Κύπρο θεωρήθηκε ως ένα δεδομένο το οποίο ντε φάκο οδηγούσε στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Βεβαίως στον περίγυρο του Προέδρου Μακαρίου υπήρχαν και αρκετοί, όπως πχ ο υπουργός οικονομικών Ρένος Σολομίδης, που θεωρούσαν την ένωση της Κύπρου προβληματική πολιτικά λόγω των εγγυητικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και ασύμφορη οικονομικά. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς πίστευαν ότι η Κύπρος μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο έναν ιδιότυπο Ε/κ εθνικισμό ταυτισμένο με τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία κατέγραψε σε απόρρητο σημείωμα του στις 28 Αυγούστου 1964 ο υπουργός οικονομικών Ρένος Σολομίδης. Στο σημείωμα του ο κ. Σολομίδης κατέληγε ότι τυχόν ένωση με την Ελλάδα θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα επί της κυπριακής οικονομίας, λόγω κυρίως του μακρού χρόνου προσαρμογής της Κυπριακής Οικονομίας προς την Ελληνική.
Η ελληνική στρατιωτική χούντα, που κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα από την 21 Απριλίου 1967, προσπάθησε αρχικά να επιτύχει ένα (απαραίτητο γι’ αυτήν) θρίαμβο ενώνοντας την Κύπρο με την Ελλάδα. Προκάλεσε έτσι ελληνοτουρκικό διάλογο στη Συνάντηση του Έβρου που απέτυχε οικτρά, αλλά και που οδήγησε αργότερα σε ελληνοτουρκική συμφωνία στο παρασκήνιο του NATO για αποκλεισμό της ενώσεως.
Ως εργαλείο
Αρχές της δεκαετίας του 1970 το αίτημα της Ένωσης επανήλθε κατά κύριο λόγο ως εργαλείο άσκησης αντιπολίτευσης και υπονόμευσης του Μακαρίου. Η ελληνική χούντα προσπάθησε να εξουδετερώσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, χρησιμοποίησε κατ' αυτού το ιδανικό της ενώσεως και κίνησε εναντίον του τους μαχητικούς, αλλά αφελείς Κυπρίους «ενωτικούς». Στο πλαίσιο αυτό, ο Γεώργιος Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο όπου και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β' με προοπτική ν' αγωνιστεί υπέρ της ενώσεως, αφού προηγουμένως εξουδετερωνόταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο τελευταίος δέχθηκε ιδιαίτερα σκληρές επιθέσεις από τους αντιπάλους του στην Κύπρο όταν καθόρισε πολιτική υπέρ του εφικτού (που ήταν η εδραίωση της ανεξαρτησίας), τοποθετώντας την ένωση με την Ελλάδα στη σφαίρα του ευκταίου, αποκαλώντας σε ομιλίες του τους αντιπάλους τους ως "νεκροθάφτες της ενώσεως".
Στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974) που έγινε από την ελληνική στρατιωτική Χούντα, μετείχαν με ενθουσιασμό και μερικοί Ελληνοκύπριοι, που είχαν την αφελέστατη εντύπωση ότι η ώρα της ενώσεως είχε, επί τέλους, πλησιάσει. Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο που ακολούθησε αμέσως μετά, καταβαράθρωσε εντελώς και τις τελευταίες ελπίδες για την πραγμάτωση του ιδανικού αυτού, που ωστόσο από μια μερίδα των Ελλήνων Κυπρίων δεν έχει, ενδόμυχα, εγκαταλειφθεί.
Πηγή: