Πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (1821) δεν υφίστατο τοπικό ζήτημα ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα αφού δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Υφίσταντο, ωστόσο, οι πανάρχαιοι φυλετικοί δεσμοί που εκφράζονται και αποδεικνύονται με πολλούς τρόπους (γλώσσα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις κλπ.). Μέχρι πριν από τη σύσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, και κυρίως κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι προσπάθειες των Κυπρίων εστρέφοντο προς μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης από τις οποίες εζητείτο η ανάληψη δράσης για απελευθέρωση του νησιού από τον οθωμανικό ζυγό, έστω και με απόδοση, ακόμη, του νησιού στις δυνάμεις αυτές. Είναι φανερό ότι εζητείτο έστω και η υποδούλωση της Κύπρου σε κάποια χριστιανική ευρωπαϊκή δύναμη (όπως για παράδειγμα την Ισπανία) προκειμένου να τερματιζόταν η υποδούλωση στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1821, άρχισαν και οι πρώτες κυπριακές προσπάθειες να ακολουθήσει το νησί την μοίρα και να διαμοιραστεί την τύχη του αναγεννώμενου Ελληνισμού. Από τις παραμονές της επανάστασης κατεβλήθησαν προσπάθειες να εξεγερθεί και η Κύπρος, που όμως δεν καρποφόρησαν (βλέπε λήμμα ελληνική επανάσταση και Κύπρος).
Η κατά διάφορους τρόπους ανάμειξη και συμβολή της Κύπρου στην ελληνική επανάσταση, και ιδίως η συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις πολλών Ελλήνων Κυπρίων, αποδεικνύει ότι οι Κύπριοι συνειδητά θεωρούσαν τους εαυτούς τους και το νησί τους τμήμα του Έθνους. Ήταν λοιπόν φυσικό να επιζητηθεί πλέον και η τυπική σύνδεση με το Έθνος, δηλαδή η ένωσις.
Η διακήρυξη της Ρώμης: Αν και η λέξη ένωσις δεν χρησιμοποιήθηκε από την αρχή ως όρος που εκφράζει αυτή τη σύνδεση, ωστόσο το αίτημα ετέθη κατά διάφορους αλλά σαφείς φραστικούς όρους. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη ενωτική εκδήλωση Ελλήνων Κυπρίων η διακήρυξη που εξεδόθη στη Ρώμη στις 6 Δεκεμβρίου 1821 από ιεράρχες και προκρίτους που είχαν διαφύγει από το νησί και σωθεί από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Την διακήρυξη υπέγραψαν οἱ κατά θείαν βοήθειαν ἐν Εὐρώπη διασωθέντες Κύπριοι, οἱ τοῦ ἱεροῦ κλήρου
Ὁ Τριμυθοῦντος Σπυρίδων
Ὁ τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ Ἰωαννίκιος ἒξαρχος
Ὁ τοῦ ἀοιδίμου ἱερομάρτυρος Κύπρου ἀρχιμανδρίτης Θεόφιλος [Θησεύς]
Οἱ τοῦ λαοῦ καί εὐγενίας Χατζή Λουῆς ἐπιστάτης καί ἐπίτροπος Ἀλινιωτίσσης
Γιαννάκης Μονόχειρ πρώην κοτζαμπάσης Χατζή Πέτρος τοῦ ποτέ Οἰκονόμου Κυθέρειος Χριστόδουλος Κτωρίδης, Λαρνακιώτης Κωνσταντῖνος Γεωργιάδης, Λευκωσιάτης Δαυίδ Ἀνδρεάδης ἐκ Λεμεσοῦ
Ὁ ταξίαρχος Μιχάλης Μακρυδιάκης.
Μεταξύ άλλων, η διακήρυξη αυτή αναφέρει: ...συμφώνως μέ τούς λοιπούς ἀδελφούς ἡμῶν Ἓλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά τήν ἐλευθερίαν τῆς εἰρηνικῆς ἡμῶν, πάλαι μέν μακαρίας, ἢδη δέ τρισαθλίας νήσου Κύπρου...
Παράλληλα άρχισαν και οι προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου, που κατεβλήθησαν κατά την επόμενη 7ετία τόσο στην Ευρώπη (και ιδίως στο Λονδίνο) όσο και στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα από εκεί διαμένοντες ή εκεί καταφυγόντες Κυπρίους (για τις οποίες προσπάθειες βλέπε λεπτομέρειες στο σχετικό κεφάλαιο του λήμματος ελληνική επανάσταση και Κύπρος).
Ανάμεσα στις πλείστες εκκλήσεις Κυπρίων προς τους αρχηγούς των Ελλήνων για βοήθεια προς απελευθέρωση της Κύπρου, αρκετές είναι πραγματικά δραματικά ντοκουμέντα, όπως το κείμενο επιστολής του Κυπρίου αγωνιστή Κυπριανού Θησέως* που έστειλε στις 5 Οκτωβρίου 1821 προς τους δημογέροντες της Ύδρας, ζητώντας τους οικονομική ενίσχυση προς αγοράν οπλισμού για τον κυπριακό αγώνα:
...Ἡ πατρίς μου, ἀδελφοί, εἶναι ἡ Κύπρος, καί αὓτη νῆσος τῆς Ἑλλάδος. Ἀνεκδιήγητα εἶναι τά δεινά καί αἱ τυραννίαι, ὃσας ὑποφέρει ἀπό τούς ἐχθρούς βαρβάρους ἡ δυστυχής αὓτη νῆσος... σεῖς δέ, ἀδελφοί, εὐσπλαχνιζόμενοι, ἀξιώσατέ με νῦν τήν ποσότηταν ταύτην, τήν ὁποίαν θέλω μεταχειρισθῆν εἰς συνάθροισιν στρατιωτῶν ἀπό τάς ἐδῶ νήσους ...εἰς ἀγοράν πυροβόλων, ὀργάνων καί ἂλλων χρησίμων εἰς παρομοίανἐκστρατείαν...
Μια από τις πρώτες νύξεις για ένωση της Κύπρου με το υπό δημιουργίαν ελληνικό κράτος, συναντούμε σε έγγραφο υπόμνημα της 5 Ιανουαρίου 1824, που υπεβλήθη προς τη Βουλή και τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από κατοίκους της Βοστώνης, που αναφέρουν ότι αισθάνονται βαθύ ενδιαφέρον διά την πολιτικήν κατάστασιν του λαού της Ελλάδος. Ορμώμενοι από μια δήλωση του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέιμς Μονρόε, ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται ότι η Ελλάς θα καταστεί και πάλιν ανεξάρτητον έθνος, Αμερικανοί πολίτες της Βοστώνης απευθύνθηκαν προς τη Βουλή και τη Γερουσία της χώρας τους και, μεταξύ άλλων, έγραφαν: ...Είναι εντελώς προφανές, ότι η δημιουργία ενός νέου ελευθέρου κράτους στην Μεσόγειο, αποτελούμενου όχι μόνον από τις ακτές της Νοτίου Ελλάδος αλλά και από τα νησιά, ιδιαίτερα δε την Κρήτη και την Κύπρο, θα αποτελούσε μια ισχυρή αναχαίτιση κατά των βαρβαρικών χωρών των εξαρτωμένων από την Υψηλή Πύλη... θα διευκόλυνε και αυτή τούτη την εμπορική επιχειρηματικότητα σ' εκείνες τις θάλασσες...
Κύπριοι στις ελληνικές εθνοσυνελεύσεις: Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1825, και ενώ στην ίδια την Ελλάδα ο απελευθερωτικός πόλεμος δεν είχε τερματιστεί, παρατηρείται το φαινόμενο αποστολής Κυπρίων αντιπροσώπων στις ελληνικές εθνοσυνελεύσεις. Η ενέργεια αυτή είναι σημαντική, και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι θεωρήθηκε τότε πολύ φυσική η μετάβαση και συμμετοχή Κυπρίων αντιπροσώπων σε εθνοσυνελεύσεις, όπως φυσική θεωρήθηκε και η εκ μέρους των Ελλήνων αποδοχή τους. Τούτο σημαίνει ότι οι Κύπριοι θεωρούσαν τους εαυτούς των ως τμήμα του Έθνους και σαν τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τους λοιπούς εκπροσώπους του Έθνους.
Μόλις το νέο ελληνικό κράτος άρχισε να σταθεροποιείται και να αποκτά υπόσταση (ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου [8/20.10.1827] κατά την οποία συνετρίβη ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος και εξ αιτίας της οποίας οι Τούρκοι της Κύπρου προέβησαν σε εκδικητικές σφαγές Ελλήνων στο νησί), τα αιτήματα των Κυπρίων για ελληνική βοήθεια έγιναν περισσότερο επίσημα και απευθύνονταν προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν ο παραλήπτης διαφόρων δραματικότατων εκκλήσεων των Ελλήνων της Κύπρου που, μεταξύ άλλων, του έγραφαν με πολλή αγωνία ότι: ...ἢδη ἐνῶ ἠλπίζομεν νά ἀράξωμεν εἰς τόν Ἑλληνικόν κόλπον, κινδυνεύομεν εἰς ναυάγιον τρομερόν...
Το πάρα πάνω απόσπασμα, που σαφώς αναφέρεται στον πόθο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, περιέχεται σε επιστολή που εστάλη στον Καποδίστρια με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1828, την οποία υπογράφουν: ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος, οι μητροπολίτες Πάφου Χαρίτων, Κιτίου Λεόντιος και Κυρήνειας Χαραλάμπης, ο έξαρχος Κιτίου Χρύσανθος, ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος και οι λαϊκοί Α. Σολομονίδης, Χρ. Απέγιτος, Γ. Λαπιέρ, Δ. Θεμιστοκλής, Λ. Κραμβής, Ν. Κεφάλας και Π. Βαλσαμάκης. Η επιστολή μετεφέρθη στον Καποδίστρια από τρεις Κυπρίους απεσταλμένους, τον γνωστό αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης Χαράλαμπο Μάλη, τον γιατρό Παύλο Βαλσαμάκη και τον Δημήτριο Φραγκούδη, οι οποίοι ήσαν και εξουσιοδοτημένοι νά ἐκτραγωδήσουν τάς ἀκοάς τῆς ἐξοχότητός Σου ἐκ μέρους μας στοματικῶς τά δεινά τοῦ πάσχοντος κοινοῦ μας... Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για την προσπάθεια του 1825, οπότε τον Οκτώβριο οι Κύπριοι ιεράρχες είχαν κληθεί από την ελληνική διοίκηση να βοηθήσουν στην προετοιμαζόμενη εκστρατεία στον Λίβανο, που θα έπρεπε ν' ανέμεναν ότι θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις και για την Κύπρο, και που ωστόσο απέτυχε παταγωδώς όταν ανελήφθη ανεπίσημα από μερικούς οπλαρχηγούς. Αναφέρεται στην επιστολή η απογοήτευση των Κυπρίων που εἰς τό ἒτος 1825 κατά Ὀκτώβριον εἲδαμεν ἐκεῖθεν ἀκτῖνα φωτός...καί ἐπράξαμεν τά πρέποντα...
Άλλη χαρακτηριστική επιστολή που εστάλη στον Καποδίστρια, με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1828, ήταν εκείνη του εξωμότη Κυπρίου προκρίτου Ανδρέα Σολομονίδη (Χουρσίτ αγά) που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η ίδια η Κύπρος ὑψώσασα χεῖρας καί μέ δάκρυα ἐξαιτοῦσα τό ἒλεος τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζει ἐκ νέου τήν τύχην της... κρούει καί ζητῇ διά νά εὓρῃ ἀνοικτάς ἀγκάλας... Ο Σολομονίδης είναι ο ίδιος που υπογράφει πρώτος από τους λαϊκούς και την επιστολή προς τον Καποδίστρια, των ιεραρχών και των προκρίτων.
Η συμβολή του Καποδίστρια: Ο ίδιος ο Καποδίστριας, που με πάρα πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να εγείρει κάποιες απαιτήσεις για συμπερίληψη της Κρήτης μέσα στα όρια της Ελλάδος (που όμως δεν το κατόρθωσε), ήταν εντελώς αδύναμος να εγείρει αξιώσεις ελληνικές και επί της Κύπρου. Ωστόσο ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος θεωρούσε και την Κύπρο ελληνική. Τον Οκτώβριο του 1827, στο Παρίσι, απαντώντας σε ερωτήσεις του Άγγλου Wilmot - Horton, του αγγλικού υπουργείου των Εξωτερικών, στη συγκεκριμένη ερώτηση: Ποῖα ὃρια ἐκτάσεως χωρογραφικής ἀξιοῖ ῆ 'Ελλάς; απάντησε: Τά όρια ταϋτα άπό τοΰ 1821 καθορίζονται ὑπό τοῦ αἳματος τοῦ ἐκχυθέντος εἰς τά σφαγεῖα τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καί τοῦ Μεσολογγίου καί εἰς τούς πολλούς κατά γῆν καί κατά θάλασσαν ἀγῶνας, διά τῶν ὁποίων ἐδοξάσθη τό ἀνδρεῖον τοῦτο ἒθνος...
Στη συνδιάσκεψη του Πόρου εξάλλου (Αύγουστος του 1828), οπότε οι εκπρόσωποι των τριών «προστάτιδων δυνάμεων» (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) απηύθυναν προς τον Καποδίστρια τα 28 ερωτήματά τους, ο τελευταίος, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα που αναφερόταν στον πληθυσμό των ηπειρωτικών τμημάτων και των νησιών της Ελλάδος, είπε και τούτα: ...Ὃσον δέ περί τῶν νήσων, καί ἡ ἱστορία καί τά μνημεῖα τῆςἀρχαιότητος, ὃλα ἐν ἑνί λόγῳ ἐπιμαρτυροῦσιν ὃτι ἡ Ρόδος, ἡ Κύπρος καί τόσαι ἂλλαι ἀκόμη [νήσοι] εἶναι τῆς Ἑλλάδος διαμελίσματα. Ἀλλ' ἡ ἐνεστῶσα προσωρινή Κυβέρνησις, ἀκολουθοῦσα τάς ἀποφάσεις τῶν τριῶνἘθνικῶν Συνελεύσεων, χρεωστεῖ νά θεωρήσῃ ὡς συγκροτούσας τήν Ἑλλάδα ὃλας τάς ἐπαρχίας, αἳτινες ἦσαν ἢ καί εἶναι εἰσέτι ὑπό τήν Τουρκικήν ἐξουσίαν, ἐκίνησαν δέ τά ὃπλα κατά τό 1821, ἢ μετά ταῦτα, καί ἒχουσι τό πλεῖστον μέρος τῶν κατοίκων ἐπαγγελλόμενον τήν Χριστιανικήν Θρησκείαν καί λαλοῦν τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν...
Στη συνέχεια (ερώτημα 6ον) ο Καποδίστριας ήγειρε ελληνικές αξιώσεις επί της Κρήτης, όχι όμως και επί της Κύπρου, η οποία δεν μπόρεσε να κινήσῃ τά ὃπλα για τους λόγους που εκτίθενται στο λήμμα ελληνική επανάσταση και Κύπρος.
Από έγγραφο της 8 Νοεμβρίου 1829, που αποτελεί αναφορά του Βρετανού αντιπρέσβεως Edward Dawkins από το Άργος προς τον προϊστάμενό του στο Λονδίνο λόρδο Aberdeen, προκύπτει ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1829 εγίνοντο κυπριακά διαβήματα προς τον Καποδίστρια. Το έγγραφο αυτό αναφέρει ότι 2μελής κυπριακή αποστολή βρισκόταν στην Ελλάδα προσπαθώντας να συναντήσει τον Καποδίστρια.
Μετά τον Καποδίστρια, μέχρι και την Αγγλοκρατία (1831-1878): Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που αναφέρεται ότι είχε και κυπριακή καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Αδαμαντίνης (το γένος Γονέμη που αποτελούσε γνωστή μεσαιωνική οικογένεια της Κύπρου), δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο στις 9 Οκτωβρίου 1831. Η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον θάνατό του, και με την τοποθέτηση επί κεφαλής του ελληνικού κράτους ενός ξένου βασιλιά, του Όθωνος, δεν ήταν πια πρόσφορη για περαιτέρω κυπριακά διαβήματα. Ούτε και φαίνεται να είχε η Ελλάς οποιαδήποτε, άμεση τουλάχιστον, ανάμειξη στα τρία επαναστατικά κινήματά που έγιναν στην Κύπρο κατά το 1833, αν και τα δυο τουλάχιστον από αυτά (εκείνο του Νικολάου Θησέως και εκείνο του Καρπασίτη καλόγερου Ιωαννίκιου Λαζίμανου) ήσαν ως ένα μεγάλο βαθμό εμπνευσμένα από την ίδια την ελληνική επανάσταση.
Τα επαναστατικά κινήματα του 1833 δεν φαίνεται να ήσαν καθαρά εθνικιστικά, αν και οι πρωτεργάτες των δυο απ' αυτά, ο Θησεύς και ο Ιωαννίκιος (αποδεδειγμένα ο πρώτος), είχαν αγωνιστεί και στην Ελλάδα, πολεμώντας κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Τα κινήματα τους υποκινήθηκαν ως ένα βαθμό (όπως εξάλλου καταγγέλλει και ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος που ετάχθη ενάντια σ' αυτά) από τους Ευρωπαίους. Το τρίτο κίνημα, εκείνο του Λινοβάμβακου Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου, είχε υποστηριχθεί από τον τύραννο της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ο οποίος είχε παράλληλα εγείρει αξιώσεις και επί της Κύπρου και επί της Κρήτης.
Τα τρία κινήματα, στα οποία μετέσχαν και Τούρκοι και Λινοβάμβακοι, είχαν και χαρακτήρα κοινωνικό, όπως και πολλά άλλα που προηγήθηκαν. Μετά την αποτυχία και των τριών κινημάτων, και τις νέες σφαγές που τα ακολούθησαν, στα επόμενα χρόνια δεν σημειώθηκε έντονη δραστηριότητα των Ελλήνων του νησιού για την ένωσή του με την Ελλάδα. Το θέμα της ενώσεως επανεφέρθη κι εντάθηκε μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους. Τη νέα και χριστιανική κρατούσα δύναμη, την Αγγλία, οι Έλληνες Κύπριοι την είδαν ως ένα ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία τους νά ἀράξουν εἰς τόν Ἑλληνικόν κόλπον, όπως έγραφαν ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι λοιποί στον Καποδίστρια.
Α.ΠΑΥΛΙΔΗΣ