Η πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ προσέλαβε νέες διαστάσεις κατά την ειδική σύνοδο των ηγετών των «15» στη Μαγιόρκα, την οποία συγκάλεσε η ισπανική προεδρία στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου 1995 με αποκλειστικό αντικείμενο την ανταλλαγή απόψεων για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη που θα άρχιζε τον επόμενο χρόνο. Προσκαλώντας τους Ευρωπαίους ηγέτες, ο Ισπανός πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλες τους ζήτησε να αναπτύξουν ελεύθερα τις απόψεις και τις σκέψεις τους για το μέλλον της ΕΕ, χωρίς πρακτικά συνεδριάσεων και δεσμεύσεις. Όντως, στην διάρκεια της ειδικής αυτής συνόδου, διεφάνη η πρόθεση των ισχυρών κρατών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, να τηρήσουν με συγκεκριμένες αποφάσεις τις υποσχέσεις που έδωσαν στους Ανατολικοευρωπαίους για την προσχώρησή τους. Η ανάγκη λήψης αποφάσεων ήταν πιεστική γιατί είχαν ληφθεί τα παράλληλα βήματα διεύρυνσης του NATO, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας. Στην Μαγιόρκα ο Βρεττανός πρωθυπουργός Τζών Μέιτζορ κατέθεσε την άποψη ότι οι διαπραγματεύσεις ένταξης για τις χώρες ΚΑΕ θα πρέπει να αρχίσουν ταυτόχρονα με εκείνες που ορίστηκαν για την Κύπρο και την Μάλτα. Σε παρέμβασή του ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου συμφώνησε με την πρόθεση να δοθεί ένα μήνυμα στους γείτονες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά κάλεσε τους εταίρους να αναλογισθούν το κόστος που θα έχει η διεύρυνση. Τη θέση Παπανδρέου υιοθέτησε και η Ολλανδία, που συνεισφέρει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν μερίδιο στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ο Α. Παπανδρέου είχε την ευκαιρία στην παρέμβασή του να διευκρινίσει ότι το κόστος της διεύρυνσης αφορούσε μόνο τις χώρες ΚΑΕ γιατί η Κύπρος και η Μάλτα θα μπορούσαν να ενταχθούν χωρίς να επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Ολοκληρώνοντας την ειδική σύνοδο, ο πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλες εξέφρασε ωστόσο την άποψη ότι «είναι αδιανόητο να αρχίσει μια διαδικασία ένταξης με την Κύπρο και τη Μάλτα, χωρίς να ξεκινήσει μια παρόμοια διαδικασία με τις χώρες ΚΑΕ». Η αναφορά αυτή του Ισπανού πρωθυπουργού έδειξε ότι η πλειοψηφία των εταίρων συμφωνεί με την συγκρότηση μιας νέας ομάδας που θα διαπραγματευθεί την ένταξή της, αμέσως μετά την Διακυβερνητική, που θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε την Κύπρο και την Μάλτα και κάποιες χώρες ΚΑΕ.
Η ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
Από τις αρχές του φθινοπώρου άρχισε να διαφαίνεται η μεταστροφή των πολιτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου υπέρ της Τ.Ε. της Τουρκίας. Ο τουρκικός στρατός ολοκλήρωσε αργά την αποχώρησή του από το έδαφος του Ιράκ, ενώ η κυβέρνηση Τσιλέρ κίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης του τουρκικού συντάγματος και του επίμαχου άρθρου 8 του ποινικού κώδικα, βάσει του οποίου χιλιάδες αγωνιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπέρμαχοι της αποκατάστασης της ταυτότητας του κουρδικού έθνους οδηγήθηκαν στις τουρκικές φυλακές.
Στο επίπεδο των διακηρύξεων, το Ευρωκοινοβούλιο τήρησε υψηλούς τόνους επικρίσεων για την ανεπάρκεια των μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία. Ο Ισπανός σοσιαλιστής ευρωβουλευτής Κάρλος Καρνέρο, εισηγητής στο Ευρωκοινοβούλιο για την Τ.Ε. της Τουρκίας, ετοίμασε μια έκθεση καταπέλτη στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων. Τρεις γυναίκες, κορυφαία στελέχη του Ευρωκοινοβουλίου, η Π. Γκριν, η Μ, Ροτ και η Κ. Λαλουμιέρ, επισκέφθηκαν τους Κούρδους βουλευτές στις τουρκικές φυλακές όπου κρατούνταν και αποδοκίμασαν έντονα το καθεστώς της Άγκυρας για τις θλιβερές επιδόσεις του στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της σκέψης. Παρόλα αυτά, οι δυνατότητες επιβολής της θέσης του Ευρωκοινοβουλίου, τουλάχιστον για αναστολή της έναρξης ισχύος της Τ.Ε. και επανεξέτασής της στο επόμενο εξάμηνο, αποδείχθηκαν μηδαμινές.
Λίγο πριν από τη σύγκληση του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας, στις 30 Οκτωβρίου 1995, η Τ. Τσιλέρ εξασφάλισε την απαιτούμενη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση για τροποποίηση του άρθρου 8 του αντιτρομοκρατικού νόμου, μετριάζοντας τις ποινές. Η κοινή θέση των «15» στο Συμβούλιο Σύνδεσης ολοκληρώθηκε σε επίπεδο ΚΟΡΕΠΕΡ (Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων) με εγκωμιαστικά σχόλια για τις τουρκικές «κινήσεις εκδημοκρατισμού». Περιλήφθηκε επίσης πρόβλεψη για την εκταμίευση 375 εκατομμυρίων ECU υπό μορφή χορηγιών προς την Τουρκία και περίπου 700 εκατομμυρίων ECU υπό τη μορφή δανείων, κατά την επόμενη πενταετία, υπό την αίρεση ότι η Τ.Ε. θα εξασφάλιζε τη «σύμφωνη γνώμη» του Ευρωκοινοβουλίου. Στην κοινή θέση γινόταν εξ άλλου αναφορά στο Κυπριακό, με την επισήμανση ότι η ΕΕ θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν κατά το διάστημα που μεσολαβεί έως την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης, προκειμένου να επιλυθεί το θέμα. Με ένα τρίτο έγγραφο, οι «15» ενέκριναν τέλος το πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου ΕΕ-Τουρκίας, που περιείχε όλες τις προβλέψεις ενός διαλόγου, αντίστοιχου με αυτόν που εγκαθιδρύθηκε με υποψήφιες για ένταξη χώρες, όχι όμως στο πλαίσιο Συμβουλίων ή συνόδων κορυφής για να θεωρηθεί «διαρθρωμένος». Όλες οι κυβερνήσεις των κρατών μελών έδωσαν την σθεναρή υποστήριξή τους προς την Τουρκία και ιδιαίτερα την πρωθυπουργό Τανσού Τσιλέρ που βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο. Μετά το τέλος του Συμβουλίου, ο επίτροπος Χανς Βαν Ντεν Μπρουκ υποστήριξε με έμφαση ότι η επικύρωση της Τ.Ε. της Τουρκίας θα δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για την προώθηση λύσης στο Κυπριακό.
Κατά το τρίμηνο που μεσολάβησε έως τη συζήτηση και τελικώς την επικύρωση της Τ.Ε. της Τουρκίας από το Ευρωκοινοβούλιο, στις 13 Δεκεμβρίου 1995, υπήρξε ένας τέτοιος οργασμός διπλωματικών επαφών υπέρ της Τουρκίας, στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο και τις πρωτεύουσες των χωρών μελών, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τούρκοι πρέσβεις περιόδευαν με κάθε ευκαιρία με στόχο την ενίσχυση του φιλοτουρκικού λόμπι. Στους ίδιους εντατικούς ρυθμούς κινήθηκαν και οι πρεσβευτές των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κλίντον περιέλαβε το θέμα της Τ.Ε. της Τουρκίας στη συνάντηση κορυφής ΕΕ-ΗΠΑ στη Μαδρίτη, στις 3 Δεκεμβρίου 1995, εκφράζοντας θερμή υποστήριξη στην «ενσωμάτωση της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές δομές». Ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραψε στη Μαδρίτη με τους ηγέτες της ΕΕ, τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Φελίπε Γκονζάλες και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζάκ Σαντέρ, την «Ευρωατλαντική Ατζέντα Συνεργασίας» στην οποία το Κυπριακό περιλαμβάνεται μεταξύ των διενέξεων για τις οποίες ΕΕ και ΗΠΑ συμφωνούν να συντονίσουν τη δράση τους.
Στις 14 Νοεμβρίου 1995, ενώ συνεδρίαζαν οι μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου, εκείνες του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, για να καθορίσουν τη στάση τους στο θέμα της Τ.Ε. της Τουρκίας, ο επίτροπος Χανς Βαν Ντεν Μπρουκ κυκλοφόρησε ενημερωτικό φάκελο στους ευρωβουλευτές αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ της Τουρκίας. Συνοπτικά, ο Ολλανδός επίτροπος υποστήριξε ότι η προσέγγιση της Τουρκίας με την ΕΕ θα ενισχύσει εκείνες τις δυνάμεις στην χώρα που επιδιώκουν πρόοδο στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον εκδημοκρατισμό, ενώ αντίθετα, τυχόν απόρριψη της Τ.Ε. θα ενισχύσει τον τουρκικό ισλαμισμό. Ο Βαν Ντεν Μπρούκ επεσήμανε επίσης τις οικονομικές προοπτικές της Ε Ε από τη διείσδυση στην αγορά της Τουρκίας και την μέγιστη στρατηγική σημασία της για τη σταθερότητα στην περιοχή και την ασφάλεια στην Γηραιά Ήπειρο. Για τα ιδιαίτερα ζητήματα που σχετίζονται με την Ελλάδα και την Κύπρο, ο Βάν Ντεν Μπρούκ υποστήριξε ότι απόρριψη της Τ.Ε. θα καθιστούσε δυσκολότερη την διαδικασία προσχώρησης της Κύπρου, ενώ η υπερψήφισή της θα συνέβαλλε επίσης στην ειρηνική προσέγγιση των ζητημάτων που διαταράσσουν τις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων και η επιμονή των εθνικών κυβερνήσεων και των ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα και οι δύο μεγάλες ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου να αποφασίσουν υπερψήφιση της Τ.Ε. 343 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της Τ.Ε., 149 εναντίον και 36 απέσχον της ψηφοφορίας. Η γνωστοποίηση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, στις 13 Δεκεμβρίου 1995, έγινε δεκτή στην Τουρκία με πανηγυρισμούς στα μεγάλα αστικά κέντρα, υποστηρικτών της Τανσού Τσιλέρ, η οποία ανήγγειλε με κάθε επισημότητα ότι ο στόχος είναι στο εξής η πλήρης ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Την είδηση υποδέχθηκαν εξ άλλου με αισθήματα ανακούφισης οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Την ίδια ημέρα της επικύρωσης της Τ.Ε., στην Άγκυρα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η χώρα δεν δεσμεύεται να εφαρμόσει την Τ. Ε. θέτοντας σε απομόνωση τα κατεχόμενα εδάφη στην Κύπρο, ούτε είναι υποχρεωμένη να δεχθεί όλες τις αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου.