Με την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, ο αν. υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος παρέδωσε το χαρτοφυλάκιο των ευρωπαϊκών υποθέσεων στον Κύπριο την καταγωγή Γιάννο Κρανιδιώτη, ο οποίος ανέλαβε ως νέος υφυπουργός Εξωτερικών στο πλαίσιο του ανασχηματισμού της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Η απόφαση για τον διορισμό του Γ. Κρανιδιώτη ήταν ενδεικτική της πρόθεσης του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου να επικεντρώσει το βάρος της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας κατά το επόμενο εξάμηνο στη λήψη μιας δεσμευτικής απόφασης για το θέμα της ένταξης της Κύπρου. Ο Γ. Κρανιδιώτης επεδίωξε από την αρχή να εξασφαλίσει την πλήρη ταύτιση στρατηγικής και χειρισμών του κυπριακού υπουργείου Εξωτερικών και την συναίνεση της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου, επισκέφθηκε την Κύπρο επί κεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και ανέλυσε όλες τις πτυχές των χειρισμών που θα κατέτειναν στον καθορισμό χρονοδιαγράμματος έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης, το συντομότερο δυνατόν. Με την ολοκλήρωση των συνομιλιών στην Λευκωσία, ο Γ. Κρανιδιώτης άφησε σαφώς να νοηθεί ότι η Ελλάδα θα επεδίωκε σύνδεση του θέματος της ένταξης της Κύπρου με τις σχέσεις Τουρκίας - ΕΕ, δεν ήταν όμως έκδηλο ότι η σύνδεση αυτή αφορούσε την υπό διαπραγμάτευση Τ.Ε. της Τουρκίας (26).
Με τη γερμανική ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ κατέστησε σαφές ότι βασικές προτεραιότητες της Βόννης ήταν η προώθηση των σχέσεων με τις χώρες ΚΑΕ και η καθιέρωση ειδικών σχέσεων με την Τουρκία, στο πλαίσιο μιας Τελωνειακής Ένωσης. Ήδη, από τον Μάιο, με τη συναίνεση των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών και την σθεναρή υποστήριξη των ΗΠΑ, η Τουρκία απέκτησε καθεστώς «συνδεδεμένου μέλους» της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με δικαίωμα συμμετοχής στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς. Με την διακήρυξη του Πέτερσμπεργκ η Ελλάδα κατέστη πλήρες μέλος της ΔΕΕ, η Τουρκία έγινε συνδεδεμένο μέλος, ενώ οι χώρες της ΚΑΕ, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία απέκτησαν καθεστώς «εταιρικού μέλους», κατ' αντιστοιχίαν της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα του NATO «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη». Με ειδική ρύθμιση του άρθρου 5 της συνθήκης του Μάαστριχτ, εισήχθη επίσης ρήτρα που προνοούσε ότι δεν ισχύει η αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση σύρραξης μεταξύ μελών της ΔΕΕ ή μελών της ΔΕΕ και του NATO.
Η Γερμανία έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη διάρκεια της προεδρίας της στην εδραίωση του πρωταγωνιστικού ρόλου της και στην επέκταση της ζώνης πολιτικής και οικονομικής επιρροής στον χώρο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Κλ. Κίνκελ κάλεσε τους ομολόγους του στην νησίδα Ούζεντομ της Βαλτικής, στο πλαίσιο του άτυπου Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων, και τους ανέλυσε τις προτάσεις του για τη στρατηγική ένταξης των χωρών ΚΑΕ. Σε συνεργασία εξάλλου με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Αλαίν Ζυπέ, ο Κλάους Κίνκελ προώθησε την ανάπτυξη πρωτοβουλίας προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο της «τρόικας» της ΕΕ για αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα, δηλαδή τις σχέσεις με την Τουρκία, την Αλβανία και τα Σκόπια. Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε θετικά στην πρωτοβουλία Κίνκελ αλλά άφησε σαφώς να νοηθεί ότι μπορούσε να αποδεσμεύσει την εξωτερική της πολιτική στο θέμα της Αλβανίας και σε εκείνο των Σκοπίων, ενώ σε σχέση με την Τουρκία δεν θα έκανε καμιά υποχώρηση. Εν όψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με επίκεντρο την Τ.Ε. της Τουρκίας και την Κύπρο, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αποδέσμευσε από τις σχέσεις με την ΕΕ το θέμα των Σκοπίων, μεταθέτοντάς το στους κόλπους του ΟΗΕ και διαπραγματεύθηκε μια ρύθμιση για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας με τη σταδιακή εκταμίευση της πρώτης δόσης της κοινοτικής βοήθειας προς το αλβανικό καθεστώς Μπερίσια. Την ίδια περίοδο, ο υφυπουργός Εξωτερικών Γ. Κρανιδιώτης ανέλαβε μια δραστήρια περιοδεία μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Αλέκο Μιχαηλίδη, που κάλυψε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με στόχο την εξασφάλιση υποστήριξης στο αίτημα της Κύπρου για καθορισμό ενός χρονοδιαγράμματος για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης. Μετά τον πρώτο κύκλο επαφών, ο Γ. Κρανιδιώτης εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι ελληνικές θέσεις σε σχέση με την κυπριακή αίτηση ένταξης είχαν τύχει υποστήριξης από την Ισπανία και την Ιταλία. Η χώρα-κλειδί, που θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά «το λόμπι του νότου» όμως, η Γαλλία, διατηρούσε επιφυλάξεις, κυρίως λόγω των ειδικών οικονομικών δεσμών και των μεγάλων επενδύσεων που ανέπτυσσε στην Τουρκία.
Στις 31 Οκτωβρίου 1994 πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο σύνοδος του Συμβουλίου Υπουργών κατά την οποία ο Κλάους Κίνκελ υπέβαλε τις προτάσεις της γερμανικής προεδρίας για τη διαμόρφωση ενός διαρθρωμένου (ή δομημένου, αγγλ. structured) διαλόγου της ΕΕ με τις χώρες ΚΑΕ, δηλαδή την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Ο διαρθρωμένος διάλογος ήταν η διαδικασία βάσει της οποίας οι χώρες ΚΑΕ θα συμμετείχαν περιοδικώς στα θεσμικά όργανα της ΕΕ όπως τα Συμβούλια Υπουργών, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και άλλα και οι ηγέτες των χωρών αυτών θα προσκαλούνταν στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η συζήτηση έγινε σε βαρύ κλίμα για τις ελληνικές θέσεις, γεγονός που ανάγκασε τον υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννο Κρανιδιώτη να θέσει χωριστά τα θέματα που αφορούν την Κύπρο και τη Μάλτα, αποφεύγοντας κάθε ενδεχόμενο ομαδοποίησης των αιτήσεων ένταξής τους με τις χώρες ΚΑΕ. Έθεσε πάντως διακριτικά θέμα πρόσκλησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Έσσεν και των ηγετών της Κύπρου και της Μάλτας, όπως επρόκειτο να πράξει η γερμανική προεδρία για τους ηγέτες της Ομάδας των «6». Τις ελληνικές θέσεις υποστήριξαν η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ ο επίτροπος Χανς Βαν Ντεν Μπρουκ ανακοίνωσε στους υπουργούς ότι η Επιτροπή είχε πρόθεση να εκδώσει έκθεση επανεξέτασης της κυπριακής αίτησης ένταξης στις αρχές του 1995. Ο Ολλανδός επίτροπος φαινόταν εξ αρχής διατεθειμένος να συμβάλει στην αναζήτηση ενός συμβιβασμού ανάμεσα στις ελληνικές θέσεις για καθορισμό χρονοδιαγράμματος έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης για την Κύπρο και άρσης της αντιθέσεως στην Τ.Ε. της Τουρκίας. Ήταν δε πεπεισμένος, ύστερα από συνεχείς διαβουλεύσεις με τον Γ. Κρανιδιώτη, ότι χωρίς κάποια θετική και σαφή χειρονομία της ΕΕ προς την Κύπρο, η Τ.Ε. της Τουρκίας δεν είχε καμιά τύχη. Η Γερμανία εξέτασε ακόμη και την επιλογή επίκλησης νομικών σημείων για παράκαμψη των ελληνικών αντιρρήσεων προκειμένου να επιτύχει την Τ.Ε. της Τουρκίας, αλλά οι ενέργειες αυτές ανεστάλησαν γιατί η Ελλάδα κατέστησε σαφές στο παρασκήνιο ότι θα προσέφευγε στο Ευρωδικαστήριο και είχε πολλές πιθανότητες να ανατρέψει αυτές τις μεθοδεύσεις.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε στο μεταξύ αποκρυσταλλώσει το πλαίσιο της διπλωματικής διεκδίκησης για την Κύπρο, και με βάση αυτό, θα επεχειρείτο ο καθορισμός χρονοδιαγράμματος έναρξης των διαπραγματεύσεων ένταξης, αμέσως μετά τη λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996. Επρόκειτο για μια αναπροσαρμογή της τακτικής, δεδομένου ότι καμιά χώρα, ούτε η Ιταλία και η Ισπανία που συμπαρατάχθηκαν με την Ελλάδα για τη διεύρυνση προς νότον, δεν συνηγορούσαν στο ελληνικό αίτημα για έναρξη των διαπραγματεύσεων εντός του 1995. Εκτός συζητήσεως θεωρούσε το θέμα αυτό και η Γαλλία, που είχε ελαφρώς μετακινηθεί προς τις ελληνικές θέσεις, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί στο θέμα της ένταξης, με πρωτοβουλία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σε συντονισμό με το κυπριακό υπουργείο, ο πρόεδρος Κληρίδης προσήλθε σε άτυπες απ' ευθείας συναντήσεις με τον Ραούφ Ντενκτάς, στην οικία του αναπληρωτή ειδικού αντιπροσώπου του γ.γ. του ΟΗΕ στην Κύπρο Γκούσταβ Φεϊσέλ. Έγιναν συνολικά πέντε άτυπες συναντήσεις στο πλαίσιο των οποίων, όπως διεφάνη εκ των υστέρων, διεξήχθη ουσιαστική συζήτηση, υπό μορφή βολιδοσκόπησης της κάθε πλευράς, προκειμένου ο Γκ. Φεϊσέλ να μπορέσει να βγάλει κάποια συμπεράσματα. Ο αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε, μετά τις άτυπες συναντήσεις, ότι προέκυψαν κάποια νέα στοιχεία. Πολύ αργότερα, με την κυκλοφορία της έκθεσης του παρατηρητή της ΕΕ Σέρζ Αμπού, διαπιστώθηκε ότι η ουσία της συζήτησης Κληρίδη- Ντενκτάς αφορούσε τη δέσμευση της τουρκοκυπριακής πλευράς στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, μετά την λύση, σε αντάλλαγμα για την μετακίνηση της ελληνοκυπριακής πλευράς σε άλλα θέματα όπως η κυριαρχία του Ομοσπονδιακού Κράτους που θα δημιουργηθεί. Ο Ραούφ Ντενκτάς απέρριψε κάθε δέσμευση για ένταξη της Κύπρου, αξιώνοντας χωριστά δημοψηφίσματα. Ισχυρίστηκε όμως ότι, προκειμένου να εξασφαλίσει την συναίνεσή του για ένταξη, ο πρόεδρος Κληρίδης «αποδέχθηκε τον ορισμό που δίνει η τουρκοκυπριακή πλευρά για περιορισμένη κυριαρχία, βασισμένη στο ελβετικό πρότυπο, δηλαδή τα ομόσπονδα κράτη θα είναι κυρίαρχα στον βαθμό που η κυριαρχία τους δεν περιορίζεται από το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας» (27). Ο πρόεδρος Κληρίδης αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση της ελληνοκυπριακής πλευράς. Σύμφωνα με κατά καιρούς κυβερνητικές ανακοινώσεις και δηλώσεις, ο πρόεδρος Κληρίδης είχε εκθέσει κάποιες σκέψεις για ελαστικότερη στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς επί μιας σειράς θεμάτων (28). Τα θέματα αυτά αφορούσαν είτε μεμονωμένα το θέμα της κυριαρχίας, είτε και την αποστρατικοποίηση και την απόσυρση των εποίκων σε συνδυασμό με την εκ περιτροπής προεδρία. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι οι άτυπες συνομιλίες, παρά το γεγονός ότι δεν απέφεραν δημοσίως κάποιο αποτέλεσμα, αντιμετωπίστηκαν από τους διεθνείς παράγοντες που ενεργούν στο Κυπριακό, τα Ηνωμένα Έθνη, τις ΗΠΑ και την Βρεττανία, ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.
Στα τέλη του φθινοπώρου του 1994 σημειώνεται η οριστική στροφή των ΗΠΑ στο θέμα της ένταξης της Κύπρου. Εκφραστής της νέας πολιτικής προσέγγισης ήταν ο υφυπουργός Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο οποίος περιόδευσε στο τρίγωνο Αθήνα - Άγκυρα - Λευκωσία και είχε εντατικές συνομιλίες με όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Βασικός άξονας της νέας αμερικανικής πολιτικής είναι η σταδιακή προσέγγιση της Κύπρου στην ΕΕ και η πρόσδεση της Τουρκίας στην Ευρώπη μέσω μιας ισχυρής σύνδεσης όπως αυτή που προσφέρεται με την Τελωνειακή Ένωση. Η συνολική αυτή διαδικασία, κατά τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, οδηγεί στην υπέρβαση των διαφορών της Ελλάδας και της Τουρκίας, κατά το πρότυπο του τερματισμού της εχθρότητας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Ειδικά για την Κύπρο, πρώτος ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ εξέθεσε την άποψη ότι με τη λύση και στη συνέχεια την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, θα δημιουργηθεί ατμόσφαιρα συμφιλίωσης όπως συνέβη στη Βόρειο Ιρλανδία (29). Την αμερικανική μετακίνηση έναντι της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, σε συνδυασμό πάντα με την υλοποίηση της Τ.Ε. της Τουρκίας, ακολούθησε και ο γ.γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι, ο οποίος άφησε σκόπιμα να διαρρεύσει (ΡΙΚ, ΑΠΕ), ότι υποστηρίζει τον καθορισμό ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης. Ο Μπούτρος Γκάλι απέφυγε επίσης να εκδώσει την από καιρού αναμενόμενη έκθεσή του για το Κυπριακό προκειμένου να μην επηρεάσει τις κρίσιμες διεργασίες στους κόλπους της ΕΕ. Όλες οι πληροφορίες συνέκλιναν στο ότι η διπλωματική στρατηγική για διασύνδεση του θέματος της ένταξης της Κύπρου με την προώθηση της Τ. Ε. της Τουρκίας ήταν το πλαίσιο ενός σοβαρού και ρεαλιστικού συμβιβασμού. Απέμεινε το ακριβές περιεχόμενό του, το οποίο θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να κριθεί με μερικές προσαρμογές προς όφελος της μιας ή της άλλης πλευράς, ανάλογα με την τακτική των διαπραγματεύσεων.
Η πολιτική ηγεσία της Κύπρου δεν θέλησε ή δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τους κρίσιμους χειρισμούς. Σε συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου, δύο πολιτικοί αρχηγοί, ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Γιαννάκης Μάτσης και ο πρόεδρος του Σ.Κ. ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης, επέκριναν έντονα τον υπουργό Εξωτερικών Αλέκο Μιχαηλίδη γιατί διαπραγματευόταν την έναρξη συνομιλιών ένταξης στη βάση ενός χρονοδιαγράμματος μετά την Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996. Χρειάστηκε η παρέμβαση του υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Γιάννου Κρανιδιώτη, με συνέντευξή του στο ΡΙΚ, για να αποτρέψει τις επικρίσεις για τους χειρισμούς (30).
Η μη κατανόηση των λεπτών ισορροπιών και των περιθωρίων για ένα συμβιβασμό στο χρονοδιάγραμμα, αμέσως μετά τη Διακυβερνητική, ήταν έκδηλη και σε επίπεδο κοινοβουλευτικής δράσης. Ενώ στην έκτη σύνοδο της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κύπρου - ΕΕ, που συνήλθε στις 20 Νοεμβρίου 1994, εγκρίθηκε σύσταση προς το Ευρωκοινοβούλιο για άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου, δεν κατέστη δυνατό να «περάσει» ένα τέτοιο ψήφισμα από την ολομέλεια στο Στρασβούργο.
Μέσα σε αυτό το διπλωματικό πεδίο πραγματοποιήθηκε, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 1994, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Έσσεν. Η γερμανική προεδρία αρνήθηκε επίμονα να απευθύνει πρόσκληση για συμμετοχή στη σύνοδο του προέδρου Κληρίδη και του Μαλτέζου ηγέτη, μαζί με τους ηγέτες των 6 χωρών ΚΑΕ. Διαμήνυσε επίσης στη Λευκωσία ότι θα πρέπει να ασκήσει επιρροή στην Ελλάδα να άρει τις αντιρρήσεις της στο θέμα της Τ. Ε. της Τουρκίας. Στο τελικό κείμενο των συμπερασμάτων του Έσσεν έγινε ωστόσο κατορθωτό να επιβεβαιωθεί η απόφαση της Κέρκυρας, ότι η επόμενη φάση της διεύρυνσης θα αφορά την Κύπρο και τη Μάλτα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε επίσης τους υπουργούς των Εξωτερικών να εξετάσουν, στις αρχές του 1995, τις νέες εκθέσεις που θα έπρεπε να υποβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις απαιτήσεις ένταξης των δύο υποψηφίων για ένταξη χωρών της Μεσογείου.
Παράλληλα, οι 12 ηγέτες επικύρωσαν το στρατηγικό σχέδιο ένταξης των χωρών ΚΑΕ, στη βάση του διαρθρωμένου διαλόγου και ενός γενναιόδωρου χρηματοδοτικού προγράμματος. Σε αντιστάθμισμα, οι «νότιοι» της ΕΕ εξασφάλισαν τη λήψη απόφασης για μια νέα μεσογειακή πολιτική και εταιρική σχέση με τα τρίτα κράτη, με προοπτική την εγκαθίδρυση Ευρωμεσογειακής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών έως το 2010. Στο Έσσεν η ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου είχε την ευκαιρία να επαναλάβει τις θέσεις της έναντι της Τ.Ε. της Τουρκίας.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για τήρηση του χρονοδιαγράμματος έναρξης ισχύος της τουρκικής Τ.Ε., μέσα στο 1995, η γερμανική προεδρία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήσαν αποφασισμένες να συγκαλέσουν κανονικά το Συμβούλιο Σύνδεσης με την Τουρκία, στις 19 Δεκεμβρίου 1994, όπως ήταν προγραμματισμένο, και να επιχειρήσουν με ένα συνδυασμό πιέσεων να επιτύχουν τη διαμόρφωση κοινής θέσης των 12, με την άρση των ελληνικών αντιρρήσεων. Ο Κλάους Κίνκελ φρόντισε προηγουμένως να καλέσει στη Βόννη τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Αλέκο Μιχαηλίδη προς τον οποίο διετύπωσε τον ωμό εκβιασμό ότι, σε περίπτωση που δεν αρθεί η ελληνική άρνηση στην Τ.Ε. της Τουρκίας, η Γερμανία δεν επρόκειτο με κανένα τρόπο να αντιμετωπίσει θετικά την κυπριακή αίτηση ένταξης κατά την επανεξέτασή της, στις αρχές του 1995. Η ολιγόλεπτη συνάντηση Κίνκελ - Μιχαηλίδη στις 15 Δεκεμβρίου θα καταγραφεί στην διπλωματική ιστορία ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα άσκησης διπλωματίας καταναγκασμού, εντελώς έξω από την επικρατούσα πρακτική στην ΕΕ (31). Στις Βρυξέλλες, όπου συνεκλήθη το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων για να προετοιμάσει το Συμβούλιο Σύνδεσης, ο Κλάους Κίνκελ «έπαιξε» το τελευταίο του χαρτί. Κάλεσε μάλιστα στην κοινοτική πρωτεύουσα και την τουρκική αντιπροσωπεία, υπό τον υπουργό Εξωτερικών Μουράτ Καράγιαλτσιν και την άφησε εν αναμονή των αποτελεσμάτων του Συμβουλίου Υπουργών. Στο Συμβούλιο Υπουργών, ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννος Κρανιδιώτης προέβη σε εκτενή παράθεση θέσεων για να αποσαφηνίσει πλήρως τους ελληνικούς όρους (32).
Συνοπτικά ο Γ. Κρανιδιώτης αναφέρθηκε στη γενικότερη πτυχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του επιπέδου δημοκρατίας στην Τουρκία και στη συνέχεια υπενθύμισε τα ιδιαίτερης φύσεως θέματα που ενδιαφέρουν την Ελλάδα:
α. την αρνητική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο,
β. την άρνησή της να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, να απαντήσει στην πρόταση του προέδρου Κληρίδη για αποστρατικοποίηση, την μη αποδοχή της αρχής της ελεύθερης διακίνησης προσώπων ή τουλάχιστον την απόδοση της περιοχής των Βαρωσίων βάσει των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Γ. Κρανιδιώτης παρατήρησε ότι, αφού η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται θετικά σε όλα αυτά τα ζητήματα, η Ελλάδα ζήτησε από την ΕΕ «να στείλει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς την χώρα αυτή, με την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ» (33).
Οι θέσεις που προέβαλε επισήμως πλέον ο Γ. Κρανιδιώτης ώθησαν τον Κλάους Κίνκελ να επιδιώξει την άρση της ελληνικής αρνήσεως, προσφέροντας ένα ασαφές και μη δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για τις διαπραγματεύσεις ένταξης της Κύπρου. Εισηγήθηκε συγκεκριμένα είτε την ρύθμιση «οι διαπραγματεύσεις ένταξης θα αρχίσουν το συντομότερο δυνατόν» είτε «οι διαπραγματεύσεις ένταξης μπορούν να αρχίσουν μετά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη».
Ο Γ. Κρανιδιώτης απέρριψε και τις δύο γερμανικές προτάσεις ως μη ικανοποιητικές και πρόβαλε άρνηση στη λήψη κοινής θέσης με αποτέλεσμα να ματαιωθεί το Συμβούλιο Σύνδεσης (34).
Το αδιέξοδο εξώθησε τη Γαλλία, που παραλάμβανε την σκυτάλη της προεδρίας της ΕΕ από την Γερμανία, να προσεγγίσει το όλο ζήτημα διαφορετικά. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Αλαίν Ζυπέ διαμήνυσε στην Αθήνα, τη Λευκωσία και την Άγκυρα ότι η γαλλική προεδρία θα αναλάμβανε διμερείς επαφές για εξέταση των θεμάτων που αφορούν την κάθε ενδιαφερόμενη χώρα. Κλειδί στην προσέγγιση των Γάλλων ήταν η αναζήτηση ενός πλαισίου συμφωνίας για την ένταξη της Κύπρου και την Τ.Ε. της Τουρκίας, το οποίο θα αναλάμβανε στην συνέχεια να προωθήσει η γαλλική προεδρία στους υπόλοιπους εταίρους.
Οι εξελίξεις προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Τούρκου προέδρου Ντεμιρέλ, ο οποίος χαρακτήρισε «μεγάλη γκάφα» της ΕΕ, τη ματαίωση της συμφωνίας Τ.Ε. και καταδίκασε «την εργασία που επιτελείται για αποδοχή των Ελληνοκυπρίων στην Ένωση, ως εκπροσώπων ολόκληρου του νησιού». Ωστόσο, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ήταν σαφώς προσανατολισμένο στην αναζήτηση ενός πλαισίου συμβιβασμού, αν και δημοσίως εμφανιζόταν ανένδοτο σε οποιαδήποτε παραχώρηση στο Κυπριακό. Ο Ραούφ Ντενκτάς, όλο αυτό το διάστημα, επιχειρούσε να οικοδομήσει συμμαχίες στην Άγκυρα για ανατροπή των διαδικασιών, ακόμη και με την ακύρωση της Τ.Ε. της Τουρκίας. Ο Ντενκτάς ζήτησε συγκεκριμένα την υποστήριξη των στρατιωτικών και διαφόρων σκληροπυρηνικών στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, χωρίς όμως να επιτύχει τίποτα το συγκεκριμένο πλην αορίστων διακηρύξεων συμπαράστασης.
Η πρωτοβουλία της γαλλικής προεδρίας εκδηλώθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1995, με χωριστές (τυπικά) συναντήσεις του Αλαίν Ζυπέ, προεδρεύοντος του Συμβουλίου Υπουργών, με τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννο Κρανιδιώτη και τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Αλέκο Μιχαηλίδη. Στο πλαίσιο των διμερών επαφών είχε επίσης κληθεί στο Παρίσι για συνομιλίες με τον Γάλλο υφυπουργό Εξωτερικών Αλαίν Λαμασούρ, ο Τούρκος βοηθός μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Τουκάι Ουλούτσεβικ. Στη συνάντηση Ζυπέ-Κρανιδιώτη συμφωνήθηκε το πλαίσιο στο οποίο θα εκινείτο η γαλλική προεδρία, γνωστό ως «φόρμουλα Ζυπέ-Κρανιδιώτη». Την φόρμουλα υιοθέτησε στη συνέχεια ο υπουργός Εξωτερικών Αλέκος Μιχαηλίδης, στο σημείο που αφορούσε την Κύπρο, δηλαδή το χρονοδιάγραμμα για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης.
Η φόρμουλα Ζυπέ-Κρανιδιώτη περιελάμβανε τα ακόλουθα στοιχεία (35):
α) έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου, είτε κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών έως έξι μηνών, είτε κατά τη διάρκεια της προεδρίας που θα ακολουθήσει την ολοκλήρωση των εργασιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996
β) καθιέρωση διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου-ΕΕ, ανάλογου με αυτόν που αποφασίστηκε επί γερμανικής προεδρίας για τις χώρες ΚΑΕ, στο διάστημα που μεσολαβεί έως την έναρξη των επισήμων διαπραγματεύσεων ένταξης
γ) επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της Τ.Ε. της Κύπρου
δ) ανάληψη πρωτοβουλίας της ΕΕ για επίλυση του Κυπριακού
ε) πολιτική δήλωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία στην Τουρκία, δήλωση για σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα, προγράμματα στήριξης της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, και
στ) διαχωρισμό του νομικού πλαισίου της Τ.Ε. από το χρηματοδοτικό σκέλος. Για το θέμα της χρηματοδότησης, θα ελαμβάνετο απόφαση για ομόφωνη έγκριση σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η υιοθέτηση όλων αυτών των θεμάτων, από το Συμβούλιο Υπουργών, θα οδηγούσε, σύμφωνα με το πλαίσιο της φόρμουλας Ζυπέ - Κρανιδιώτη, στην άρση του ελληνικού βέτο για την Τ.Ε. της Τουρκίας. Η φόρμουλα Ζυπέ - Κρανιδιώτη περιείχε σχεδόν τις μέγιστες θέσεις της Ελλάδας, με μόνη υπαναχώρηση στο χρονοδιάγραμμα έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης, καθώς το ελληνικό αίτημα για άμεση έναρξή τους, δηλαδή εντός του 1995, δεν βρήκε καμιά υποστήριξη από κανέναν εταίρο και κρίθηκε ότι θα ήταν μάταιη η προβολή του.
Στις 15 Ιανουαρίου 1995, ο Γ. Κρανιδιώτης αποχώρησε από το υφυπουργείο Εξωτερικών για να πάρει τη θέση του ευρωβουλευτή στην ομάδα του ΠΑΣΟΚ, ως πρώτος επιλαχών, μετά την κένωση της θέσης του Χρίστου Παπουτσή, ο οποίος διορίστηκε επίτροπος στη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με πρόεδρο τον Ζακ Σαντέρ.
Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου όρισε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, αρμόδιο για ευρωπαϊκά θέματα, τον καθηγητή - συνταγματολόγο Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, ο οποίος ανέλαβε να ολοκληρώσει τους χειρισμούς, στο κρίσιμο σημείο τους. Η αλλαγή αυτή, σε εκείνο το κρίσιμο στάδιο, ήταν κατά γενική ομολογία ατυχής, καθώς «έσπαζε» η ομάδα των διαπραγματευτών (Κρανιδιώτης - Ζυπέ - Κίνκελ), που εργάστηκε επί εξάμηνον, και η Ελλάδα αντιπροσωπευόταν από τον Γ. Μαγκάκη, ο οποίος δεν είχε την πείρα των σκληρών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ.
Στις 23 Ιανουαρίου, ο Αλαίν Ζυπέ είχε την ευκαιρία να αναπτύξει το περιεχόμενο της φόρμουλας, στην οποία κατέληξε με τον Γ. Κρανιδιώτη, στους υπόλοιπους υπουργούς Εξωτερικών.
Η Γερμανία αντιμετώπισε με ιδιαίτερο σκεπτικισμό την επιτευχθείσα συμφωνία, όχι τόσο γιατί διαφωνούσε με το γενικό πλαίσιό της, όσο επειδή απέρριπτε κατηγορηματικά οποιοδήποτε διαχωρισμό της συμφωνίας Τ.Ε. με το χρηματοδοτικό σκέλος της. Μετά τη σύνοδο της 23ης Ιανουαρίου η Βόννη άφησε να διαρρεύσει ότι δεν αποδέχεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, για να πιέσει στο ζήτημα των χρηματοδοτήσεων.
Η Βρετανία προέβη σε ένα άλλο διπλωματικό εκβιασμό, διαμηνύοντας ότι στη διαδικασία ένταξης θα πρέπει να συμμετάσχουν και οι Τουρκοκύπριοι.
Οι δύο μεσογειακές χώρες, η Ισπανία και η Ιταλία, συμπαρατάχθηκαν με τις θέσεις των Γερμανών για το θέμα των χρηματοδοτήσεων προς την Άγκυρα αλλά απέφυγαν να συνδέσουν το θέμα με τα κυπριακά αιτήματα.
Υπό το πρίσμα «έμμεσων προειδοποιήσεων» ότι απειλείται το συνολικό πακέτο διαπραγμάτευσης, το ελληνικό και το κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών, στα τέλη Ιανουαρίου, είχαν προσανατολισθεί σε «δεύτερες σκέψεις», ειδικά σε σχέση με το θέμα των χρηματοδοτήσεων (36). Το θέμα απασχόλησε τους υπουργούς Εξωτερικών και τον αναπληρωτή υπουργό, Αλέκο Μιχαηλίδη, Κ. Παπούλια και Γ.Α. Μαγκάκη σε συνάντησή τους στην Αθήνα.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1995, συγκαλείται στο Λονδίνο πενταμερής συνάντηση με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Τουρκίας, κατά την οποία ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μουράτ Καράγιαλτσιν ενημερώνεται από τις ισχυρές κοινοτικές χώρες ότι «η Αθήνα συμφωνεί για την Τ.Ε.», αφού προηγουμένως είχε καταστήσει σαφές ότι η Αγκυρα θα απέρριπτε ως σύνολο κάθε συμφωνία χωρίς χρηματοδοτήσεις. Τούρκοι απεσταλμένοι της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ πραγματοποίησαν σωρεία επαφών σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αξιώνοντας 5 δισεκατομμύρια ECU, ως τη χρηματοδοτική βάση για υλοποίηση της Τ.Ε. Στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών, η τουρκική κυβέρνηση είχε προσφέρει σε γαλλικές, γερμανικές και βρετανικές εταιρείες κατασκευαστικά έργα στη χώρα, δισεκατομμυρίων δολλαρίων (37). Διαβλέποντας τις προοπτικές επίτευξης συμφωνίας με διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο της γνωστής φόρμουλας, ο Αλαίν Ζυπέ συγκάλεσε Συμβούλιο Υπουργών στις 6 Φεβρουαρίου 1995 και πρότεινε την ολοκλήρωση μιας συμφωνίας που προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα ήρε το βέτο στην Τ.Ε. της Τουρκίας, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων, σε αντάλλαγμα με την αναφορά ότι «οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κύπρου μπορούν να αρχίσουν έξι μήνες μετά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996».
Η πρόταση της 6ης Φεβρουαρίου έγινε κατ' αρχήν αποδεκτή από τον Γ. Αλέξανδρο Μαγκάκη, με μόνη επιφύλαξη την επικύρωσή της από την κυβέρνησή του, εν μέσω αισθημάτων ικανοποίησης για τον ίδιο (38), αλλά προκαλώντας πρωτοφανή σύγχυση στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ βγήκε από την αίθουσα του Συμβουλίου Υπουργών ανακοινώνοντας ότι η Ελλάδα ήρε το βέτο στην Τ. Ε. της Τουρκίας. Παράλληλα, ο Α. Ζυπέ ανακοίνωνε ότι μόνη επιφύλαξη είναι να τηρήσει η κυβέρνηση Τσιλέρ το πρόγραμμα εκδημοκρατισμού που είχε εξαγγείλει, ενώ ο υφυπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ντέιβιντ Ντέιβις προέβη σε δηλώσεις με τις οποίες συνέδεσε την ένταξη με το Κυπριακό και τους Τουρκοκυπρίους. Ο Έλληνας υπουργός Τύπου Ευάγγελος Βενιζέλος, μόλις ενημερώθηκε το πρωί της επομένης για το περιεχόμενο της συμφωνίας, δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη άρει το βέτο. Αντίθετα ο πρόεδρος Κληρίδης σχολίασε ευμενώς την κατ' αρχήν συμφωνία, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι στην αγγλική γλώσσα, η διατύπωση «μπορούν να αρχίσουν» είναι δεσμευτική. Ο Αλ. Μιχαηλίδης τήρησε σιωπή αναμένοντας πληρέστερη ενημέρωση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Κασουλίδης εξάλλου, υποστήριξε ότι «οι αποκλίσεις που έγιναν (εννοεί από τη γνωστή φόρμουλα) αφορούν θέματα που ενδιαφέρουν κατά ιδιαίτερο τρόπο την Ελλάδα» (και όχι την Κύπρο). Τρεις ημέρες αργότερα, ύστερα από μια δραματική σύσκεψη, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο υπουργός και ο αν. υπουργός Εξωτερικών και ο υπουργός Τύπου, αποφάσιζαν τρεις διορθωτικές κινήσεις στην κατ' αρχήν απόφαση, δύο εκ των οποίων αφορούσαν την Κύπρο:
πρώτον, δεσμευτική αναφορά για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης, «θα αρχίσουν» αντί «μπορούν να αρχίσουν»,
δεύτερον, σαφή απόφαση για έναρξη προενταξιακού διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου - ΕΕ και
τρίτον, η Ελλάδα αίρει γενικώς το βέτο για τις χρηματοδοτήσεις αλλά διατηρεί επιφυλάξεις αναφορικά με το συνολικό ύψος τους. Θέτει επίσης ζήτημα συγκεκριμένου προγράμματος αποζημιώσεων για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία. Ήταν φανερό ότι η κατ' αρχήν δέσμευση Μαγκάκη δεν επέτρεπε πλέον την κατηγορηματική επαναφορά του βέτο στις χρηματοδοτήσεις.
Την ίδια ημέρα, στις 10.2.1995, ο πρώην αν. υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος δήλωσε χαρακτηριστικά στην εκπομπή του ΡΙΚ «Στον Αστερισμό της Ευρώπης» ότι η διατύπωση (οι διαπραγματεύσεις ένταξης) «μπορούν να αρχίσουν» σημαίνει ότι «μπορούν και να μη αρχίσουν». Την κατ' αρχήν συμφωνία Μαγκάκη είχε επικρίνει με δηλώσεις του στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC, και ο πρώην υφυπουργός, ευρωβουλευτής Γ. Κρανιδιώτης (39).
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για εισαγωγή βελτιώσεων στην κατ' αρχήν απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των εταίρων, αλλά μερικοί από αυτούς όπως η γαλλική προεδρία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν αρνούνταν την επιχειρηματολογία για σαφές χρονοδιάγραμμα για την Κύπρο. Ήταν ωστόσο ανένδοτοι στο θέμα των χρηματοδοτήσεων, γεγονός που οδήγησε σε σκληρή διαπραγμάτευση στο Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων (ΚΟΡΕΠΕΡ) έως ότου διαμορφωθεί μια βελτιωμένη πρόταση (η τελική συμβιβαστική πρόταση συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων στις 4 Μαρτίου 1995 στις Βρυξέλλες). Το κλίμα είχε βελτιωθεί για τις ελληνικές θέσεις, μετά την έγκριση ψηφίσματος από το Ευρωκοινοβούλιο, στις 16 Φεβρουαρίου 1995, με το οποίο έθετε προϋποθέσεις για βελτίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκειμένου να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του στην Τ.Ε.
Αποτέλεσμα των διπλωματικών διεργασιών ήταν να οριστικοποιηθεί το πλαίσιο συμφωνίας και να υποβληθεί στις 6 Μαρτίου 1995 στο Συμβούλιο Υπουργών, το οποίο την επικύρωσε. Η Ελλάδα ήρε το βέτο και έδωσε την ευχέρεια στην γαλλική προεδρία να διαμορφώσει κοινή θέση για την Τ.Ε. και να συγκαλέσει την ίδια ημέρα το Συμβούλιο Σύνδεσης με την Τουρκία, για πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρόνια.
Η απόφαση της 6ης Μαρτίου ήταν βελτιωμένη και ικανοποιητική τουλάχιστον σε σχέση με τα αιτήματα που αφορούσαν την Κύπρο. Προέβλεπε συγκεκριμένα (40) ότι «...οι διαπραγματεύσεις ένταξης θα αρχίσουν με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής έξι μήνες μετά την πραγματοποίηση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996 και λαμβάνοντας υπόψιν τα αποτελέσματά της».
Η απόφαση της 6ης Μαρτίου περιελάμβανε επίσης δεσμευτική απόφαση για το περιεχόμενο του διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου-ΕΕ και παραπεμπόταν στο Συμβούλιο Σύνδεσης του Ιουνίου για περαιτέρω επεξεργασία της πρότασης. Οι 15 κατέγραψαν επίσης σημαντικές επισημάνσεις σε σχέση με το Κυπριακό, χωρίς καμιά όμως άμεση σύνδεση με την πορεία ένταξης. Ειδικότερα αναφερόταν ότι το Συμβούλιο:
«...- εκτιμά ότι η ένταξη της Κύπρου θα πρέπει να είναι προς όφελος όλων των κοινοτήτων και να συμβάλει στην ειρήνη και στη συμφιλίωση,
- θεωρεί ότι οι εξελίξεις που σημειώθηκαν εδώ και μερικούς μήνες επέτρεψαν να διακριβωθούν στοιχεία που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στον καθορισμό μιας συμφωνίας,
- θεωρεί ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα πρέπει να μεταφρασθεί σε περαιτέρω ασφάλεια και ευημερία για κάθε μία από τις δύο κοινότητες του νησιού. Θα πρέπει κυρίως να διευκολύνει την οικονομική ανάκαμψη του βορείου τμήματος του νησιού και να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης και ειδικότερα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα,
- εκτιμά ότι τα πλεονεκτήματα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ πρέπει να γίνουν καλύτερα αντιληπτά από την τουρκοκυπριακή κοινότητα και οι ανησυχίες της γι' αυτό το θέμα πρέπει να καθησυχασθούν,
- καλεί την Επιτροπή να οργανώσει τις αναγκαίες επαφές γι 'αυτό τον σκοπό με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε συνεννόηση με την κυπριακή κυβέρνηση».
Συνοπτικά το σκέλος της συμφωνίας της 6ης Μαρτίου ικανοποιεί πλήρως το κυπριακό αίτημα για καθορισμό χρονοδιαγράμματος και για διαρθρωμένο διάλογο, δεν προνοεί ωστόσο συγκεκριμένη δράση της ΕΕ για επίλυση του Κυπριακού. Δεν συνδέει την πορεία ένταξης με την λύση του Κυπριακού, αν και κάνει κάποιες αναφορές με τις οποίες επιχειρεί να προβεί σε προβλέψεις και για τους Τουρκοκυπρίους σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του κλίματος συμφιλίωσης και καθησυχασμού τους.
Χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ήσαν οι προσπάθειες της Ελλάδας και ειδικά του μονίμου της αντιπροσώπου Παύλου Αποστολίδη για παραπομπή του θέματος των χρηματοδοτήσεων σε μεταγενέστερο στάδιο, ή για δεσμευτική απόφαση ώστε να καθιερωθεί ένα πρόγραμμα ενισχύσεων της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας η οποία θα ετίθετο σε σκληρό ανταγωνισμό με τους αντίστοιχους τουρκικούς τομείς. Στις 6 Μαρτίου συμφωνήθηκε, σε χωριστό κείμενο, το νομικό πλαίσιο της συμφωνίας Τ.Ε. και λήφθηκε η γενική δεσμευτική απόφαση για τις χρηματοδοτήσεις και το κείμενο της πολιτικής συνεργασίας, λεπτομέρειες των οποίων θα ετύγχαναν επεξεργασίας σε κατοπινό στάδιο. Με την Τ.Ε. η Τουρκία κατέστη το πλέον συνδεδεμένο τρίτο κράτος με την ΕΕ, αλλά η συμφωνία θα έπρεπε τώρα να επικυρωθεί από το Ευρωκοινοβούλιο. Η Τουρκία εξασφάλισε ένα ισχυρό πλαίσιο συνεργασίας που δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις, αλλά η σαφής προοπτική ένταξης που εξασφάλισε η Κύπρος είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας.
Στο Συμβούλιο Σύνδεσης που έγινε την ίδια ημέρα, παρέστη η ίδια η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, θέλοντας να υπογραμμίσει τη σημασία που είχε αποδώσει η κυβέρνησή της στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ο προεδρεύων του Συμβουλίου, Αλαίν Ζυπέ, ανέγνωσε την «κοινή θέση» των 15, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική σημασία που είχε για την ΕΕ η προσέγγιση της Τουρκίας και τις προοπτικές που διανοίγονται με την Τ.Ε. Η κοινή θέση περιελάμβανε ωστόσο, έστω και υπό τη μορφή εκκλήσεων, σαφείς αναφορές για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, το Κουρδικό και ειδικότερα για τη φυλάκιση οκτώ βουλευτών κουρδικής καταγωγής. Σαφείς ήσαν επίσης οι αναφορές σε σχέση με την προοπτική ένταξης της Κύπρου, υπό το πρίσμα της απόφασης για έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης, έξι μήνες μετά την Διακυβερνητική Διάσκεψη. Τις αναφορές αυτές, σε συνδυασμό με την παραπομπή της Τ.Ε. στο Ευρωκοινοβούλιο για παροχή σύμφωνης γνώμης, τις ανέμεναν οι Τούρκοι διπλωμάτες. Λαμβάνοντας τον λόγο, σε απάντηση στην κοινή θέση, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μουράτ Καράγιαλτσιν απείλησε ευθέως την ΕΕ (όχι απλώς την Κύπρο ή την Ελλάδα) ότι σε περίπτωση που η Ένωση δεχθεί στους κόλπους της την Κυπριακή Δημοκρατία, η Τουρκία θα προχωρήσει σε ενσωμάτωση των κατεχομένων κυπριακών εδαφών! Ο Τούρκος υπουργός εξέφρασε επίσης τις πάγιες τουρκικές θέσεις για το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού, σε σχέση με την πολιτική ισότητα, την κυριαρχία και τις εγγυήσεις, εξουδετερώνοντας ουσιαστικά την ομοσπονδιακή λύση.
Οι απειλές Καράγιαλτσιν εξόργισαν τον αν. υπουργό Εξωτερικών Γ. Α. Μαγκάκη, ο οποίος κατήγγειλε την Τουρκία για τις προκλήσεις εις βάρος της Κύπρου και της ΕΕ. Στη συνέχεια, ο Έλληνας αν. υπουργός απηύθυνε επιστολή στον προεδρεύοντα του Συμβουλίου, ζητώντας του επισήμως την σύγκληση εκτάκτου Συμβουλίου Υπουργών για εξέταση των τουρκικών προκλήσεων. Στην κατακλείδα της επιστολής του, ο Γ.Α. Μαγκάκης ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει στην Τ.Ε. της Τουρκίας, εφόσον παραμένει η απειλή Καράγιαλτσιν για προσάρτηση των κατεχομένων. «Κατά συνέπειαν», επεσήμανε, «η Ελλάδα θεωρεί ότι το όλο θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα». Το βράδυ της 6ης Μαρτίου, ο Μουράτ Καράγιαλτσιν προέβη σε μια αποκαλυπτική δήλωση προς τα μέσα ενημέρωσης στις Βρυξέλλες. Υποστήριξε ότι «διάβαζε από γραπτό κείμενο, από το οποίο δεν μπορούσε να παρεκκλίνει», αφήνοντας να νοηθεί ότι είχε σαφείς εντολές (προφανώς από το στρατιωτικό-διπλωματικό κατεστημένο της Άγκυρας), κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να τοποθετηθεί με αυτό τον τρόπο. Μέσα σε ατμόσφαιρα ευφορίας, εξ άλλου, η Τανσού Τσιλέρ ανέφερε ότι η Τουρκία «δεν απειλεί με προσάρτηση και υποστηρίζει δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία».
Ο Αλαίν Ζυπέ απέρριψε κάθε συζήτηση για ανατροπή της συμφωνίας για την Τ.Ε., αλλά προέβη σε μια δήλωση, δεσμευτική για τους «15», εκ μέρους της προεδρίας, επι- σημαίνοντας στην Αγκυρα ότι η ΕΕ δεν αποδέχεται την άσκηση βέτο από οποιαδήποτε πλευρά, στην προσέγγισή της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Συνοψίζοντας την θέση της ΕΕ, ο Αλαίν Ζυπέ ανέφερε ότι η συμφωνία των Βρυξελλών της 6ης Μαρτίου είναι «ένα ιστορικό βήμα στις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας, το οποίο θα δημιουργήσει και τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίλυση του Κυπριακού».
Η ΕΚΘΕΣΗ ΑΜΠΟΥ
Στη σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών της 6ης Φεβρουαρίου εξετάστηκε ουσιαστικά και το θέμα της επανεξέτασης της κυπριακής αίτησης ένταξης, όπως προνοούσε η γνωμοδότηση της Επιτροπής. Στη σύνοδο αυτή ο κοινοτικός παρατηρητής Σερζ Αμπού κατέθεσε την τρίτη και τελευταία έκθεσή του για το Κυπριακό, την οποία ανέπτυξε στους 15 υπουργούς ο επίτροπος Χανς Βαν Ντεν Μπρουκ, προσθέτοντας μια ανακοίνωση, ως προοίμιό της. Οι αναφορές και στα δύο κείμενα (41) ήσαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές.
Στην έκθεσή του με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1995, ο Σερζ Αμπού εξέθεσε σωρεία πληροφοριών αναφορικά με την στάση των δύο κοινοτήτων του νησιού στις διακοινοτικές συνομιλίες για εφαρμογή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και με τις θέσεις του προέδρου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς κατά τις άτυπες συνομιλίες του Οκτωβρίου του 1994, στην οικία Φεϊσέλ. Σε πολλά σημεία της έκθεσής του, ο Σερζ Αμπού επιρρίπτει είτε άμεσα είτε έμμεσα ευθύνη στον Ραούφ Ντενκτάς για το παρατεταμένο αδιέξοδο, επισημαίνοντας ιδιαίτερα ότι η εκδοχή Ντενκτάς περί βιώσιμης λύσης δεν ανταποκρίνεται ούτε στο πνεύμα ούτε στο γράμμα των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Ο Σέρζ Αμπού υποστήριξε επίσης ότι το ζήτημα της ένταξης της Κύπρου δεν μπορεί πλέον να μη συζητείται, δηλαδή δεν μπορεί η τουρκοκυπριακή πλευρά να απορρίπτει την ένταξη. Κάλεσε επίσης το Συμβούλιο Υπουργών να στείλει ένα θετικό μήνυμα προς την Κύπρο με τον καθορισμό ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης. «Γίνεται πλέον επιτακτικότερη η ανάγκη», επεσήμανε εξάλλου ο Σερζ Αμπού, «η Ένωση να συμμετάσχει δυναμικότερα, υποστηρίζοντας τις προσπάθειες του γ. γ. του ΟΗΕ για λύση του Κυπριακού». Οι θέσεις Αμπού ήσαν σαφώς θετικές, αλλά και οι πληροφορίες, σε κάποια σημεία της έκθεσης του, άκρως αποκαλυπτικές. Σε ειδικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες Κληρίδη - Ντενκτάς τον Οκτώβριο 1994» ο Σέρζ Αμπού αναφέρει κατά λέξη: « ...κατά την γνώμη όλων των παρατηρητών και ειδικότερα του επικεφαλής των συνεδριάσεων αυτών, κ. Φεϊσέλ, αναπληρωτή ειδικού απεσταλμένου του γ. γ. των HE στην Κύπρο, ο πρόεδρος Κληρίδης πρότεινε διερευνητικά πολύ προωθημένες ιδέες, οι οποίες μέχρι τη στιγμή αυτή δεν έχουν απαντηθεί κατάλληλα από την πλευρά του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Ο κ. Κληρίδης κάλεσε τον συνομιλητή του να μελετήσει το ενδεχόμενο αμοιβαίας παραχώρησης, η οποία από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων θα αφορά το θέμα της κυριαρχικής εξουσίας καθενός από τα ομόσπονδα κράτη στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης Ομοσπονδίας, θέμα που έχει αποτελέσει το αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων, και από την τουρκοκυπριακή πλευρά θα αφορά την αποδοχή της προσχώρησης της Ομοσπονδίας αυτής στην ΕΕ. Πάντα σε διερευνητικό πλαίσιο, (ο Πρόεδρος Κληρίδης) αναφέρθηκε στο θέμα της προεδρίας της Ομοσπονδίας και στο θέμα της αποστρατικοποίησης της νήσου στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης...»
Σε άλλο σημείο ο Σερζ Αμπού αναφέρει: «... πρόκειται για ιδέες που αξίζουν να τύχουν μεγάλης προσοχής, δεδομένου ότι αφορούν προβλήματα που θα πρέπει αναπόφευκτα να αντιμετωπισθούν εν όψει μιας συνολικής διευθέτησης και ειδικότερα εν όψει της προετοιμασίας του εδάφους για την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ...».
Το προοίμιο της έκθεσης Αμπού κυκλοφόρησε ως ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Συμβούλιο εν όψει της επανεξέτασης του θέματος της προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ. Σε αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Συμβούλιο Υπουργών να αναληφθεί «δέσμευση για έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης εντός εύλογης προθεσμίας, το πολύ έξι μηνών μετά τον τερματισμό της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, και αφού ληφθούν υπόψιν τα αποτελέσματα που θα προκύψουν...». Στο κείμενο αυτό, το οποίο αντικατοπτρίζει την προσέγγιση Βαν Ντεν Μπρουκ, επισημαίνεται σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού:
«...η Ένωση θα πρέπει επίσης να διαβεβαιώσει ότι, καθόσον οι θεσμικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο της συνολικής πολιτικής διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος δεν αλλοιώνουν την δική της διαδικασία λήψης αποφάσεων, η προσχώρηση της Κύπρου θα σέβεται την ισορροπία και τα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής διευθέτησης που θα έχει συμφωνηθεί και κυρίως τον διζωνικό και δικοινοτικό χαρακτήρα της Κυπριακής Ομοσπονδίας. Στο πλαίσιο της προσχώρησης, η Ένωση θα φροντίσει ιδιαίτερα για την αρμονική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας και τον σεβασμό της ταυτότητάς της, καθώς και των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων της...».
Κανένα από τα δύο κείμενα δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών αλλά το περιεχόμενό τους θεωρείται ότι δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο που προσεγγίζει η ΕΕ το Κυπριακό, στην βάση των δεδομένων που διαμορφώθηκαν στις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο Χανς Βαν Ντεν Μπρουκ, σε δηλώσεις του πάντως στα τέλη Ιανουαρίου, σφυρηλάτησε ακόμη περισσότερο την προηγούμενη δήλωσή του, ότι η ένταξη της Κύπρου δεν μπορεί να είναι όμηρος καμιάς πλευράς. Υπό το πρίσμα των διεργασιών για καθορισμό ημερομηνίας έναρξης των διαπραγματεύσεων ένταξης, ο Ολλανδός επίτροπος προειδοποίησε την τουρκοκυπριακή πλευρά ότι εάν εντός δύο - τριών ετών δεν επιλυθεί το Κυπριακό, η ΕΕ θα της πει ότι «λυπάται αλλά θα αρχίσει τις συνομιλίες για την ένταξη της Κύπρου» (εννοεί με τους Ελληνοκυπρίους).
Η συμφωνία της 6ης Μαρτίου αναβάθμισε σημαντικά τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ και κατοχύρωσε το προβάδισμα που είχε για ένταξη, σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Στο εξής, η Κύπρος καταγράφεται στις πλείστες αποφάσεις των οργάνων της ΕΕ, ως τμήμα των σχεδιασμών για την επόμενη διεύρυνση, μαζί με τη Μάλτα για την οποία καθορίστηκε το ίδιο χρονοδιάγραμμα διαπραγματεύσεων ένταξης, τον Απρίλιο. Αξιοσημείωτη στροφή καταγράφεται επίσης σε σχέση με τη διάθεση της ΕΕ να εμπλακεί ενεργότερα στη διαδικασία λύσης του Κυπριακού. Η γαλλική προεδρία προανήγγειλε την αποστολή της «Τρόικας» στην Κύπρο για επαφές με τον πρόεδρο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς. Ταυτόχρονα άρχισε η προετοιμασία για οριστικοποίηση του πλαισίου του διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου - ΕΕ, και για πρώτη φορά οι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης προσκλήθηκαν στο Συμβούλιο για τον 3ο Πυλώνα (=θέματα εσωτερικών, δικαιοσύνης, μετανάστευσης) μαζί με τους ομολόγους τους των χωρών ΚΑΕ. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζάκ Σιράκ απηύθυνε εξ άλλου πρόσκληση στον πρόεδρο Κληρίδη να παραστεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Καννών.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα αφορά πλέον τον συσχετισμό της πορείας ένταξης με την λύση του Κυπριακού.
Στις 11 Απριλίου 1995 συγκαλείται στη Λευκωσία η 7η Σύνοδος της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κύπρου - ΕΕ, κατά την οποία οριστικοποιείται η έκθεση του εισηγητή για το Κυπριακό στο Ευρωκοινοβούλιο Γιαν Μπέρτενς (Ολλανδός, Κόμμα Φιλελευθέρων) και προωθείται σύσταση για αποσύνδεση της διαδικασίας ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ από την Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας και την πορεία του Κυπριακού. Εγκρίνεται επίσης η πρόταση του ευρωβουλευτή Γιάννου Κρανιδιώτη για επιδίωξη πρωτοβουλίας στο Κυπριακό εκ μέρους της ΕΕ, υπό την μορφή της «κοινής δράσης», με στόχο την σύγκληση διάσκεψης υπό την αιγίδα της Ένωσης και την υποβολή νέου σχεδίου λύσης στην βάση των ευρωπαϊκών αρχών. Ωστόσο, ενώ το «πακέτο Τ.Ε. Τουρκίας, ένταξης Κύπρου» άρχισε να υλοποιείται, η θέση της Τουρκίας έναντι του Ευρωκοινοβουλίου επιδεινώθηκε σοβαρά λόγω της εισβολής τουρκικών στρατευμάτων στο βόρειο Ιράκ με πρόφαση την καταδίωξη Κούρδων ανταρτών, μελών των ενόπλων ομάδων του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ομόφωνη υιοθέτηση ενός ισχυρού ψηφίσματος στο Ευρωκοινοβούλιο, με το οποίο τέθηκαν αυστηροί όροι για επικύρωση της Τ.Ε.:
πρώτον: άμεση αποχώρηση των Τούρκων από το βόρειο Ιράκ,
δεύτερον: εκδημοκρατισμός, κατάργηση του άρθρου 8 του αντιτρομοκρατικού νόμου και κατοχύρωση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης,
τρίτον: απελευθέρωση των Κούρδων βουλευτών, οι οποίοι καταδικάστηκαν για «αποσχιστική προπαγάνδα»,
τέταρτον: συμβολή της Τουρκίας στην επίλυση του Κυπριακού.
Η διεθνής κατακραυγή εις βάρος της Τουρκίας και η ιδιαίτερη ευαισθησία του Ευρωκοινοβουλίου και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανάγκασαν τη γαλλική προεδρία να παραπέμψει το θέμα της επικύρωσης της Τ.Ε. στην ισπανική προεδρία, το δεύτερο εξάμηνο του 1995. Η μερική αναστολή προκάλεσε κάποια εμπλοκή και στο θέμα της προώθησης του διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου - ΕΕ. Ο Βρεττανός υπουργός Εξωτερικών Ντάγκλας Χερντ δήλωσε ότι «η συμφωνία της 6ης Μαρτίου θέτει ως πακέτο την προώθηση των θεμάτων που αφορούν την Τουρκία και την Κύπρο», υπαινισσόμενος ότι σε περίπτωση που καθυστερεί η εφαρμογή του ενός μέρους της συμφωνίας, θα επηρεάζεται και το άλλο. Η ελληνική πλευρά απέρριψε τη σύνδεση των δύο θεμάτων, επισημαίνοντας ότι το θέμα της ένταξης της Κύπρου και της Τ.Ε. της Τουρκίας είχαν συνδεθεί μόνο για λόγους διαπραγμάτευσης.
Σημαντική απόφαση σε σχέση με την προσέγγιση της Κύπρου στις ευρωπαϊκές δομές, ήταν επίσης η απόφαση του Συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας της ΔΕΕ (Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) να εγκαθιδρύσει ένα διάλογο με την Κυπριακή Δημοκρατία, με «εξελικτικό χαρακτήρα, ανάλογο με την πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ». Η απόφαση ελήφθη στις 15 Μαϊου 1995, μετά την εντατική διπλωματική δραστηριοποίηση του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος είχε προλειάνει το έδαφος, σε επαφές με Ευρωπαίους και τον Αμερικανό ομόλογό του Ουίλλιαμ Πέρι. Με την απόφαση της Λισσαβώνας, η Κύπρος εισέρχεται σε ένα νέο κύκλο διαβουλεύσεων που αφορά την συμμετοχή της στην ΔΕΕ, η οποία προορίζεται να αποτελέσει το αμυντικό σκέλος της ΕΕ. Η θετική έκβαση της διπλωματικής προσπάθειας αντικατοπτρίζει και την επίδραση της απόφασης της 6ης Μαρτίου σε ευαίσθητες πτυχές του Κυπριακού, που σχετίζονται με την ασφάλεια.
Η πρόθεση της γαλλικής προεδρίας να διενεργήσει διερευνητική αποστολή για το Κυπριακό, υλοποιήθηκε σης 19 Μαϊου1995 με την αποστολή της «Τρόικας» που συγκρότησαν οι πολιτικοί διευθυντές της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες συνάντησαν για πρώτη φορά τον Ραούφ Ντενκτάς, προς τον οποίο μετέφεραν τα «νέα δεδομένα» της συμφωνίας της 6ης Μαρτίου. Η «Τρόικα» τέθηκε αντιμέτωπη με τη γνωστή επιχειρηματολογία Ντενκτάς και τον προειδοποίησε ότι «το τρένο της ΕΕ έχει ξεκινήσει» και ότι οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα επιβιβασθούν σε αυτό ή όχι (42).
Στις 12 Ιουνίου 1995 η γαλλική προεδρία συγκάλεσε τελικώς (43) το Συμβούλιο Σύνδεσης Κύπρου - ΕΕ, στο Λουξεμβούργο, με βασικό θέμα τον προσδιορισμό του διαρθρωμένου διαλόγου, όπως προνοούσε η απόφαση της 6ης Μαρτίου. Για τον σαφή προσδιορισμό του αναπτύχθηκε στις Βρυξέλλες έντονη διπλωματική δραστηριότητα, καθώς η Βρεττανία και η Γερμανία αξίωσαν να παύσει η ενεργοποίηση του «ελληνικού λόμπι» (Σοσιαλιστική Ομάδα, Ομάδα Πρασίνων, Ευρωβουλευτές Νέας Δημοκρατίας, Ευρωπαϊκή Αριστερά) στο Ευρωκοινοβούλιο για απόρριψη της Τ. Ε. της Τουρκίας. Σε αντιστάθμισμα, η Λευκωσία ζήτησε την παρέμβαση των ΗΠΑ για εκπλήρωση των υποχρεώσεων της συμφωνίας της 6ης Μαρτίου, εξαρτώντας το θέμα του διαρθρωμένου διαλόγου από τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε την επικείμενη αμερικανική πρωτοβουλία στο Κυπριακό (44). Η ελληνική αντιπροσωπεία στις συνεδρίες του ΚΟΡΕΠΕΡ επέμεινε ιδιαίτερα στην αναφορά ότι ο διαρθρωμένος διάλογος με την Κύπρο θα είναι ανάλογος με τον ήδη ενεργοποιημένο διάλογο της ΕΕ με τις χώρες ΚΑΕ. Κατόρθωσε επίσης να απαλείψει πρόνοιες για αναβαθμισμένες επαφές, ακόμη και χωριστές συνομιλίες, με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Το πλαίσιο του διαρθρωμένου διαλόγου καθορίστηκε με σαφήνεια στο Συμβούλιο Σύνδεσης αλλά η επίσημη έναρξή του καθώς και η συχνότητα των συναντήσεων Κυπρίων με αξιωματούχους των «15», παραπέμφθηκαν και οριστικοποιήθηκαν επί ισπανικής προεδρίας, στις 17 Ιουλίου 1995.
Ο διαρθρωμένος διάλογος Κύπρου-ΕΕ προνοεί μεταξύ άλλων:
α) συναντήσεις των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο περιθώριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
β) συναντήσεις υπουργικού και άλλων επιπέδων στο πλαίσιο του «Δεύτερου Πυλώνα» για τα θέματα ΚΕΠΠΑ (Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας)
γ) συναντήσεις υπουργικού και άλλων επιπέδων στο πλαίσιο του «Τρίτου Πυλώνα» για θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
δ) συναντήσεις υπουργικού και άλλου επιπέδου σε άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως το περιβάλλον, ο τουρισμός και η ναυτιλία.
Ο διαρθρωμένος διάλογος τέθηκε επισήμως σε εφαρμογή, με τη συμμετοχή του προέδρου Κληρίδη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Καννών και τις συνομιλίες για θέματα ΚΕΠΠΑ, του υπουργού Εξωτερικών με τους «15» στο περιθώριο των εργασιών του ιδίου Συμβουλίου. Στα συμπεράσματα της συνόδου επαναβεβαιώθηκε η απόφαση της 6ης Μαρτίου, ότι «οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Κύπρου και της Μάλτας θα αρχίσουν βάσει των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έξι μήνες μετά την περάτωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, αφού ληφθούν υπόψιν τα αποτελέσματά της». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε επίσης το πλαίσιο μέτρων (Λευκή Βίβλος) για προετοιμασία των οικονομιών των υποψηφίων για ένταξη χωρών, που ετοίμασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αφορούσε κυρίως τις χώρες ΚΑΕ. Ενέκρινε επίσης την έκθεση του Συμβουλίου Υπουργών για την πρόοδο στο πλαίσιο του διαρθρωμένου διαλόγου και ύστερα από μακρά και σκληρή διαπραγμάτευση κατέληξε σε συμφωνία αναφορικά με το ύψος των κοινοτικών πόρων που θα διατεθούν κατά την επόμενη πενταετία προς ανατολάς, με στόχο την διεύρυνση και προς νότον (εκτός από την Κύπρο και την Μάλτα που στοχεύουν στην ένταξη) για την διαμόρφωση μιας εταιρικής σχέσης σε όλα τα επίπεδα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξουσιοδότησε την ισπανική προεδρία να προχωρήσει στην σύγκληση μιας Ευρωμεσογειακής Διάσκεψης για προώθηση της συνεργασίας με την μεσογειακή λεκάνη. Οι αποφάσεις που σχετίζονται με την Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις καθορισμού του χρονοδιαγράμματος έναρξης των διαπραγματεύσεων ένταξης για την Κύπρο και την Μάλτα, αντιμετωπίστηκαν στο πλαίσιο της εξισορρόπησης της επόμενης διεύρυνσης και της στρατηγικής της ΕΕ ανάμεσα στην ανατολή και τον νότο. Για την διαμόρφωση των προτάσεων συνεργασίας με την Μεσόγειο είχε πρωτοστατήσει η Ελλάδα κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κέρκυρας.
Οι ηγέτες των «15» διακήρυξαν και πάλι τις προθέσεις τους για τη μελλοντική διεύρυνση στο γεύμα που παρέθεσαν προς τους ηγέτες της Κύπρου, της Μάλτας, των έξι χωρών ΚΑΕ και των τριών χωρών της Βαλτικής. Οι ηγέτες των «15», παρά το βαρύ κλίμα στο Ευρωκοινοβούλιο αναφορικά με το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία, κατέγραψαν στην εισαγωγή των συμπερασμάτων τη θέση ότι «η Ένωση προτίθεται να εξασφαλίσει την εφαρμογή της Τ.Ε. με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας εξελικτικής σχέσης». Οι «15» δεν ικανοποίησαν με κανένα τρόπο την διακαή επιθυμία της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ να πάρει μια θέση ανάμεσα στους έντεκα ηγέτες των υποψηφίων για ένταξη κρατών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι «η παρουσία των 11 στις Κάννες επιβεβαιώνει την διάθεσή τους για ένταξη».
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ
ΑΝΤΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ