Στις 3 Ιουλίου 1994, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο αποφάνθηκε τελεσίδικα επί διαφοράς μεταξύ Κυπρίων επιχειρηματιών και της κυβέρνησης της Βρετανίας αναφορικά με την εισαγωγή στην βρετανική αγορά προϊόντων από το ψευδοκράτος. Επρόκειτο για μια διαδικασία που άρχισε από το 1987, η ολοκλήρωση της οποίας δικαίωσε πλήρως τις ελληνικές θέσεις, ενεργοποιώντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό και λαμβάνοντας υπόψιν τις πολιτικές περιστάσεις, το διεθνές εμπάργκο σε βάρος της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου. Το Ευρωδικαστήριο αποφάνθηκε συγκεκριμένα ότι απαγορεύονται οι εισαγωγές από τα κατεχόμενα μέρη της Κύπρου σε κράτη της ΕΕ, εφόσον δεν φέρουν πιστοποιητικά της Κυπριακής Δημοκρατίας (24). Την σημασία της απόφασης του Ευρωδικαστηρίου ανέλυσε σε δημοσιογραφική διάσκεψη στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 1994, ο αν. υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος τόνισε ότι «η απόφαση στέλλει το μήνυμα στην Τουρκία ότι γι' αυτήν είναι χαμένη υπόθεση ή Κύπρος, αφού το μέλλον του νησιού βρίσκεται στην ΕΕ». Ο Θ. Πάγκαλος κάλεσε επίσης τους Τουρκοκυπρίους να αντιληφθούν ότι μπορούν να ευημερήσουν, συμβιώνοντας με τους Ελληνοκυπρίους, σε συνθήκες απόλυτης δημοκρατίας, και με το μέλλον διασφαλισμένο στην ΕΕ. Την νομική προετοιμασία της υπόθεσης συντόνιζε ο γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Γιάννος Κρανιδιώτης μαζί με τους καθηγητές Ροζάκη, Κοντόλαιμο, Περάκη και Σαμώνη.
Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου συνιστούσε επίσης αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ανακοπή των τουρκικών εκβιασμών για προσάρτηση των κατεχομένων. Με την απόφαση αποκλειόταν συνεργασία με τις αρχές μιας οντότητας όπως του καθεστώτος Ντενκτάς και ανατρεπόταν η βρεττανική επιχειρηματολογία που στήριζε τις εισαγωγές από τα κατεχόμενα στην πρόνοια της Συμφωνίας Σύνδεσης Κύπρου - ΕΕ, του 1972, περί εφαρμογής της συμφωνίας προς όφελος του συνόλου του πληθυσμού της νήσου (25). Πέρα από το έκδηλο πολιτικό κόστος για την τουρκική πλευρά, το οικονομικό κόστος της απόφασης του Ευρωδικαστηρίου δεν μπορεί να αγνοηθεί, αφού το 80% των εξαγωγών από τα κατεχόμενα είχε προορισμό τη Βρετανία. Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου σε συνδυασμό με την απόφαση της Κέρκυρας προκάλεσε τις εντονότερες παρά ποτέ αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς, αλλά και της Άγκυρας, που προέβαλαν τον ωμό εκβιασμό ότι θα επεδίωκαν προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία κατ’ αντιστοιχίαν των ενεργειών που συνιστούσαν προσέγγιση της Κύπρου με την ΕΕ. Ο Ραούφ Ντενκτάς κατηγόρησε επίσης την ΕΕ ότι ενεργούσε μεροληπτικά υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς και δήλωσε χαρακτηριστικά ότι με τη στάση της η Ένωση οδήγησε το Κυπριακό στο τέλμα και έχει ενταφιάσει τις διακοινοτικές συνομιλίες και κάθε προοπτική λύσης του προβλήματος. Το καθεστώς Ντενκτάς επεδίωξε να ισχυροποιήσει τη θέση του με την προώθηση απόφασης της λεγόμενης «τουρκοκυπριακής Βουλής» για αποκήρυξη της λύσης Ομοσπονδίας. Ο ίδιος ο κατοχικός ηγέτης, με επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ζήτησε από τον Μπούτρος Γκάλι να ασκήσει την επιρροή του για ακύρωση της απόφασης του Ευρωδικαστηρίου και σε αντάλλαγμα θα εξασφάλιζε την εφαρμογή των ΜΟΕ.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ
ΑΝΤΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ