Στις 10 Απριλίου 1992, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το ψήφισμα 750, που περιελάμβανε σημαντικό τμήμα της έκθεσης του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Γκάλι για ένα περίγραμμα συνολικής λύσης του Κυπριακού. Η έκθεση Γκάλι έκανε μια σοβαρή επισήμανση σε σχέση με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ. Στην παράγραφο 26 αναφερόταν ότι το θέμα της ένταξης θα πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση στις δύο κοινότητες σε χωριστά δημοψηφίσματα. Η αναφορά αυτή προσέκρουσε στις αντιρρήσεις της Γαλλίας, η οποία για λόγους αρχής αντιτάχθηκε σε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που επενεργούν περιοριστικά στις σχέσεις της ΕΟΚ με τρίτα κράτη όπως η Κύπρος (13).
Η παρεμβολή της αναφοράς για χωριστά δημοψηφίσματα ήταν προϊόν της έντονης δραστηριότητας του ειδικού συντονιστή για το Κυπριακό στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ Νέλσον Λέτσκι. Η αντίληψη αυτή είχε επίσης απήχηση και στο υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας που ακολουθούσε την πολιτική σύνδεσης της προοπτικής ένταξης της Κύπρου με την Τουρκία. Στις κατ' ιδίαν συναντήσεις του με τον πρόεδρο Βασιλείου, ο Ν. Λέτσκι διεβίβαζε την έντονη αντίθεση της Ουάσιγκτον για προώθηση της ένταξης της Κύπρου, αφήνοντας μάλιστα και αιχμές εναντίον του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Ιακώβου.
Από τις αρχές του 1992, τόσο η κυβέρνηση Βασιλείου όσο και η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων είχαν διαμορφώσει την άποψη ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η προσπάθεια ένταξης και να περιληφθεί η Κύπρος στη νέα ομάδα υποψηφίων για ένταξη κρατών. Σε υπηρεσιακή σύσκεψη στην Αθήνα, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου ζήτησε από τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών Γ. Τζούνη, στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού, η Ελλάδα να συνδέσει την ένταξη της Κύπρου με τη νέα διεύρυνση προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), που άρχισαν να υποβάλλουν αιτήσεις και να ζητούν γνωμοδοτήσεις. Τις θέσεις της Λευκωσίας ανέπτυξε ο Γ. Ιακώβου και σε ανεπίσημο σημείωμά του προς τον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών (μετά την αποπομπή του Αντ. Σαμαρά) Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η ελληνική κυβέρνηση έδωσε διαβεβαιώσεις ότι θα στηρίξει την κυπριακή αίτηση ένταξης, αλλά ήταν φανερό ότι κυρίαρχο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παρέμενε το θέμα των Σκοπίων.
Τον Μάιο, στο Συμβούλιο Υπουργών που διεξήγαγε τις εργασίες του στο Γκιμαράες, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης αναζητούσε κοινοτική παρέμβαση για το Σκοπιανό, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ντάγκλας Χερντ εξέθεσε τις απόψεις του για αναβάθμιση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων χωρίς να αντιμετωπίσει ελληνικές επιφυλάξεις. Στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Λισσαβώνα, στις 26 και 27 Ιουνίου, οι εξελίξεις σε αυτή τη φάση των σχέσεων Κύπρου - ΕΟΚ ήσαν καθοριστικές. Στο κείμενο των συμπερασμάτων καθορίστηκε ότι οι επίσημες διαπραγματεύσεις για την ένταξη νέων χωρών αφορούν τα κράτη της (ΕΖΕΣ), θα αρχίσουν μόλις επικυρωθεί η Συνθήκη Μάαστριχτ και επιτευχθεί συμφωνία για την κατανομή των κονδυλίων του Πακέτου Ντελόρ II. Αναφορικά με την περίπτωση της Κύπρου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την περιέλαβε στην ίδια παράγραφο με τη Μάλτα και την Τουρκία.
Αν και έγινε κάποια αναφορά στην προοπτική ένταξης για την Κύπρο και τη Μάλτα, το λεκτικό των συμπερασμάτων κρίθηκε μη ικανοποιητικοί (14). Εξάλλου, συνολική έκθεση της Επιτροπής για το θέμα της διεύρυνσης προσετέθη ως παράρτημα στα συμπεράσματα με αρνητική αναφορά στην Κύπρο γιατί συνέδεσε την ένταξη με την λύση του Κυπριακού (15). Ο Γ. Κρανιδιώτης, τότε σύμβουλος της κυπριακής κυβέρνησης σε θέματα ΕΟΚ, επεσήμανε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» (Αθηνών) ότι η Ελλάδα βρέθηκε στην Λισσαβώνα με πολλά ανοικτά μέτωπα και, όπως ήταν φυσικό, η διαπραγματευτική της δυνατότητα ήταν περιορισμένη και ασθενής.
Το καλοκαίρι του 1992 εντατικοποιούνται οι απευθείας διακοινοτικές συνομιλίες και οριστικοποιείται το πακέτο για λύση του Κυπριακού, γνωστό ως «Δέσμη Ιδεών Γκάλι». Ο γενικός γραμματέας καταθέτει επίσης την πρότασή του για το εδαφικό γνωστή ως «Χάρτης Γκάλι». Στη «Δέσμη Ιδεών» του, η οποία υιοθετήθηκε με το ψήφισμα 774 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 26.8.1992, ο Μπούτρος Γκάλι επανέφερε την ρήτρα περί χωριστών δημοψηφισμάτων για την ένταξη, με την προσθήκη μάλιστα ότι θα προηγηθεί συμφωνία επί του θέματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων (16), Η επαναφορά της ρήτρας των χωριστών δημοψηφισμάτων είναι δείκτης των διεργασιών που προηγήθηκαν στους κόλπους της ΕΟΚ και της αδυναμίας της Ελλάδας να επιτύχει τους στόχους της για την κυπριακή ένταξη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας.
Στα συγκριτικά των θέσεων των δύο πλευρών έγγραφα, με τη «Δέσμη Ιδεών Γκάλι», όπως διαμορφώθηκαν τον Νοέμβριο του 1992, διαπιστώνεται ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά κατέστησε σαφές ότι τα δημοψηφίσματα για την ένταξη θα πρέπει να αποτελούν μέρος και να διεξαχθούν ταυτόχρονα με τα χωριστά δημοψηφίσματα για το πλαίσιο της συνολικής συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού. Η τουρκοκυπριακή πλευρά εξέφρασε υποστήριξη στα χωριστά δημοψηφίσματα, προσθέτοντας μια σειρά από άλλους όρους όπως ή ένταξη και τής Τουρκίας στην ΕΟΚ και η εξισορρόπηση της οικονομίας των δύο ομόσπονδων κρατών (17).
Εντός του καλοκαιριού, η βρετανική προεδρία καθορίζει για τον Νοέμβριο το Συμβούλιο Σύνδεσης με την Τουρκία με στόχο να υλοποιήσει με πρακτικά μέτρα τις αποφάσεις που δρομολογήθηκαν για αναβάθμιση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων στη Λισσαβώνα. Ύστερα από σειρά προπαρασκευαστικών συναντήσεων, το σύνολο των προτάσεων της έκθεσης Χερντ εγκρίθηκε στο Συμβούλιο Σύνδεσης, καθιερώνοντας καθεστώς ειδικών σχέσεων μεταξύ ΕΟΚ και Τουρκίας. Η νέα προωθημένη σχέση, που απετέλεσε βάση για την μετέπειτα διαπραγμάτευση τhς Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας, προέβλεπε σειρά χρηματοδοτικών δράσεων και αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου των δύο μερών στο ανώτατο επίπεδο.
Η αναθέρμανση και αναβάθμιση των σχέσεων Τουρκίας - ΕΟΚ συνιστούσε ουσιαστικά μετακίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από την στρατηγική που χάραξε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του '80, βάσει της οποίας οι σχέσεις αυτές συνδέονταν με πρόοδο στο Κυπριακό. Στις 11 και 12 Δεκεμβρίου συνεκλήθη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Εδιμβούργο, το οποίο έθεσε οριστικά έξω από την επόμενη διεύρυνση την Κύπρο και την Μάλτα (18). Η Συνάντηση Κορυφής των 12 καθόρισε την έναρξη ανεπισήμων διαπραγματεύσεων ένταξης με την Αυστρία, τη Σουηδία και την Φιλανδία στις αρχές του 1993 και εξουσιοδότησε τα άλλα όργανα της ΕΟΚ να προωθήσουν την διαδικασία με τη Νορβηγία και την Ελβετία.
Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η Κύπρος και η Μάλτα περιελήφθησαν στο ίδιο κεφάλαιο με την Τουρκία στη βάση των αποφάσεων της Λισσαβώνας. Ματαίως ανέμενε η Λευκωσία κάποια θετική αναφορά σε σχέση με την έκδοση της γνωμοδότησης της Επιτροπής για την κυπριακή αίτηση ένταξης. Ο πρόεδρος Βασιλείου είχε συζητήσει το θέμα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και τον επίτροπο Απελ Ματούτες και απέσπασε την εντύπωση ότι η γνωμοδότηση θα εξεδίδετο πριν από τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, με αναφορές στην προοπτική ένταξης χωρίς σύνδεση με το Κυπριακό. Ο Γ. Βασιλείου απέδωσε την μη έγκαιρη έκδοση της γνωμοδότησης, επί της δικής του προεδρικής θητείας, στους σοβαρούς κλυδωνισμούς που προκάλεσε στην ΕΟΚ η απόρριψη τής συνθήκης Μάαστριχτ με δημοψήφισμα στη Δανία.
ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 1993
Στις προεδρικές εκλογές η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου απετέλεσε πρωταρχικής σημασίας στοιχείο της προεκλογικής εκστρατείας. Η αναμέτρηση επικεντρώθηκε στους χειρισμούς του προέδρου Βασιλείου κατά τις διαπραγματεύσεις επί της «Δέσμης Ιδεών Γκάλι» και στην πολιτική του για προώθηση της αίτησης ένταξης. Η ρήτρα στις «Ιδέες Γκάλι» για διενέργεια χωριστών δημοψηφισμάτων για την ένταξη και η μη υποβολή αίτησης ένταξης επί ελληνικής προεδρίας το 1988 κυριάρχησαν στις αντιπαραθέσεις των υποψηφίων Βασιλείου - Κληρίδη - Πασχαλίδη. Ο ηγέτης του Δημοκρατικού Συναγερμού Γλαύκος Κληρίδης κέρδισε με μικρή διαφορά τον πρόεδρο Βασιλείου και από την αρχή έθεσε την ευρωπαϊκή προοπτική ως βασική προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής του (Βουλή - Προγραμματικές Δηλώσεις προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη).
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ
ΑΝΤΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ