Το τέλος της Βενετοκρατίας που επήλθε με την βίαιη κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570/71, είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένηση του εμπορίου του νησιού με τη Βενετία και την ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων του με την οθωμανική Ανατολή. Βέβαια ταυτόχρονα η Κύπρος διατήρησε και τις εμπορικές σχέσεις που είχε με διάφορα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Βλέπε λήμμα: Οθωμανοκρατία
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η κυπριακή οικονομία προς το τέλος της Βενετοκρατίας βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από τις σημαντικές απώλειες που είχε υποστεί το νησί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι για την αναζωογόνηση της ήταν ανάγκη να ληφθούν σημαντικά μέτρα. Ο πληθυσμός πρωτίστως έπρεπε να ξαναγοράσει και να καλλιεργεί τακτικά τη γη. Όμως, πολλοί στρατιώτες, που κατάφεραν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους σημαντικές εκτάσεις γης, για να τις πουλήσουν ζητούσαν υπέρογκες τιμές. Η κατάσταση αυτή έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη και ο μέγας βεζίρης Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς για να την εμποδίσει, σε διαταγή του, που απέστειλε στον μπεηλέρμπεη και δεφτερδάρη της Κύπρου ζητούσε απ' αυτόν να μη επιτρέψει οι στρατιωτικοί και άλλοι παράγοντες να ζητούν μεγαλύτερη τιμή για τη γη απ' ό,τι αυτή πράγματι άξιζε. Επίσης η Υψηλή Πύλη πήρε και διάφορα μέτρα που είχαν ως σκοπό τη μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος που είχε αρχίσει από το 15ο αιώνα και την αριθμητική ενίσχυση του πληθυσμού. Όμως, η πολιτική αυτή που είχε υιοθετηθεί χάρις στο μεγάλο βεζίρη Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς μετά το θάνατο του δεν συνεχίστηκε. Αντίθετα ο λαός υφίστατο μεγάλη καταπίεση και φοβερή εκμετάλλευση από τους εκάστοτε πασάδες και άλλους Τούρκους αξιωματούχους. Τούτο προκάλεσε τη γενική πτώση της παραγωγής και την οικονομική εξαθλίωση των κατοίκων. Η γενική αυτή μείωση της οικονομικής δραστηριότητας άρχισε από την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα και συνεχίστηκε και κατά το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα. Ο περιηγητής Fermanel το 1630 περιέγραψε την τουρκική τυραννία ως εξής: Παρά το γεγονός ότι μπορούσαν να έχουν ψωμί για ολόκληρο το έτος. οι Χριστιανοί κάτοικοι του νησιού είναι λίγοι γιατί σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν υπάρχουν πιο κακομεταχειριζόμενοι Χριστιανοί. Ο πληθυσμός καταπιεζόμενος εγκαταλείπει την καλλιέργεια της γης και την κεντρική πεδιάδα και επιστρέφει στους βαλτότοπους και στις ελώδεις περιοχές. Οι πυρετοί και οι συνεχείς επιδημίες πανώλης τόσο πολύ βασανίζουν τον πληθυσμό που οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν ν' αντέξουν.
Ωστόσο στο θάνατο πολλών Ευρωπαίων που ζούσαν στη Λάρνακα, που ήταν και το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο του νησιού τότε, και στο οποίο κατοικούσαν οι περισσότεροι έμποροι και οι πρόξενοι των ξένων χωρών, συνέβαλε και το κλίμα. Ο Γάλλος πρόξενος Francois Luce αναφέρει ότι το 1699 στη Λάρνακα ζούσαν 82 Γάλλοι. Από αυτούς οι 80 αρρώστησαν και οι 34 πέθαναν. Για το λόγο αυτό πολλοί έμποροι συντόμευαν την εκεί παραμονή τους έτσι που σε διάστημα 35 ετών (1685 -1720) από τις αρχές της Λάρνακας εξεδόθησαν 90 άδειες για την εκεί παραμονή Γάλλων εμπόρων, των οποίων ο αριθμός κατά μέσον όρο συνήθως ήταν μόνο δέκα.
Βλέπε λήμμα: Λάρνακα- Τουρκοκρατία
Περιζήτητα ταα κυπριακά προϊόντα: Όμως παρ' όλες αυτές τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, τα κυπριακά προϊόντα τόσο τον 17ο όσο και τον 18ο αιώνα ήσαν πολύ περιζήτητα. Κάθε χρόνο στην Κύπρο ερχόταν μεγάλος αριθμός πλοίων απ' όλες τις χώρες και κυρίως από τη Γαλλία, τη Βενετία, την Αγγλία, τη Ραγούζα, τη Νεάπολη, τη Γένουα, την Αυστρία, την Ολλανδία, την Τοσκάνη και τη Δανία. Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κάθε χρόνο προσέγγιζαν το νησί 600 περίπου πλοία διαφόρων εθνικοτήτων.
Αν και η δομή της παραγωγής και του εμπορίου της Κύπρου κατά την τουρκοκρατία παρέμεινε βασικά η ίδια μ' εκείνη του τέλους της Βενετοκρατίας, εντούτοις συγκρίνοντας τις δυο περιόδους παρατηρούμε και ορισμένες αλλαγές. Οι χαρακτηριστικότερες απ' αυτές είναι ότι ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα εγκαταλείφθηκε εντελώς η παραγωγή της ζάχαρης και μειώθηκε αισθητά η παραγωγή και οι εξαγόμενες ποσότητες αλατιού, σε βαθμό που το βαμβάκι εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο προϊόν του νησιού, θέση που πήρε ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, παρόλο που στην περίοδο αυτή είχε μειωθεί σημαντικά και η δική του παραγωγή. Άλλα βασικά προϊόντα της γεωργικής παραγωγής και του εξαγωγικού εμπορίου μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας παρέμειναν τα κρασιά, ιδιαίτερα η κουμανδαρία, τα χαρούπια, το ριζάρι και τα σιτηρά. Αξιόλογα επίσης ήσαν το μετάξι, χα μαλλιά και τα δέρματα.
Εμπορικά προνόμια: Στην ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων της Κύπρου με την Ανατολή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας συνέβαλαν σημαντικά τα διάφορα εμπορικά προνόμια (διομολογήσεις), τα οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία παραχωρούσε στους ξένους εμπόρους βάσει των οποίων αυτοί απολάμβαναν προνομιακή τελωνειακή μεταχείριση για το εμπόριο που διεξήγαν στις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, τα οποία βέβαια ίσχυαν και για την Κύπρο. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα οι ξένοι έμποροι να μπορούν κατά τους 18ο και 19ο αιώνα να προμηθεύονται τα σημαντικότερα προϊόντα του νησιού από όλα σχεδόν τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής. Τα κέντρα αυτά ήσαν πολύ σημαντικά και απ' αυτά οι Ευρωπαίοι έμποροι μπορούσαν να προμηθεύονται εξαίρετα υφάσματα, πολλών από τα οποία οι ονομασίες έγιναν συνώνυμες των πιο πολυτελών και ακριβών υφασμάτων με αποτέλεσμα αυτές να διατηρούνται ακόμη και σήμερα.
Σχετικά με την προμήθεια κυπριακών προϊόντων από διάφορα εμπορικά κέντρα της Ανατολής, σημαντικές πληροφορίες περιέχουν τα έγγραφα της σειράς Sanitas του Αρχείου της Ραγούζας. Στη σειρά αυτή καταχωρούνται οι καταθέσεις των διαφόρων εμπόρων και καπετάνιων στις οποίες ήσαν υποχρεωμένοι να προβαίνουν προτού αυτοί και τα εμπορεύματα τους εισέλθουν στο λοιμοκαθαρτήριο της Ραγούζας. Ως εκ τούτου, η σειρά αυτή αποτελεί την καλύτερη πηγή πληροφοριών για τα είδη και την καταγωγή των προϊόντων που εισάγονταν στη Ραγούζα από την Ανατολή.
Η Κύπρος από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου: Από τα διάφορα αρχειακά έγγραφα, φαίνεται ότι η Κύπρος τον 18ο αιώνα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής κι ολόκληρης της Μεσογείου. Ήταν ένα εμπορικό κέντρο που επισκέπτονταν πολλά εμπορικά πλοία από διάφορες χώρες. Ο σημαντικός ρόλος που η Κύπρος διαδραμάτιζε στο εμπόριο της Μεσογείου φαίνεται και από το γεγονός ότι όλα τα περίφημα και περιζήτητα προϊόντα του νησιού οι Ευρωπαίοι έμποροι μπορούσαν να τα προμηθεύονται κι απ' όλες τις κυριότερες αγορές της Ανατολής όπως ήταν η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη κ.α. Παράλληλα με το κρασί, το βαμβάκι, το μετάξι, τη σόδα, την τερεβινθίνη, το ριζάρι, τη χεννά, το φαιόχωμα και μερικές άλλες πρώτες ύλες, ορισμένα προϊόντα της κυπριακής υφαντουργίας όπως ήσαν τα δίμιτα, το σατέν, ο μπασμάς, η μποτάνα, τα καμηλωτά, οι μαξιλαροθήκες, τα μεταξωτά σάλια, τα μαντήλια, τα βέλα και τα διάφορα ξακουστά βαμβακερά υφάσματα, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου ύφανσης τους, της ανθεκτικότητας και της εξαιρετικής τους ποιότητας, είχαν ξεχωρίσει και καθιερωθεί στο εμπόριο της Ανατολής. Από τη μελέτη πολυάριθμων εγγράφων συνάγεται ότι όλοι σχεδόν οι επιβάτες των ραγουζαίικων πλοίων που έφθαναν στη Ραγούζα από την Ανατολική Μεσόγειο μετέφεραν μαζί τους προϊόντα της κυπριακής υφαντουργίας.
Βλέπε λήμμα: Μανιφατούρα
Η διατήρηση της σπουδαιότητας της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία ως εμπορικού κέντρου, όχι μόνο στα πλαίσια της Ανατολής αλλά και του ευρύτερου μεσογειακού και ευρωπαϊκού χώρου, οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες. Οι πιο σπουδαίοι από αυτούς ήσαν: η πλούσια ποικιλία της γεωργικής αλλά κυρίως της βιοτεχνικής ντόπιας παραγωγής, η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του νησιού σε συνδυασμό με τη μικρή σχετικά απόσταση που το χώριζε από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής και η καλή θαλάσσια συγκοινωνία μ' ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η καλή συγκοινωνία επιτυγχανόταν κυρίως χάρις στη συχνή και τακτική άφιξη πολλών ξένων πλοίων τα οποία, χρησιμοποιώντας το σύστημα ναυσιπλοΐας που ήταν γνωστό ως «καραβάνα» (ακτοπλοΐα), κατάφερναν στη διάρκεια ενός ταξιδιού να επισκέπτονται πολλά λιμάνια. Η Κύπρος τον 18ο αιώνα, διατηρούσε εμπορικές σχέσεις μ' όλα τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Τα ξένα πλοία έρχονταν στην Κύπρο είτε γιατί είχαν ως αποκλειστικό προορισμό τους το νησί είτε γιατί το περιλάμβαναν στα διάφορα δρομολόγια τους με βάση το σύστημα της ακτοπλοΐας.
Στο σύνολο του ο 18ος αιώνας ξεχωρίζει για τη σημαντική αναζωογόνηση της ναυτιλίας και του εμπορίου σ' ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Το εμπόριο δεν σταματούσε ακόμη ούτε και σε περιόδους πολέμων. Οι μικρότεροι λαοί, όπως οι Ραγουζαίοι και οι Έλληνες, είχαν τότε την ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος της ναυτιλίας και του εμπορίου των μεγάλων κρατών. Αρκεί ν' αναφέρουμε ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στις 7 Νοεμβρίου του 1770, κατά τη διάρκεια του Α' Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1768 - 1774), ενώ η Κωνσταντινούπολη είχε αποκλεισθεί από ρωσικά πλοία, ο Ραγουζαίος καπετάνιος Matteo Casilari, του οποίου το πλοίο ήταν φορτωμένο με κυπριακό αλάτι, κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό και να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι έμποροι, για λογαριασμό των οποίων μετέφερε το αλάτι, να κερδίσουν από την πώληση του 400%.
Η Κύπρος κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν χώρα κατ' εξοχήν γεωργική και αραιοκατοικημένη. Η ετήσια αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα σ' ένα άτομο ν' αναλογούν πέντε στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Στην καλλιέργεια της γης εχρησιμοποιούντο πρωτόγονα μέσα και το σύστημα της αγρανάπαυσης. Ο γεωργικός μηχανικός εξοπλισμός και άλλα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απλοποίηση της δουλειάς και την εξοικονόμηση εργατικών χεριών ήσαν πράγματα εντελώς άγνωστα.
Η βιομηχανία στην Κύπρο ήταν ασήμαντη. 'Όμως ορισμένοι κλάδοι της χειροτεχνίας και βιοτεχνίας και ιδιαίτερα η υφαντουργία ήσαν αρκετά ανεπτυγμένοι... Στη Λευκωσία, στη Λάρνακα, στο Κοιλάνι και σε ορισμένα άλλα μέρη γινόταν επεξεργασία μεταξωτών υφασμάτων κυρίως για εγχώρια κατανάλωση. Σπουδαίο εμπόριο διεξαγόταν με τα ντόπια υφάσματα που σταμπάρονταν στη Λευκωσία για τα ντιβάνια και τα παπλώματα που εξάγονταν σε διάφορα μέρη της Ανατολής. Μέχρι το 1845 υπήρχαν 45 - 50 εργαστήρια που ασχολούνταν με το σταμπάρισμα υφασμάτων. Αργότερα όμως η βιοτεχνία αυτή παράκμασε. Ο αριθμός αυτών των εργαστηρίων το 1863 ανερχόταν μόλις στα 5 6.
Εξαγωγικά προϊόντα: Τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της Κύπρου κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας εξακολουθούν να είναι το βαμβάκι, το κρασί, το ριζάρι, το αλάτι, το μετάξι και τα χαρούπια. Όμως αξίζει να υπογραμμιστεί ότι γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα σημειώθηκε τεράστια αύξηση στις εξαγόμενες ποσότητες των χαρουπιών. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ το 1805 οι εξαγωγές χαρουπιών ανέρχονταν στις 6.000 κοντάρια, το 1852 έφθασαν στις 27.000 καντάρια και το 1862 ξεπέρασαν τις 180.000 κοντάρια, δηλαδή τους 9.000 τόνους. Αυτά εξάγονταν κυρίως στην Τεργέστη, στην Αυστρία, στην Αίγυπτο και στα ρωσικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης κατά διαστήματα μικρές ποσότητες εξάγονταν στην Τουρκία και στη Μ. Βρετανία.
Η κτηνοτροφία στην Κύπρο τον 19ο αιώνα ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Συναντούμε τα ίδια σχεδόν είδη ζώων που υπήρχαν και κατά τους προηγούμενους αιώνες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν πολυάριθμοι ίπποι, όνοι, ημίονοι, βόδια και αρκετές καμήλες που εχρησιμοποιούντο για τη μεταφορά εμπορευμάτων και την εκτέλεση γεωργικών εργασιών. Στο νησί υπήρχαν επίσης και πολλά κοπάδια. Το 1863 ο αριθμός των προβάτων και αιγών, μη υπολογιζόμενων των αμνών και ριφιών κάτω του ενός έτους, ανερχόταν στις 400.000. Από τα κοπάδια εξασφαλίζονταν μεγάλες ποσότητες μαλλιού. Το 1863 η Κύπρος εξήγαγε 3.000 καντάρια (150 περίπου τόνους) μαλλί στην Ευρώπη. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων το 1874 ανερχόταν στις 800.000, από τα οποία το 1/3 αποτελούσαν τα πρόβατα και τα 2/3 οι αίγες. Η παραγωγή μαλλιού το 1873 ανερχόταν στις 450.000 λίπρες ή 160.700 οκάδες και το 1874 στις 478.860 λίπρες ή 171.200 οκάδες.
Το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου τον 19ο αιώνα διακρινόταν για τον έντονο εξαγωγικό του χαρακτήρα, ο οποίος συνέτεινε ώστε οι εξαγωγές να υπερβαίνουν αισθητά τις εισαγωγές και να δημιουργούν περισσεύματα στο εμπορικό ισοζύγιο, όπως κατά τη περίοδο 1854-1858 (βλ. και σχετικό πίνακα πιο κάτω). Μια ακόμη απόδειξη του εξαγωγικού χαρακτήρα του κυπριακού εμπορίου είναι και η ακόλουθη: Το σύνολο των εξαγωγών από το λιμάνι της Λεμεσού το 1877 ήταν αξίας 93.805 λιρών, ενώ το σύνολο των εισαγωγών το ίδιο έτος από το ίδιο λιμάνι ήταν αξίας 41.920 λιρών, δηλαδή οι εξαγωγές ξεπερνούσαν τις εισαγωγές κατά 123,8%. Το ίδιο έτος το σύνολο των εξαγωγών από τη Λάρνακα ήταν αξίας 150.918 λιρών ενώ το σύνολο των εισαγωγών ήταν μόνο αξίας 105.277 λιρών, δηλαδή οι εξαγωγές υπερέβαιναν τις εισαγωγές κατά 43,3%.
Βέβαια θα πρέπει να επισημανθεί ότι η υπεροχή των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών δεν οφειλόταν στη μεγάλη παραγωγή αλλά στην όλη δομή της οικονομίας κατά την Τουρκοκρατία που επέβαλε τη συμπίεση της εσωτερικής κατανάλωσης με στόχο τη δημιουργία πλεονασμάτων που θα διετίθεντο κυρίως στην εξωτερική αγορά.
Καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας το νησί εξαιτίας της πλεονεκτικής γεωγραφικής του θέσης παρουσίαζε ανεπτυγμένο το διαμετακομιστικό εμπόριο. Τούτο ενισχυόταν ιδιαίτερα χάρις στα πολυάριθμα πλοία που έρχονταν στο νησί από τα άλλα λιμάνια της Ανατολής και της Μάλτας.
ΑΦΙΞΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ ΣΤΗΝ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1854 - 1858
|
|||||
Έτος |
Αριθμός πλοίων |
Χωρητικότητα σε τόνους |
Πλήρωμα σε αρ. ανδρών |
Αξία εισαγωγών σε λίρες |
Αξία εξαγωγών σε λίρες
|
1854 |
320 |
47.643 |
4.451 |
87.750 |
179.690 |
1855 |
385 |
59.629 |
5.478 |
60.125 |
136.060 |
1856 |
563 |
64.347 |
7.358 |
60.890 |
140.300 |
1857 |
799 |
66.892 |
7.015 |
61.910 |
131.070 |
1858 |
715 |
76.993 |
7.415 |
57.937 |
131.110 |
Σύνολο |
2.782 |
315.504 |
31.717 |
328.612 |
718.230 |
Τα κυριότερα εισαγόμενα είδη κατά τον 19ο αιώνα αποτελούσαν μερικά βιομηχανικά προϊόντα, κυρίως εργαλεία, μαγειρικά σκεύη, καρφιά, χάρτης, υφάσματα και μερικά είδη τροφίμων, καφές, ζάχαρη, ρύζι κ.ά. Αυτά εισάγονταν κυρίως από την Τουρκία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών του νησιού διετίθετο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Αυστρία, την Ιταλία, τη Ρωσία και την Ελλάδα.
Το εσωτερικό εμπόριο ήταν υποανάπτυκτο, γιατί η συγκοινωνιακή υποδομή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα αμαξωτός ήταν μόνο ο δρόμος μεταξύ Λευκωσίας και Λάρνακας. Τα προϊόντα συγκεντρώνονταν στα πλησιέστερα λιμάνια και απ' αυτά εξάγονταν. Ακόμη και το εμπόριο μεταξύ των διαφόρων παράλιων πόλεων του νησιού διεξαγόταν διό θαλάσσης. Βέβαια εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε το εξωτερικό εμπόριο του νησιού και σε σχέση μ' αυτό η παρατηρούμενη ζωηρή λιμενική κίνηση.
Για να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη λιμενική κίνηση της Κύπρου τον 19ο αιώνα, θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία. Μόνο στο λιμάνι της Λάρνακας το 1854 σημειώθηκαν 320 αφίξεις πλοίων, 385 το 1855, 563 το 1856, 799 το 1857 και 715 το 1858. Τούτο σημαίνει πως σε μια πενταετία μόνο στο λιμάνι της Λάρνακας σημειώθηκαν 2.782 αφίξεις πλοίων, με συνολικό εκτόπισμα 315.504 τόνων και συνολικό πλήρωμα 31.717 ατόμων. Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε διάστημα μιας πενταετίας (1854-1858) η λιμενική κίνηση της Λάρνακας αυξήθηκε κατά 65% περίπου.
Το 1862 στα κυπριακά λιμάνια αφίχθησαν συνολικά 727 πλοία συνολικού εκτοπίσματος 100.040 τόνων. Απ' αυτά τα 551 πλοία με συνολικό εκτόπισμα 49.000 τόνων ήσαν τουρκικά και τα 176 πλοία με συνολικό εκτόπισμα 51.040 τόνων από διάφορες άλλες χώρες. Απ’ αυτά τα 249 πλοία ή το 34,15%, με συνολικό εκτόπισμα 2.110 τόνων, αφίχθησαν στη Λάρνακα.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1863, στα κυπριακά λιμάνια κατεγράφησαν 853 αφίξεις πλοίων συνολικού εκτοπίσματος 110.339 τόνων. Την πρώτη θέση καταλάμβαναν τα αυστριακά πλοία, που ταξιδεύοντας κάθε δεκαπέντε μέρες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, και τη Ρόδο, στη Συρία και στην Αίγυπτο, περνούσαν από την Κύπρο. Τη δεύτερη θέση καταλάμβαναν τα τουρκικά, την τρίτη τα ελληνικά, την τέταρτη τα γαλλικά και ακολουθούσαν τα αγγλικά και τα ιταλικά πλοία.
Στην Κύπρο μέχρι σχεδόν το τέλος της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε ούτε μια Τράπεζα και δεδομένου ότι οι κεφαλαιούχοι ήσαν πράγματι σπάνιοι, η έλλειψη ενός τέτοιου ιδρύματος ήταν ιδιαίτερα αισθητή, προπαντός τα τελευταία χρόνια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, όταν τόσο το εισαγωγικό όσο και το εξαγωγικό εμπόριο είχε προσλάβει μεγάλες διαστάσεις. Σύμφωνα με προξενικές εκθέσεις οι έμποροι για δοσοληψίες τους στην Ευρώπη, ήσαν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται τις συναλλαγές τους στη Βηρυτό, πράγμα που τους προκαλούσε καθυστερήσεις, άσκοπα έξοδα και πολλούς κινδύνους. Η ίδρυση της πρώτης Τράπεζας στην Κύπρο χρονολογείται στα 1864, όταν η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1844, ίδρυσε παράρτημα στην Κύπρο. Ως τότε τις διάφορες πράξεις που σήμερα ονομάζουμε τραπεζικές εργασίες και ιδιαίτερα το δανεισμό χρημάτων, την ανταλλαγή νομισμάτων, τη μεταφορά χρημάτων με τη χρήση συναλλαγματικών και άλλες τέτοιες πράξεις, τις αναλάμβαναν διάφοροι πλούσιοι, συνήθως έμποροι.
ΑΙΚ. Χ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ