Η Κύπρος συνεχίζει να αποτελεί αξιόλογο εμπορικό κέντρο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, όμως αναπόφευκτα αρχίζει να μοιράζεται την τύχη των άλλων βενετικών κτήσεων.
Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα του νησιού κατά την διάρκεια της Βενετοκρατίας ήσαν: τα δημητριακά, κυρίως σιτάρι και κριθάρι, το αλάτι, το βαμβάκι, η ζάχαρη, το κρασί, το ελαιόλαδο, το κάνναβι, το κερί, το λουλάκι, ο\ χρωστικές ύλες (ζαφορά κ.α.). και τα αμπελοπούλια. Επίσης σημαντικά ήσαν και τα διάφορα προϊόντα της κυπριακής βιοτεχνίας και οικοτεχνίας, ιδιαίτερα τα υφαντά μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατείχαν τα καμηλωτά και τα εξάμιτα.
Γενικά η Βενετία προσπάθησε να υποβοηθήσει την ανάπτυξη της γεωργίας. Τούτο συνέβη τόσο στην Κύπρο όσο και στις άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές. Τη μεγαλύτερη όμως φροντίδα η Βενετική Δημοκρατία επέδειξε για το σιτάρι και το αλάτι, δυο βασικά προϊόντα διατροφής της εποχής που λόγω της σημασίας τους υπόκειντο και στο κρατικό μονοπώλιο. Η Κύπρος, μαζί με την Κρήτη, αποτελούσαν τους σιτοβολώνες της Βενετικής Δημοκρατίας, ενώ αλυκές κατασκευάστηκαν και σε πολλές άλλες βενετικές κτήσεις. Όμως η Κύπρος παρέμεινε επί ένα σχεδόν αιώνα ο κύριος τροφοδότης του βενετικού κράτους σε σιτάρι και αλάτι. Μάλιστα υπήρχαν χρονιές που οι τεράστιες ποσότητες σιταριού και κριθαριού που στέλνονταν από την Κύπρο για την αντιμετώπιση των αναγκών τόσο του πληθυσμού όσο και του στρατού και στόλου της Βενετίας, έθεταν σε κίνδυνο τη διατροφή όχι μόνο των κατοίκων του νησιού, αλλά και των ζώων που αφθονούσαν στην Κύπρο.
Το εμπόριο του νησιού βρισκόταν στα χέρια των Βενετών. Οι Κύπριοι, έγραφε ο Jacques leSaige το 1518, φορολογούνται βαριά και δεν εμπορεύονται με καμιά χώρα εκτός από τη Βενετία. Επειδή δεν υπήρχε συναγωνισμός, οι Βενετοί έμποροι είχαν όλη την ελευθερία να αγοράζουν και να πουλούν. Οι παραγωγοί ανεξάρτητα αν ήσαν σιτοπαραγωγοί, καλλιεργητές ζαχαροκάλαμου, υφαντές ή αμπελουργοί, βρίσκονταν στο έλεος των Βενετών εμπόρων και ήσαν υποχρεωμένοι να υπόκεινται σε συστηματική «κλοπή μέσω των πληρωμών». Οι απαιτήσεις της Βενετίας πάνω σ' όλα ανεξαίρετα τα προϊόντα τύγχαναν άμεσης προτεραιότητας. Με πάγια εντολή του δόγη επιβάλλετο να γίνεται κάθε χρόνο προσεκτική εκτίμηση των διαθεσίμων ποσοτήτων σιταριού, και κάθε περίσσευμα, αφού θα ικανοποιούντο οι ανάγκες του στόλου και των φρουρίων, θα μπορούσε να εξάγεται, ως το τέλος του Γενάρη, μόνο στις βενετικές περιοχές και μόνο μετά απ' αυτή την ημερομηνία και στις άλλες χώρες, υπό τη ν προϋπόθεση βέβαια ότι η Κύπρος και οι υπόλοιπες βενετικές κτήσεις δεν θα αντιμετώπιζαν ελλείψεις.
Η Βενετία θεωρούσε την Κύπρο ως μια αποικία την οποία έπρεπε να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατό περισσότερο κι όχι ως μια περιοχή που θα μπορούσε να αναπτυχθεί για το καλό των κατοίκων της. Οι προκάτοχοι των Βενετών, Φράγκοι κατακτητές, αν και στόχευαν κι αυτοί στην αποκόμιση όσο το δυνατό μεγαλυτέρων ωφελημάτων από το νησί, ήσαν αναγκασμένοι να βλέπουν την Κύπρο από διαφορετική σκοπιά. Και τούτο γιατί η μοίρα των Λουζινιανών ήταν αδιάρρηκτα δεμένη με την τύχη του νησιού, του οποίου η ευημερία και ευδαιμονία αποτελούσε προϋπόθεση τόσο της δικής τους ευημερίας όσο και της ισχύος τους. Γι' αυτό, παρόλο που κι αυτοί καταπίεζαν φοβερά τον κυπριακό λαό, ήταν προς το συμφέρον τους να φροντίζουν για την πρόοδο του νησιού γιατί αυτό θα συνέβαλλε στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και στην καλύτερη αξιοποίηση των περιουσιών τους. Αντίθετα, για τους Βενετούς οι ανάγκες του πληθυσμού και της χώρας γενικότερα, δεν τύγχαναν καμιάς ιδιαίτερης φροντίδας. Η επιδίωξη και το ενδιαφέρον τους ήταν κυρίως η συλλογή φόρων, για την είσπραξη των οποίων διορίζονταν ειδικά δυο ευγενείς. Βέβαια, παράλληλα λαμβάνονταν μέτρα και για την εκπλήρωση όλων των άλλων υποχρεώσεων του πληθυσμού προς το κράτος, όπως ήσαν οι προμήθειες σιτηρών, οι αγγαρείες και η κατασκευή αμυντικών έργων.