Η Κύπρος για οκτώ σχεδόν αιώνες απετέλεσε τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και βρισκόταν στην ίδια διοικητική ενότητα με τις παραδουνάβιες χώρες της αυτοκρατορίας και τις Κυκλάδες. Το Βυζαντινό κράτος καθ' όλη αυτή την περίοδο, χάρις στην πλεονεκτική θέση της πρωτεύουσας του, διεξήγαγε σπουδαιότατο εμπόριο, το οποίο, αναλόγως των εμπορικών δρόμων που ακολουθούσε, μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κλάδους: α) το εμπόριο της Ανατολής, β) το εμπόριο της Δύσης και γ) το εμπόριο του Βορρά. Η Κύπρος λόγω της ευνοϊκής γεωγραφική θέσης της, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του βυζαντινού εμπορίου στην περιοχή της Ανατολής. Όμως, δυστυχώς, η περιφρόνηση των συγγραφέων της εποχής προς το εμπόριο, μας έχει στερήσει πολλών χρησίμων πληροφοριών και έτσι για τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής περιόδου μέχρι τις αραβικές επιδρομές, ελάχιστα γνωρίζουμε. Την εμπορική κίνηση της Κύπρου κατά την περίοδο αυτή επηρέαζαν θετικά τόσο το γεγονός ότι το νησί γειτνίαζε προς τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας όσο και το ότι η ναυσιπλοΐα ήταν η κυριότερη απασχόληση των κατοίκων του Αιγαίου.
Από τον 7ο αι. μ.Χ. και μετά το εμπόριο του νησιού αρχίζει να παρακμάζει γιατί οι αραβικές επιδρομές απέσπασαν από το Βυζάντιο αρχικά τη Συρία (636 μ.Χ.) και αργότερα την Αίγυπτο (646 μ.Χ.), με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη δραστηριότητα του βυζαντινού εμπορίου να συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Άραβες απορρόφησαν το σπουδαιότερο μέρος του εμπορίου της Ανατολής. Η απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου επέφερε σημαντικές ανακατατάξεις και στην εμπορική δραστηριότητα διαφόρων άλλων λαών. Οι Βυζαντινοί στράφηκαν προς τη Δύση και οι Ιταλοί ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη για να επιδοθούν στο εμπόριο. Οι Βενετοί έμποροι έκαμαν νικηφόρο συναγωνισμό προς τους Έλληνες στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου και μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, και κατά το 12ο αιώνα απέκτησαν μεγάλα προνόμια (διομολογήσεις*). Εκτός των πιο πάνω εξελίξεων σοβαρή αρνητική επίδραση επί του εμπορίου της Κύπρου είχαν επίσης επί τέσσερις αιώνες (7ος- 10ος αι.) οι καταστροφικές αραβικές επιδρομές εναντίον παραλιακών πόλεων του νησιού. Οι επιδρομές αυτές προκαλούσαν μεγάλη ανασφάλεια και συχνά ανάγκαζαν τους κατοίκους του νησιού να εγκαταλείπουν τις παράκτιες περιοχές που λεηλατούνταν και να μετακινούνται προς το εσωτερικό. Για την εξασφάλιση συνθηκών ειρήνης οι Κύπριοι ήσαν αναγκασμένοι να πληρώνουν φόρο υποτέλειας τόσο στους Άραβες όσο και στους Βυζαντινούς. Το καθεστώς αυτό της «συγκυριαρχίας και ουδετερότητας» συντηρούσε και ενθάρρυνε κάπως τις συναλλαγές, έτσι που αυτές δεν διακόπτονταν πλήρως, ιδιαίτερα σε ειρηνικές περιόδους και στα διαλείμματα των πολέμων. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 965 μ.Χ. όταν ο Νικηφόρος Φωκάς έστειλε στην Κύπρο βυζαντινό στόλο με αρχηγό τον Νικήτα Χαλκούτζη και απελευθέρωσε οριστικά το νησί από τους Άραβες. Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο της Κύπρου το εμπόριο του νησιού γνώρισε νέα ανάπτυξη, που οφειλόταν στα διάφορα προνόμια, τα οποία ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143 - 1180) παραχώρησε στους Βενετούς εμπόρους, το 1148. Βάσει αυτών, οι Βενετοί έμποροι απολάμβαναν τόσο στην Κύπρο όσο και στην Κρήτη τα ίδια προνόμια που ίσχυαν γι’ αυτούς και στις άλλες περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τούτο συνέβαλε ώστε η Κύπρος να καταστεί ένας σημαντικός κρίκος του ανθηρού υπεράκτιου βενετικού εμπορίου με την Ανατολή.
Η Κύπρος απετέλεσε μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι το 1184 όταν έφθασε στο νησί ο Ισαάκιος Κομνηνός, ανεψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, και κατέλαβε την εξουσία με πλαστούς, όπως λέγεται, τίτλους. Αμέσως ιδιοποιήθηκε την κυριαρχία του νησιού, ανακηρύσσοντας το ανεξάρτητο υπό τη δική του εξουσία. Ο Ισαάκιος αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Κύπρου, έκοψε μάλιστα δικά του νομίσματα και παρέμεινε κύριος της Κύπρου μέχρι την κατάληψη της από το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Λεοντόκαρδο το 1191.