Όπως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, η Κύπρος δεν μπόρεσε ν' ακολουθήσει την εξέγερση του υπόλοιπου Ελληνισμού και αρνήθηκε να επαναστατήσει. Ωστόσο αναφέρεται ότι είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες για κίνημα απελευθέρωσης του νησιού, κυρίως στην επαρχία Πάφου όπου δρούσε ο επίσκοπος Χρύσανθος*. Για την εκτέλεση του Χρύσανθου, το σουλτανικό αιτιολογικό αναφέρει ότι αυτός είχε οδηγήσει τον λαό σε επανάσταση. Μια μαρτυρία αναφέρει ότι στην Πάφο συγκεντρώθηκαν 300 περίπου νέοι, υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου, που οπλίστηκαν και δοκίμασαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα. Γίνεται επίσης λόγος και για άφιξη στην Κύπρο περί των 100 Αλβανών φουστανελλοφόρων που, κατά τον Ν.Γ. Κυριαζή (Κυπριακά Χρονικά, VII, σ. 57) είχαν αποβιβαστεί στην Πύλα για να συνδράμουν την εξέγερση των Κυπρίων η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Είναι αποδεκτό ότι η Φιλική Εταιρεία που φρόντισε ν' αποκτήσει επαφές με τον αρχιεπίσκοπο και άλλους παράγοντες στην Κύπρο, δεν το είχε πράξει απλώς και μόνο για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση και εφόδια από το νησί, αλλά κυρίως με την ελπίδα ότι ο ξεσηκωμός θα ήταν καθολικός και θα διήγειρε κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Εξάλλου η αποστολή στην Κύπρο και η διανομή στο νησί επαναστατικών προκηρύξεων, σε συνδυασμό με τη μύηση στην Εταιρεία και πολλών νέων ανδρών, ήταν ενέργειες που στόχευαν ακριβώς στην υποκίνηση εξεγέρσεως.
Δεν είναι γνωστές στις λεπτομέρειές τους οι συζητήσεις που έγιναν στην Κύπρο μεταξύ των ηγετών του νησιού και των απεσταλμένων της Φιλικής Εταιρείας. Φαίνεται όμως ότι η κυπριακή ηγεσία είχε φανεί απρόθυμη να συμμετάσχει στην επανάσταση με το να την επεκτείνει και στην Κύπρο, αν και ο Ελληνισμός του νησιού είχε όλη τη διάθεση για να σηκώσει τα μεγάλα βάρη του απελευθερωτικού αγώνα. Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και μερικοί άλλοι ιεράρχες, καθώς και οι (περισσότεροι τουλάχιστον) πρόκριτοι, αν και είχαν υποσχεθεί στους Φιλικούς οικονομική βοήθεια, πίστευαν ότι η εξέγερση κατά των Τούρκων θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες. Έτσι, στο θέμα παροχής οικονομικής βοήθειας ενήργησαν με πολύ μεγάλη προσοχή, ενώ ταυτόχρονα αποθάρρυναν τον σηκωμό του δυναστευόμενου λαού. Χαρακτηριστική είναι η έκδοση εγκυκλίου από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, με την οποία ο προκαθήμενος της Κυπριακής Εκκλησίας συμβούλευε και καλούσε τους Έλληνες του νησιού να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Η αρχιεπισκοπική αυτή εγκύκλιος κυκλοφόρησε στις 16 Μαϊου 1821 και θυμίζει ανάλογη ενέργεια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε', ο οποίος επίσης είχε καλέσει τους Έλληνες να αποφύγουν να σηκώσουν τα άρματα κατά της εξουσίας του σουλτάνου. Πέραν της εγκυκλίου του, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε δώσει και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ για τη «νομιμοφροσύνη» των Ελλήνων Κυπρίων, είναι όμως άγνωστο αν οι διαβεβαιώσεις του αυτές ήταν ειλικρινείς ή σκόπευαν απλώς στο να καθησυχάσουν τον Τούρκο διοικητή.
Εν πάση περιπτώσει, η δεδομένη απροθυμία των Ελλήνων ηγετών της Κύπρου ν' ακολουθήσουν την επανάσταση (απροθυμία που, υπό τις συνθήκες, ίσως να μη ήταν απόλυτα αδικαιολόγητη για τους ίδιους) περιόρισε τη συνεισφορά της Κύπρου στον αγώνα. Ωστόσο, τόσο ο Κυπριανός όσο και οι λοιποί ιεράρχες και πρόκριτοι (πλην ελαχίστων που διέφυγαν) δεν μπόρεσαν τελικά να σώσουν το κεφάλι τους, ούτε να γλυτώσουν την ίδια την Κύπρο από τα δεινά.
Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική επανάσταση είχε επιπτώσεις για την Κύπρο, που μπορούμε να τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες:
Άμεσες επιπτώσεις ήταν, πρώτα απ' όλα, οι μεγάλης κλίμακας σφαγές που διενήργησαν στο νησί οι Τούρκοι. Με την έναρξη της επανάστασης, η Πύλη διέταξε αμέσως τον αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ραγιάδων Ελλήνων, στέλνοντας σχετικό διάταγμα και στην Κύπρο. Εδώ, το διάταγμα εκτελέστηκε από τον κυβερνήτη του νησιού Κουτσιούκ Μεχμέτ στις 23.4.1821, οι δε Έλληνες αφοπλίστηκαν χωρίς να δημιουργηθούν οποιαδήποτε επεισόδια. Λίγο αργότερα όμως διατυπώθηκε κατά των Ελλήνων Κυπρίων η κατηγορία ότι είχαν συνεννοηθεί μυστικά με τους υπόλοιπους Έλληνες για να επαναστατήσουν και αυτοί. Η κατηγορία ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν στο νησί επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες είχε μεταφέρει και διανείμει ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, και αποθήκευση πυρίτιδας στην εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, που πιστεύεται ότι είχε παρακινηθεί και από την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν για να πλουτίσει κατάσχοντας και αρπάζοντας περιουσίες των θυμάτων του, ετοίμασε κατάλογο 486 σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, που τον έστειλε στην Πύλη συνοδεύοντάς τον με κατηγορίες κατά των αναφερομένων ατόμων ότι ετοίμαζαν και εδώ επανάσταση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων και πολλών προκρίτων και παραγόντων. Ακόμη, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε αίτηση για αποστολή στην Κύπρο οθωμανικού στρατού. Η Πύλη ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλνοντας στο νησί περί τις 4.000 στρατιώτες (Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, στ'), ταυτόχρονα δε ο σουλτάνος Μαχμούτ υπέγραψε το διάταγμα για την εκτέλεση των Ελλήνων Κυπρίων του καταλόγου που του είχε υποβληθεί.
Παρά το ότι μερικοί σημαίνοντες Τούρκοι της Κύπρου προσπάθησαν να περιορίσουν την έκταση των σφαγών, υποστηρίζοντας ότι ο κατάλογος των προγραφών ήταν υπερβολικά μακρύς, εντούτοις ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τους 486 του καταλόγου. Την τουρκική θηριωδία επαύξαναν, ασφαλώς, και οι ειδήσεις που έφθαναν από την Ελλάδα και που μιλούσαν για ελληνικές νίκες εκεί και για επικράτηση της επανάστασης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων, περιλαμβάνονταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο αρχιδιάκονος Μελέτιος, ο Γεώργιος Μασούρας από τη Λεμεσό που έφερε τον τίτλο του καππί κεχαγιά (= επιτετραμμένου), ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Δοσίθεος του μοναστηριού του Ομόδους, ο Λαυρέντιος ιερέας της εκκλησίας Φανερωμένης, ο Πέτρος Οικονομίδης και ο Γιαννάκης Αντωνόπουλος δημογέροντες, οι άρχοντες Μιχαήλ Γλυκύς, Χατζηνικόλας Ζωγράφος, Χατζηνικόλας Κορνέσιος αδελφός του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, ο Σ. Σολωμής προύχοντας της Μόρφου, ο αδελφός του Χατζηκυριάκος Σολωμής προύχοντας της Σολιάς, ο Χατζησάββας συγγενής του αρχιεπισκόπου, οι Λαρνακείς Συμεών Ηλιάσης, Παυλής Χάρτας, Νικόλας Τσικκίνης, Νικόλας Φράγκος και Πετράκης Δημητρίου, οι Λεμεσιανοί Χρ. Αραπούδης, Ανδρέας Δαβίδ, Χατζηλίας προύχοντας της Λαπήθου όπως κι ο Χατζηνικόλας Λαυρεντίου, οι Κυθρεώτες Χατζηιωνάς και Χατζηαττάλλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι εκτεταμένες σφαγές συνοδεύτηκαν και από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, μοναστηριών και οικιών, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά πληρώθηκαν στους Τούρκους και από οικογένειες συλληφθέντων για να σωθούν ή για να μπορέσουν να διαφύγουν. Πολλοί δεν το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι τα προξενεία της Λάρνακας όπου και βρήκαν καταφύγιο κι απ' όπου αναχώρησαν για το εξωτερικό (Ελλάδα, Αίγυπτο, Ευρώπη). Το όργιο αίματος και λεηλασιών διάρκεσε πολλές μέρες και στον γνωστό κατάλογο των θυμάτων πρέπει να προστεθούν και πολλά άλλα θύματα, κυρίως στην ύπαιθρο, που τα ονόματά τους παρέμειναν άγνωστα.
Το πλήγμα για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, που λίγο πιο πριν είχε κληθεί και είχε παραδώσει και τον οπλισμό που κατείχε, ήταν βαρύτατο. Ως εκ τούτου, ήταν πια αδύνατο να μπορέσει η Κύπρος ν' ακολουθήσει την ελληνική επανάσταση έστω και με καθυστέρηση.
Ως απορρέουσες από την επανάσταση επιπτώσεις, μπορούμε να θεωρήσουμε τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν κατά τη διάρκειά της για απελευθέρωση της Κύπρου. Για τις προσπάθειες αυτές γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.
Τέλος, ως μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, μπορούμε να θεωρήσουμε την γέννηση του ενωτικού κινήματος των Ελλήνων της Κύπρου και τις ποικίλες προσπάθειες που κατεβλήθησαν κατά τα επόμενα εκατόν και πλέον χρόνια για ένωση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος το οποίο ιδρύθηκε από την επανάσταση του 1821. Για τις προσπάθειες αυτές, που άρχισαν ήδη από το 1825 και στα 1828 επί ημερών του Ιωάννη Καποδίστρια, βλέπε λήμμα ένωσις.