Με τη λέξη ελαιοτριβείο (στην Κύπρο λέγεται ελιόμυλος) εννοούμε τόσο τις εγκαταστάσεις όπου αλέθονται οι ελιές και παράγεται το λάδι, όσο και τον χώρο ή το οικοδόμημα όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις αυτές.
Όπως είναι γνωστό, οι κάτοικοι της Κύπρου γνώριζαν την ελιά από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια. Αργότερα, φαίνεται ότι η παραγωγή λαδιού γινόταν υπό την επίβλεψη ή την ευθύνη ιερών, όπως εξάλλου μέχρι και πρόσφατα η παραγωγή λαδιού ήταν συνδεδεμένη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τις εκκλησίες. Σήμερα πολύ συχνά απαντώνται απομεινάρια ελαιοτριβείων σε περιβόλους εκκλησιών.
Στη Λευκωσία για παράδειγμα (περιοχή ΠΑΣΥΔΥ) βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών τα κατάλοιπα αρχαίου ελαιοτριβείου (των Ελληνιστικών χρόνων) δίπλα στα κατάλοιπα μικρού ιερού. Το ίδιο φαίνεται ότι συνέβαινε και κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια κι αργότερα. Οι εντελώς πρόσφατες ανασκαφές στην βασιλική της Αγίας Κυριακής (Χρυσoπολίτισσας) στην Κάτω Πάφο, έφεραν στο φως μεταξύ των πολλών σκόρπιων αρχιτεκτονικών μελών και κομμάτια από εγκατάσταση ελαιοτριβείου.
Βλέπε λήμμα: Αγία Κυριακή- Χρυσοπολίτισσα
Στην τοποθεσία «Βούρνες» του χωριού Μαρώνι οι πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, και τα κατάλοιπα ενός δωματίου με εγκαταστάσεις ελαιοπιεστηρίου. Πρόκειται για το αρχαιότερο, ίσως, ελαιοτριβείο που έχει βρεθεί στην Κύπρο, αφού οι προκαταρκτικές χρονολογήσεις το τοποθετούν στον 13ο π.Χ. αιώνα. Βρέθηκε, μεταξύ άλλων, η ειδική πέτρινη βάση πάνω στην οποία γινόταν η συμπίεση των ελιών. Κοντά στο δωμάτιο με το ελαιοτριβείο βρέθηκαν και αποθηκευτικοί χώροι.
Άλλες πρόσφατες ανασκαφές (1990) στην παράκτια τοποθεσία «Στυλλάρκα» του χωριού Κούκλια (επαρχία Πάφου) φαίνεται ότι έχουν λύσει οριστικά και το μυστήριο των αρχαίων τρυπημένων μονόλιθων που απαντώνται σε διάφορα μέρη της Κύπρου κι είναι φορτωμένοι με πλήθος θρύλους και παραδόσεις. Οι πρόσφατες ανασκαφές απέδειξαν ότι οι τόσο μυστηριώδεις αυτοί μονόλιθοι σχετίζονταν άμεσα με την παραγωγή λαδιού. Ήταν, δηλαδή, τμήματα από αρχαίες εγκαταστάσεις ελαιοτριβείων.
Στην τοποθεσία «Στυλλάρκα» του χωριού Κούκλια στέκουν δυο τεράστιοι μονόλιθοι, ο ένας δίπλα στον άλλο. Έχουν ύψος 3, 55 μέτρα πάνω από το έδαφος, ενώ εισχωρούν «φυτεμένοι» στο έδαφος περίπου άλλα 2 μέτρα. Το βάρος του κάθε ενός υπολογίζεται περίπου σε 14 τόνους. Έχουν και οι δυο, στο κέντρο τους, μια μεγάλη ορθογώνια τρύπα, πλάτους 0,40 μ. και ύψους 0,90 μ. Άλλοι παρόμοιοι μονόλιθοι (όχι όμως σε ζεύγη αλλά μόνοι τους) υπάρχουν σε περιοχές των χωριών Αγία Νάπα, Άγιος Φώτιος, Άγιος Θωμάς, Ανώγυρα, Αρχιμανδρίτα, Γεροβάσα, Δορά, Πάχνα, Πισσούρι, Πλατανίσκια και αλλού ακόμη. Σε άλλες περιοχές (όπως λ.χ. στο χωριό Φασούλα της επαρχίας Λεμεσού) υφίσταντο επίσης τέτοιοι μονόλιθοι αλλά έχουν καταστραφεί ή και μετακινηθεί. Όλοι έχουν ένα μεγάλο άνοιγμα (τρύπα).
Το μυστήριο των μονόλιθων αυτών απασχόλησε πολλούς για πολλά χρόνια. Ο περιβόητος αρχαιοκάπηλος Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ταύτισε τους μονόλιθους προς ιερά της θεάς Αφροδίτης. Λίγο αργότερα ο Ohnefalsch - Richter απεφάνθη ότι οι μονόλιθοι ήσαν λατρευτικά αντικείμενα σε συνδυασμό με δενδρολατρία. Επίσης ο Γάλλος ερευνητής Deshamps θεώρησε ότι επρόκειτο για μενίρς (menhirs, μεγαλιθικά προϊστορικά μνημεία της Δυτικής Ευρώπης). Άλλοι εξέφραζαν κατά καιρούς άλλες απόψεις. Από τη δική τους πλευρά, οι Κύπριοι χωρικοί θεωρούσαν ότι οι μονόλιθοι αυτοί με το μεγάλο άνοιγμα στο κέντρο είχαν μαγικές ή θεραπευτικές ιδιότητες. Σε μερικές περιοχές συνδέθηκαν με λατρεία αγίων. Αλλού εθεωρείτο ότι σηματοδοτούσαν μέρη με κρυμμένους θησαυρούς. Ο Hogarth γράφει ότι στο χωριό Ανώγυρα οι γυναίκες περνούσαν μέσα από το άνοιγμα τέτοιου μονόλιθου για να τεκνοποιήσουν. Γενικά οι μυστηριώδεις αυτοί μονόλιθοι φορτίστηκαν, μέσα στους αιώνες, με πλήθος από θρύλους και παραδόσεις.
Περιορισμένης έκτασης αρχαιολογικές έρευνες έχουν γίνει στις τοποθεσίες «Συκιές» και «Ἁγιος Στέφανος» του χωριού Πάχνα, όπου υπάρχουν τέτοιοι μονόλιθοι, ενώ εκτενέστερες ανασκαφές έγιναν στα «Στυλλάρκα» των Κουκλιών όπου υπάρχει το ζεύγος των μονόλιθων. Οι ανασκαφές στα «Στυλλάρκα» απεκάλυψαν, μπροστά από τους δυο μονόλιθους, ένα δάπεδο από βότσαλα και υδραυλικό κονίαμα, πλάτους 1,75 μέτρων και μήκους πέραν των 13 μέτρων. Μεταξύ του δαπέδου και των μονόλιθων απεκαλύφθησαν 5 μεγάλες δεξαμενές μέσα στο έδαφος, κυκλικού σχήματος, μέσης διαμέτρου 2,35 μέτρων και βάθους 2 μέτρων. Στον πυθμένα τους υπάρχει κυκλικό βαθούλωμα διαμέτρου 0,84 μέτρων και βάθους μισού μέτρου. Κάθε δεξαμενή φέρει μικρό ορθογώνιο άνοιγμα στη μια της άκρη. Οι εσωτερικές επιφάνειες των δεξαμενών είναι καλυμμένες με σκληρό υδραυλικό κονίαμα. Έχει βρεθεί επίσης ένα πέτρινο βάρος, διαστάσεων 1,37X0,65X0,35 μέτρων, βάρους περίπου 830 χλγρ.
Τα ευρήματα αυτά πείθουν ότι επρόκειτο για εγκαταστάσεις αρχαίου ελαιοτριβείου, του οποίου οι δυο μονόλιθοι αποτελούσαν τμήμα. Οι τρύπες των μονόλιθων ήταν υποδοχές μεγάλων ξύλινων μοχλών, μήκους περίπου 6 μέτρων. Οι μοχλοί εχρησιμοποιούντο για συμπίεση των ελιών στο απέναντι δάπεδο. Μικρά κανάλια διοχέτευαν το προϊόν της συμπίεσης (= το λάδι) στις δεξαμενές για διαχωρισμό, και τελικά, συγκέντρωση του λαδιού.
Μέσα στις δεξαμενές και ολόγυρα βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκαν σε ναό δωρικού ρυθμού των Ελληνιστικών χρόνων. Αποδεικνύεται έτσι ότι κάποιος ναός υφίστατο στην περιοχή, οπότε για μια ακόμη φορά η παραγωγή λαδιού συνδέεται με κάποιο χώρο λατρείας.
Ίχνη παρομοίων εγκαταστάσεων για συμπίεση των ελιών και για συγκέντρωση λαδιού διακρίνονται και κοντά σε άλλους μονόλιθους σε διάφορα μέρη.
Τις ανασκαφές έκανε ο αρχαιολόγος Σοφοκλής Χατζησάββας, που έκανε και γενικότερες έρευνες σχετικά με την παραγωγή λαδιού κατά την Αρχαιότητα και αργότερα στην Κύπρο και προέβη σε σχετικές δημοσιεύσεις.
Οι εγκαταστάσεις στα «Στυλλάρκα» υπολογίζεται ότι ήσαν σε χρήση μέχρι και τον 7ο μ.Χ. αιώνα, οπότε καταστράφηκαν πιθανότατα λόγω των αραβικών επιδρομών.
Η οριστική εγκατάλειψη της μεθόδου συμπίεσης των ελιών με τη χρήση μοχλού, άρα και με τη χρήση τέτοιων μονόλιθων, συνέβη με την ανακάλυψη και χρήση του σπειρωτού κοχλία. Τότε κατασκευάστηκαν ξύλινα ελαιοπιεστήρια με τα οποία οι ελιές συνθλίβονταν αφού η περιστροφική κίνηση του κοχλία ασκούσε την απαραίτητη πίεση στους καρπούς. Το κοχλιωτό πιεστήριο θεωρείται ως πιθανή ελληνική εφεύρεση του 2ου ή 1ου π.Χ. αιώνα, που χρησιμοποιήθηκε κι από τους Ρωμαίους. Δεν είναι όμως γνωστό από πότε άρχισε να χρησιμοποιείται για εργασίες όπως η εξαγωγή λαδιού, κι ούτε είναι γνωστό πότε εισήχθη στην Κύπρο.
Αλλά και σήμερα, μπορεί κανένας να δει εγκαταλειμμένους ελιόμυλους σε περιβόλους εκκλησιών της κυπριακής υπαίθρου, γιατί συνήθως οι αυλές των εκκλησιών εχρησιμοποιούντο και ως χώροι όπου ετοποθετούντο οι εγκαταστάσεις για την εξαγωγή λαδιού, κυρίως κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, οπότε οι σχετικές εργασίες και η όλη παραγωγή λαδιού χρειάζονταν την προστασία της Εκκλησίας. Η σύνδεση, εξάλλου, της ελιάς ως ιερού δέντρου και του λαδιού ως υγρού με ποικίλες χρήσεις κατά τα εκκλησιαστικά μυστήρια, με την ίδια την Εκκλησία, συνέτεινε σημαντικά στη στενότερη σχέση εκκλησιών και ελαιοτριβείων.
Ένας άλλος λόγος για την εγκατάσταση ελαιοτριβείων σε περιβόλους εκκλησιών ή σε χώρους που ανήκαν σε εκκλησίες ή μοναστήρια ή μητροπόλεις, ήταν ότι οι ίδιες οι εκκλησίες ή τα μοναστήρια ήταν οι ιδιοκτήτες ελαιώνων, συνεπώς και οι παραγωγοί ελαιολάδου, άρα και οι κάτοχοι ελαιοτριβείων τα οποία χρησιμοποιούσαν και οι αγρότες. Άλλα πάλι ελαιοτριβεία δημιουργούνταν με κοινή συνεισφορά των κατοίκων μιας κοινότητας που παρήγε λάδι, κι εφόσον ήταν ιδιοκτησία της κοινότητας ετοποθετούντο και σε δημόσιο χώρο, όπως ο περίβολος μιας εκκλησίας.
Η όλη εργασία που διεξαγόταν στο ελαιοτριβείο περιελάμβανε:
α) Το πλύσιμο των καρπών της ελιάς,
β) Το άλεσμά τους σε μεγάλο πέτρινο μύλο.
γ) Τη συμπίεση της αλεσμένης μάζας για να τρέξει και να συγκεντρωθεί το λάδι.
δ) Τη συλλογή και του υπολοίπου ελαιολάδου με τη βοήθεια νερού: ζεστό νερό ριχνόταν στη συμπιεσμένη αλεσμένη μάζα ώστε να παρασύρει και το υπόλοιπο του ελαιολάδου. Νερό και λάδι συγκεντρώνονταν σε πέτρινη στέρνα, όπου το λάδι επέπλεε και μαζευόταν.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν πιο σύγχρονες μέθοδοι, όπως η μέθοδος της φυγοκέντρησης που ξεχωρίζει το καθαρό λάδι από τη μούργα και το νερό. Σήμερα η όλη διαδικασία εξαγωγής του λαδιού γίνεται με σύγχρονα μηχανήματα, όπως ο μύλος, το υδραυλικό πιεστήριο κλπ. Παλαιότερα η εργασία γινόταν στο ύπαιθρο, οι δε εγκαταστάσεις αποτελούνταν βασικά από τον μύλο και το πιεστήριο.
Ο μύλος ήταν μεγάλη πέτρινη λαξευτή στέρνα κυκλικού σχήματος. Μέσα σ’ αυτήν βρισκόταν όρθια η στρογγυλή μυλόπετρα. Στο κέντρο της η μυλόπετρα είχε τρύπα απ’ όπου περνούσε μεγάλος ξύλινος άξονας. Τον άξονα αυτό τον γύριζαν ζώα (κυρίως γαϊδούρια), που βάδιζαν κυκλικά γύρω από τη στέρνα. Η κίνηση αυτή έδινε περιστροφική κίνηση στη μυλόπετρα, η οποία έτσι κυλούσε κυκλικά μέσα στη στέρνα συνθλίβοντας τις ελιές που ρίχνονταν σ’ αυτήν.
Το πιεστήριο ήταν κατά την αρχαιότητα οριζόντιο. Μια μεγάλη πέτρα με επίπεδη επιφάνεια εχρησιμοποιείτο ως χώρος πίεσης. Μια μεγάλη δοκός, τοποθετημένη οριζόντια, είχε στη μια της άκρη πέτρινο βάρος. Η δοκός στερεωνόταν σε βάση στο μέσο του μήκους της. Όταν η αντίθετη άκρη της δοκού ανυψωνόταν, όπως ένας μοχλός, τότε η άλλη της άκρη με το βάρος κατέβαινε και πίεζε τις ελιές που ήσαν τοποθετημένες στην επίπεδη επιφάνεια της πέτρας. Κάτω απ’ αυτήν βρίσκονταν πήλινα δοχεία, στα οποία συγκεντρωνόταν το λάδι. Κάπου κοντά υπήρχαν εγκαταστάσεις για βράσιμο του νερού, που διοχετευόταν στο πιεστήριο.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν άλλοι τύποι κάθετων πιεστηρίων. Οι αλεσμένες ελιές ετοποθετούντο στον άξονα του κάθετου πιεστηρίου, μέσα σε στρογγυλά ζεμπίλια ειδικά κατασκευασμένα, που έφεραν τρύπα στη μέση για να μπορούν να τοποθετούνται στον άξονα του πιεστηρίου.
Η ελιά, και κατ’ ακολουθίαν και το ελαιόλαδο, παραμένει σταθερά ένα των βασικότερων προϊόντων της Κύπρου, το πέμπτο στη σειρά από άποψη όγκου παραγωγής, μετά τα δημητριακά (κυρίως σιτάρι και κριθάρι), τις πατάτες, τα εσπεριδοειδή και τα σταφύλια. Ωστόσο η παραγωγή ελιάς, που κυμαίνεται γύρω στους 28.000 τόνους ετησίως, δεν αρκεί, σε ελιά και σε λάδι, για τη ντόπια κατανάλωση και δεν αποτελεί σημαντικό εξαγωγικό είδος. Αντίθετα, γίνεται εισαγωγή τόσο ελιάς διαφόρων ποικιλιών όσο και ελαιόλαδου, κυρίως από την Ελλάδα. Η πράσινη και η μαύρη ελιά παραμένουν μόνιμα στο διαιτολόγιο των Κυπρίων ενώ και η κυπριακή κουζίνα κάνει ευρεία χρήση του ελαιολάδου.
Τόσο στις κατεχόμενες περιοχές, κυρίως στην Καρπασία αλλά και κατά μήκος των πλαγιών της οροσειράς του Πενταδακτύλου, όσο και στις ελεύθερες περιοχές, σε όσες ιδιαίτερα έχουν πληγεί από την αστυφιλία, πάρα πολλά ελαιόδεντρα εγκαταλείφθηκαν και παραμένουν σε ημιάγρια πλέον κατάσταση.
Α.ΠΑΥΛΙΔΗΣ