Καθ’ όλη την περίοδο των 82 χρόνων της αγγλικής κατοχής της Κύπρου (1878- 1960) και παρά το ότι οι Βρετανοί είχαν καταβάλει κατά καιρούς προσπάθειες να ελέγχουν και κατευθύνουν την εκπαίδευση, η παιδεία παρέμεινε σ' ένα πολύ μεγάλο βαθμό ως υπόθεση των κοινοτήτων του νησιού. Η ελληνική κοινότητα, με πρωτοστάτη την Εκκλησία, είχε την ευθύνη για τη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων και τη μόρφωση των νέων του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου. Παράλληλα, η τουρκική κοινότητα χειριζόταν τα ζητήματα που αφορούσαν την εκπαίδευση των Τούρκων, ενώ δικά τους εκπαιδευτήρια είχαν και οι σχετικά ολιγάριθμοι Αρμένιοι.
Το 1878, όταν οι Άγγλοι ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του νησιού, η εκπαίδευση στην Κύπρο ήταν περίπου υποτυπώδης ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήσαν αγράμματοι. Υπολογίζεται ότι σ’ ολόκληρο το νησί λειτουργούσαν τότε μόνο 83 ελληνικά σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και 65 τουρκικά, ενώ σε πολλά χωριά παρεχόταν από ιερείς ή άλλους μια εντελώς βασική μόρφωση που συνίστατο κυρίως στη μη ικανοποιητική διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Σύμφωνα προς έκθεση που συνέταξε ο αιδεσιμότατος F.D. Newham το 1879, κατά τον χρόνο της αγγλικής κατοχής της Κύπρου, δηλαδή κατά το 1878, λειτουργούσαν στο νησί τα ακόλουθα σχολεία:
ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΩΑΜΕΘΑΝΙΚΑ
Λευκωσίας 21 28
Λάρνακας 12 8
Λεμεσού 20 4
Αμμοχώστου 10 8
Κερύνειας 8 5
Πάφου 12 12
Σύνολο 83 65
Ο Άγγλος ύπατος αρμοστής συνταγματάρχης Μπίνταλφ αναφέρει επίσης σε έκθεση του ημερομηνίας 27 Ιουλίου 1880, ότι λειτουργούσαν στο νησί τότε 76 χριστιανικά και 64 μωαμεθανικά σχολεία.
Σχολές μέσης εκπαιδεύσεως λειτουργούσαν μόνο στις πόλεις (εκτός της Κερύνειας). Το ποσοστό των αγράμματων Κυπρίων ήταν τρομακτικά ψηλό και ξεπερνούσε το 80%. Στις αρχές του 20ού αιώνα υπολογίζεται ότι μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 38% των παιδιών, Ελλήνων και Τούρκων, φοιτούσαν σε σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό, ιδιαίτερα για τη μέση εκπαίδευση. Το 1901, σύμφωνα προς αγγλικά στοιχεία, φοιτούσαν σε σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως οι ακόλουθοι Έλληνες μαθητές:
ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΡ. ΜΑΘΗΤΩΝ
Παγκύπριο Γυμνάσιο 200
Ελληνική Σχολή Λάρνακας 90
Ελληνική Σχολή Λεμεσού 85
Ελληνική Σχολή Πάφου 24
Ελληνική Σχολή Αμμοχώστου 20
Σύνολο 419
ΣΗΜ: Εκτός από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, οι υπόλοιπες Σχολές δεν ήσαν αναγνωρισμένες ως δευτεροβάθμιες.
Μετά από μια 10ετία, και ύστερα από 33 χρόνια αγγλικής κατοχής, δηλαδή στα 1911, υπολογίζεται ότι το ποσοστό των αγράμματων Κυπρίων ανερχόταν ακόμη στο 75% περίπου. Συγκεκριμένα, κατά το 1911, επί συνολικού πληθυσμού 274.108 κατοίκων, η εικόνα σχετικά με τη μόρφωση παρουσιαζόταν ως ακολούθως:
ΦΥΛΟ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΣΥΝΟΛΟ
ΓΡΑΦΟΥΝ ΜΟΝΟ
Άρρενες 53.841 1.012 84.530 139.383
Θήλεις 17.044 1.519 116.162 134.725
Σύνολο 70.885 2.531 200.692 274.108
20 χρόνια αργότερα (απογραφή του 1931), η κατάσταση παρουσιαζόταν ως εξής, επί συνολικού αριθμού 347.959 κατοίκων:
ΦΥΛΟ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΣΥΝΟΛΟ
ΓΡΑΦΟΥΝ
Άρρενες 102.065 70.689 172.754
Θήλεις 55.063 120.142 175.205
Σύνολα 157.128 190.831 347.959
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χειρότερη μοίρα βρίσκονταν πάντοτε οι γυναίκες της Κύπρου, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης. Σύμφωνα προς την επόμενη απογραφή, που έγινε το 1946, η κατάσταση παρουσιάζεται κατά πολύ βελτιωμένη, όχι όμως ικανοποιητική.
Σύμφωνα προς τα αγγλικά αρχεία, σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Κύπρου είχε τεθεί το ερώτημα: «Μπορείτε να γράψετε ή και να διαβάσετε γράμματα που αποστέλλονται με το ταχυδρομείο;»
Το αποτέλεσμα, επί συνόλου 450.114 κατοίκων, έδειξε:
ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΣΥΝΟΛΟ
ΓΡΑΦΟΥΝ ΜΟΝΟ
Αριθμοί 242.291 10.199 197.624 450.114
Ποσοστά 53,8% 2,3% 43,9% 100%
Βλέπουμε δηλαδή ότι από την έναρξη της αγγλικής κατάκτησης της Κύπρου, μέχρι το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, το ποσοστό των αγράμματων Κυπρίων μειώθηκε στο μισό περίπου (στη διάρκεια 68 χρόνων). Ωστόσο, φαίνεται από τα πιο πάνω στοιχεία ότι μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου μόνο λίγο περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της Κύπρου ήσαν σε θέση να γράψουν ή και να διαβάσουν ένα απλό γράμμα που στέλνεται με το ταχυδρομείο. Από το ποσοστό αυτό (53,8%), εκείνοι που είχαν κάποια ικανοποιητική μόρφωση πέρα από το επίπεδο του να γράφουν ή να διαβάζουν ένα γράμμα, ήσαν ακόμη πιο λίγοι. Χαρακτηριστικός του επιπέδου μόρφωσης κατά το 1946 είναι ο πιο κάτω πίνακας:
|
ΑΡΡΕΝΕΣ |
ΘΗΛΕΙΣ |
||||
ΕΚΠΑΙΔ. |
ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ
|
ΜΕΣΗ
|
ΑΝΩΤΕΡΗ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ
|
ΜΕΣΗ
|
ΑΝΩΤΕΡΗ
|
ΗΛΙΚΙΕΣ |
ΠΟΣΟΣΤΑ |
ΠΟΣΟΣΤΑ |
||||
20-24 |
93.5 |
18.3 |
1.3 |
76.4 |
8.8 |
0.8 |
25-34 |
90.1 |
15.7 |
2.4 |
59.6 |
8.8 |
1.5 |
35-44 |
82.0 |
13.8 |
3.5 |
40.8 |
5.5 |
1.3 |
45-64 |
67.1 |
8.2 |
2.3 |
21.7 |
2.2 |
0.9 |
65 και άνω |
42.3 |
5.9 |
1.4 |
8.2
|
1.9 |
0.3
|
Ο πίνακας αυτός είναι πολύ εύγλωττος. Αποδεικνύει ότι και πάλι οι γυναίκες βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους άντρες. Αποδεικνύει ακόμη ότι τα ποσοστά εκείνων που είχαν δεχθεί δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξακολουθούσαν να είναι χαμηλά, ενώ πάρα πολύ χαμηλά ήταν τα ποσοστά όσων είχαν σπουδάσει σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, επί όλων των ηλικιών.
Είναι γεγονός ότι οι Άγγλοι όταν κατέλαβαν την Κύπρο το 1878, βρήκαν ένα νησί που διαβίωνε κάτω από εντελώς απαράδεκτες κοινωνικές συνθήκες, αποτέλεσμα της κάκιστης τουρκικής διακυβέρνησης που είχε κρατήσει 308 συνεχή χρόνια (1570/71 - 1878). Μεταξύ των προτεραιοτήτων που είχαν θέσει οι Άγγλοι από τα πρώτα κιόλας χρόνια της αγγλικής κατοχής, ήταν η παιδεία. Το 1878 λειτουργούσαν στο νησί 83 ελληνικά σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, που αυξήθηκαν σημαντικά κατά τα επόμενα χρόνια:
ΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
1878 83
1885 176
1890 223
1900 264
1910 322
Αξίζει ν' αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από τη συγκέντρωση των νόμων που είχαν θεσπίσει οι Βρετανοί από το 1878 κ.ε. (The Statute Laws of Cyprus, 1878 -1906, Λευκωσία, 1913), η πρώτη νομοθεσία που σχετιζόταν με την εκπαίδευση είχε θεσπιστεί το 1892 (Νόμος 7/1892) και αφορούσε τα προσόντα των διδασκάλων. Τρία χρόνια αργότερα, θεσπίστηκε ο πρώτος νόμος Περί Παιδείας (Νόμος 18 του 1895), που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1905, οπότε ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε με άλλο. Ο Νόμος 14 του 1897 ήταν πάλι Περί Παιδείας, συμπληρωματικός του προηγούμενου, και ίσχυσε κι αυτός μέχρι το 1905.
Το 1905, επί ημερών του ύπατου αρμοστή σερ Τσαρλς Α. Κίγκ - Χάρμαν (1904 - 1911), θεσπίστηκαν δυο νόμοι σχετικοί με την εκπαίδευση, ο Νόμος 5 του 1905 Περί Παιδείας και ο Νόμος 10 του 1905 Περί Μέσης Παιδείας.
Ο Νόμος 5, Περί Παιδείας (πλήρης τίτλος του ήταν: Περί συναρμολογήσεως καί τροποποιήσεως τῶν Νόμων τῶν ἀφορώντων τά τῆς ἱδρύσεως καί διαχειρίσεως δημοτικῶν ἐν Κύπρῳσχολείων καί περί λήψεως προνοίας τινός περί τῆς μέσης παιδείας) επιβεβαίωνε ή και τροποποιούσε τους προηγούμενους νόμους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ταυτόχρονα δε περιείχε και αξιοσημείωτες νέες πρόνοιες. Ο Νόμος έκανε σαφή διαχωρισμό της μουσουλμανικής και της ελληνικής χριστιανικής εκπαιδεύσεως και πρόβλεπε τη σύσταση Εκπαιδευτικών Συμβουλίων τα οποία θέλουσι διακανονίζει και ἀποφασίζει ὁριστικῶς πάντα τά ζητήματα τά σχετιζόμενα πρός τήν ἐν τοῖς Σχολείοις τῆς Κύπρου ἐκπαίδευσιν, τήν τε Μουσουλμανικήν καί τήν Ἑλληνικήν Χριστιανικήν καί θέλουσι συμβουλεύει καί βοηθεῖτόν Μέγαν Ἁρμοστήν ἐν τῇδαπάνῃτῶν κατ' ἒτος ὑπέρ τῆς παιδείας ψηφιζομένων ποσῶν.
Το Μουσουλμανικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο αποτελούσαν ο (Βρετανός) αρχιγραμματέας ή αντιπρόσωπός του ως πρόεδρος, και ο αρχικαδής ή εκπρόσωπός του, ο μουφτής, ένας εκπρόσωπος του Εβκάφ, ένας Τούρκος βουλευτής του Νομοθετικού Συμβουλίου και 6 εκλελεγμένα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας (ένα από κάθε επαρχία) που εκλέγονταν κάθε 2 χρόνια.
Παρόμοια, το Ελληνικό Χριστιανικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο αποτελούσαν ο (Βρετανός) αρχιγραμματέας ή αντιπρόσωπός του ως πρόεδρος, και ο αρχιεπίσκοπος ή εκπρόσωπός του, τρεις Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου και 6 εκλελεγμένα μέλη της ελληνικής κοινότητας (ένα από κάθε επαρχία) που εκλέγονταν κάθε 2 χρόνια.
Πέραν των Εκπαιδευτικών Συμβουλίων, στην κάθε μια από τις 6 επαρχίες της Κύπρου υφίστατο Επαρχιακή Εκπαιδευτική Επιτροπή για τα ελληνικά και άλλη παρόμοια Επιτροπή για τα τουρκικά σχολεία.
Την Επαρχιακή Εκπαιδευτική Επιτροπή για τα ελληνικά σχολεία της επαρχίας αποτελούσαν ο (Άγγλος) διοικητής της επαρχίας ως πρόεδρος, ο μητροπολίτης της επαρχίας και 4 μέλη που εκλέγονταν από την ελληνική κοινότητα της επαρχίας.
Την Επαρχιακή Εκπαιδευτική Επιτροπή για τα τουρκικά σχολεία της επαρχίας αποτελούσαν ο (Άγγλος) διοικητής ως πρόεδρος, ο καδής της επαρχίας και 4 μέλη που εκλέγονταν από την τουρκική κοινότητα της επαρχίας.
Τα δυο Εκπαιδευτικά Συμβούλια είχαν αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, στη σύνταξη των κανονισμών των εκπαιδευτηρίων, στον καθορισμό των διδασκομένων μαθημάτων και των αναλυτικών προγραμμάτων, στην επιλογή των διδακτικών βιβλίων, στον καθορισμό των καθηκόντων των εκπαιδευτικών, στη λήψη αποφάσεων για την ανέγερση και λειτουργία νέων σχολείων κλπ.
Οι Επαρχιακές Εκπαιδευτικές Επιτροπές είχαν αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να προβαίνουν σε συστάσεις στα Εκπαιδευτικά Συμβούλια ως προς το πού και πότε θα ιδρύονταν και θα λειτουργούσαν νέα σχολεία, στον διορισμό και στην παύση δασκάλων, στο να ορίζουν τους μισθούς των δασκάλων, στο να καθορίζουν τα ποσά που κάθε χωριό θα κατέβαλλε ως σχολικό φόρο κλπ.
Τέλος, σε κάθε χωριό όπου υφίστατο ή θα λειτουργούσε δημοτικό σχολείο, θα υπήρχε ή θα συνίστατο Χωριτική Εκπαιδευτική Επιτροπή από 3 έως 5 μέλη. Παρόμοια, και σε περιπτώσεις όπου δημοτικό σχολείο θα λειτουργούσε προς εξυπηρέτηση συμπλέγματος 2 ή περισσοτέρων χωριών. Και στις Επιτροπές αυτές υφίστατο ο διαχωρισμός των κοινοτήτων. Τέτοιες Επιτροπές θα λειτουργούσαν και στις πόλεις. Τα καθήκοντα των Χωριτικών Εκπαιδευτικών Επιτροπών ήταν, μεταξύ άλλων, ο διορισμός και η παύση δασκάλου ή δασκάλων, η σύναψη συμφωνίας περί του μισθού των δασκάλων, ο καθορισμός των εισφορών των κατοίκων για την εκπαίδευση κλπ.
Μεταξύ των άλλων προνοιών του Νόμου 5 του 1905, ήταν και ο καθορισμός των προσόντων των δασκάλων. Ο Νόμος πρόβλεπε ότι οι δάσκαλοι θα κατατάσσονταν σε τρεις κατηγορίες. Οι προαγωγές γίνονταν από Εξεταστικό Συμβούλιο που διοριζόταν από τον ύπατο αρμοστή ύστερα από γνωμοδότηση των Εκπαιδευτικών Συμβουλίων. Σχετικά με τα προσόντα των δασκάλων των τουρκικών σχολείων, καθοριζόταν ότι απαραιτήτως θα ήσαν κάτοχοι διπλώματος μιας των Σχολών Μεκτέπι Ιδαδί ή Δαρ’ ούλ Μουαλλιμίν της Τουρκίας ή απόφοιτοι του Ιδαδί της Κύπρου ή κάτοχοι πιστοποιητικού ικανότητας ύστερα από εξετάσεις του Εξεταστικού Συμβουλίου. Σχετικά με τα προσόντα των δασκάλων των ελληνικών σχολείων καθοριζόταν ότι απαραιτήτως θα ήταν κάτοχοι διπλώματος του Διδασκαλείου του Παγκυπρίου Γυμνασίου ή του Διδασκαλείου του Παρθεναγωγείου Λευκωσίας ή άλλου αναγνωρισμένου Διδασκαλείου ή κάτοχοι άλλου αναγνωρισμένου πιστοποιητικού ή να έχουν επιτύχει σε εξετάσεις του Εξεταστικού Συμβουλίου.
Οι μισθοί των δασκάλων καταβάλλονταν:
α) από εισφορές των κατοίκων κάθε κοινότητας, και
β) από κυβερνητικές επιχορηγήσεις.
Το αναφερόμενο πιο πάνω Διδασκαλείον είναι το Παγκύπριον Διδασκαλείον που ιδρύθηκε ή, σωστότερα, προστέθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στο αντίστοιχο Παρθεναγωγείο για τις νέες, το 1893, και πρόσφερε 2ετή παιδαγωγική κατάρτιση σε αποφοίτους του Παγκυπρίου Γυμνασίου ή του Παρθεναγωγείου, που προορίζονταν να εργαστούν στη συνέχεια ως δάσκαλοι ή δασκάλες. Μέχρι το 1905 ως σχολή μέσης εκπαιδεύσεως αναγνωριζόταν μόνο το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας∙ από τα τουρκικά εκπαιδευτήρια της Κύπρου ως σχολές μέσης εκπαιδεύσεως αναγνωρίζονταν το Ιδαδί της Λευκωσίας και το Βικτωριανό Παρθεναγωγείο της Λευκωσίας (Νόμος 10 του 1905). Τον επόμενο χρόνο (1906) αναγνωρίστηκαν ως ημιγυμνάσια οι Ελληνικές Σχολές Λεμεσού και Πάφου, ενώ εκείνη της Λάρνακας μετετράπη το 1911 σε Εμπορικό Λύκειο. Το 1912 ιδρύθηκαν τα πρώτα δευτεροβάθμια εκπαιδευτήρια στην ύπαιθρο, που ήσαν οι Σχολές Πεδουλά και Λεμύθου. Στο μεταξύ, η Αγγλική Σχολή της Λευκωσίας είχε ήδη ιδρυθεί από το 1900 και μονιμοποιήθηκε το 1928, ενώ το 1908 ιδρύθηκε και η Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Αμερικανική Ακαδημία ιδρύθηκε και στη Λευκωσία το 1922. Το 1924 αναγνωρίστηκε από την Ελλάδα ως ισότιμο Γυμνάσιο και εκείνο της Αμμοχώστου. Στην Κερύνεια, λειτούργησε ανώτερη Ελληνική Σχολή από το 1918 (δυο πρώτες τάξεις) που εξελίχθηκε αργότερα σε Γυμνάσιο.
Η ελληνική κοινότητα της Κύπρου διατήρησε καθ’ όλη την διάρκεια της αγγλικής κατοχής, πεισματικά, υπό τον έλεγχό της τη μέση εκπαίδευση, ενώ η στοιχειώδης εκπαίδευση ελεγχόταν ως ένα σημαντικό βαθμό από τους Άγγλους, ιδιαίτερα μετά το 1923 οπότε οι δάσκαλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Με πρωτοστάτη όμως την Εκκλησία, οι Έλληνες της Κύπρου εξακολούθησαν μέχρι τέλους της αγγλικής κατοχής να ελέγχουν σχεδόν απόλυτα την μέση εκπαίδευση και τα ελληνικά δευτεροβάθμια εκπαιδευτήρια, εκτός από μερικά (όπως Τεχνικές Σχολές) που είχαν ιδρυθεί από τους Άγγλους. Στις συνεχείς προσπάθειες των Βρετανών να αλώσουν και την μέση εκπαίδευση, σημειώνονταν πάντα θυελλώδεις αντιδράσεις της Εκκλησίας και διαφόρων οργανώσεων. Οι προσπάθειες των Ελλήνων της Κύπρου να διαφυλάξουν την ελληνικότητα των δευτεροβάθμιων, τουλάχιστον, εκπαιδευτηρίων τους, ενισχύονταν σε σημαντικό βαθμό και από την Ελλάδα απ’ όπου αποστέλλονταν στο νησί καθηγητές για υπηρεσία εδώ.
Μέχρι το τέλος της αγγλικής κατοχής (1960) η ελληνική κοινότητα είχε αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των σχολών μέσης παιδείας, με αποτέλεσμα κατά τη μεταβατική περίοδο 1959-1960 να έχουμε την ακόλουθη εικόνα:
ΣΧΟΛΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ/ΤΡΙΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ
Κοινοτικές 21 492 9.191 5.715
Ιδιωτικές 13 197 3.527 2.158
Κυβερνητικές 3 54 710 -
Σύνολα 37 743 13.428 7.873
Σε ό,τι αφορά στη στοιχειώδη εκπαίδευση, κατά το τέλος της αγγλικής κατοχής λειτουργούσαν (1959 - 1960) ελληνικά σχολεία ως εξής:
ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΝΑ
ΔΑΣΚΑΛΟ
Λευκωσίας 151 21.969 601 38
Αμμοχώστου 83 13.339 362 36
Λάρνακας 53 6.793 188 36
Λεμεσού 112 11.782 312 38
Πάφου 90 6.867 198 34
Κερύνειας 36 3.703 100 37
Σύνολα 525 64.453 1.761
Από το πιο πάνω σύνολο σχολείων, ήταν:
Μονοδιδάσκαλα: 134 (μαθητές 4.155)
Διδιδάσκαλα: 143 (μαθητές 9.784)
Με 3 - 5 δασκάλους: 126 (μαθητές 16.380)
Με 6 - 7 δασκάλους: 80 (μαθητές 19.269)
Με 8 - 9 δασκάλους: 31 (μαθητές 9.837)
Με 10 και άνω δασκάλους: 11 (μαθητές 5.028)
Οι συνθήκες στα σχολεία: Στην αρχή της αγγλικής κατοχής της Κύπρου, οι συνθήκες που επικρατούσαν στα σχολεία τα οποία λειτουργούσαν στο νησί ήταν άθλιες. Το προηγούμενο τουρκικό καθεστώς δεν είχε πάρει ποτέ οποιαδήποτε μέτρα υπέρ των ελληνικών σχολείων, που συντηρούνταν με συνδρομές των εκκλησιών και με συνδρομές των κατοίκων κάθε κοινότητας. Οι τελευταίοι, όταν δεν είχαν χρήματα, πλήρωναν τους δασκάλους εις είδος (ψωμί, γάλα, τυρί, κρασί, αυγά κλπ.), που έστελναν συνήθως κάθε Σάββατο, γι’ αυτό κι ο τρόπος αυτός της πληρωμής ήταν γνωστός με την ονομασία σαββαδκιάτικον. Τα τουρκικά σχολεία συντηρούνταν και με επιχορηγήσεις του Εβκάφ αλλά και με κρατική εισφορά που στο τέλος της Τουρκοκρατίας ήταν 500 τουρκικές λίρες.
Αμέσως μετά την αγγλική κατάκτηση του νησιού, στάλθηκε στην Κύπρο ως επόπτης ο Φρανκ Ντάρβελ Νιούχαμ (Frank Darvell Newham), που ίδρυσε το 1900 την Αγγλική Σχολή. Η έκθεση την οποία υπέβαλε τον Νοέμβριο του 1879 ο Νιούχαμ, με τίτλο The System of education in Cyprus, μας δίνει ανάγλυφη την εικόνα των κακών συνθηκών λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων. Αναφέρει για τη Λευκωσία:
...Στα 8 από τα 15 μουσουλμανικά σχολεία της Λευκωσίας δεν διδάσκεται τίποτε άλλο παρά απομνημόνευση του Κορανίου, ενώ σ’ ένα μόνο ...διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή... Εξάλλου τα 4 χριστιανικά σχολεία φαίνεται ότι παρέχουν μάλλον φιλελεύθερη εκπαίδευση που περιλαμβάνει αριθμητική, γεωγραφία και αρχαία ελληνικά. Συντηρούνται κυρίως από την Εκκλησία... επιθεωρούνται υπό του αρχιεπισκόπου και αριθμούν 622 μαθητές και των δυο φύλων...
Για τη Λευκωσία, ο πρώτος Άγγλος διοικητής της Γκόρντον (Gordon) αναφέρει σε δική του έκθεση ότι τα 4 χριστιανικά σχολεία ήσαν: α) του Αγίου Σάββα με 3 δασκάλους και 170 μαθητές 5 - 12 χρόνων, β) του Αγίου Ιωάννη με 2 δασκάλους και 180 μαθητές 5 - 12 χρόνων, γ) η Ελληνική Σχολή με 3 δασκάλους και 92 μαθητές 10 - 18 χρόνων και δ) το Παρθεναγωγείον Φανερωμένης με 4 δασκάλες και 180 μαθήτριες 5 - 17 χρόνων.
Ο διοικητής της Αμμοχώστου Ίνγκλις (Inglis) αναφέρει ότι στην επαρχία του λειτουργούσαν 8 σχολεία μουσουλμανικά με 250 παιδιά και 10 χριστιανικά με 350 παιδιά. Τα μουσουλμανικά επιχορηγούνταν από την κυβέρνηση. Στα Βαρώσια λειτουργούσε ένα ελληνικό σχολείο με 65 μαθητές που διδάσκονταν γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, ιερά ιστορία, ελληνική και γενική ιστορία, όλα από ένα μόνο δάσκαλο. Το 1879 ο επιθεωρητής Σπένσερ (Spencer) αναφέρει για το σχολείο των Βαρωσίων: ...Εις Βαρώσια 52 παιδιά (4 κορίτσια) ήσαν στριμωγμένα σε μια μικρή και άθλια αίθουσα, τόσο κακώς αεριζόμενη ώστε δεν μπορούσα να παραμείνω στην αποπνικτική της ατμόσφαιρα και έφερα τις τάξεις έξω... Υπήρχαν 8 τάξεις ...Ο δάσκαλος εφαίνετο πολύ κατάλληλος, αλλά σε τέτοιο σχολείο απλούστατα είναι αδύνατο να ...γίνει σχολική διδασκαλία.
Για τη Λεμεσό ο διοικητής Ουώρρεν (Warren) αναφέρει: ...Η μεγαλύτερη ανάγκη της πόλης είναι η εκπαίδευση. Το σχολείο που λειτουργεί είναι φτωχό από απόψεως εξοπλισμού και μέσων... Ο λαός είναι σε θέση και θέλει να πληρώσει αρκετό ποσά για την εκπαίδευση των παιδιών του... Πολλά παιδιά πηγαίνουν τώρα στην Αθήνα, στη Βηρυτό και αλλού...
Για την επαρχία Πάφου ο διοικητής της Άρθουρ Γιαγκ (Arthur Young) γράφει:... Η εκπαίδευση είναι παραμελημένη... Λειτουργούν 8 χριστιανικά και 11 μωαμεθανικά σχολεία. Στα χριστιανικά φοιτούν 230 αγόρια και κορίτσια από τα οποία τα 120 διαβάζουν και γράφουν ... Μόνο 2 σχολεία έχουν καλή επίβλεψη και κατάλληλους δασκάλους, στο Κτήμα και στον Κάθηκα. Στα υπόλοιπα υπάρχουν ιερείς....
Ο διοικητής Λάρνακας Κόπχαμ (Cobham) δεν ασχολήθηκε στην έκθεση του με την παιδεία. Ο διοικητής Κερύνειας Στήβενσον (Stevenson) αναφέρει: ... Τα ελληνικά σχολεία, που είναι 8, άνκαι προκαταρκτικά, είναι άριστα. Τα τουρκικά, που είναι 5, βοηθούνται από την κυβέρνηση αλλά δεν εργάζονται τόσο καλά διότι η μόνη μόρφωση που παρέχουν είναι η ερμηνεία του Κορανίου...
Τα ελληνικά σχολεία ήσαν περισσότερο οργανωμένα, γιατί ήδη από το 1898 είχε καταρτιστεί το πρώτο αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο και ακολουθήθηκε απ’ αυτά ως ένα μεγάλο βαθμό. Το πρόγραμμα αυτό, που ετοιμάστηκε από 7μελή επιτροπή, περιελάμβανε τα ακόλουθα μαθήματα: Θρησκευτικά, αριθμητική, γλώσσα, φυσική, ιστορία, γεωγραφία, τέχνη, καλλιγραφία και γυμναστική. Τα μαθήματα γίνονταν με παραδόσεις από τον δάσκαλο, και οι μαθητές μάθαιναν ό,τι ήταν δυνατό για τον καθένα ν’ αποστηθίσει και να θυμάται. Το πρόγραμμα αυτό παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1935, οπότε αναθεωρήθηκε, με την κατάργηση του μαθήματος της καλλιγραφίας και την προσθήκη νέων μαθημάτων που ήταν η μουσική, η υγιεινή, η οικιακή οικονομία και η αγγλική γλώσσα. Το μάθημα της αγγλικής γλώσσας (που η διδασκαλία του προκάλεσε πολλές μαθητικές και άλλες αντιδράσεις, κυρίως κατά την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα) διδασκόταν στις δυο τελευταίες τάξεις των δημοτικών σχολείων. Το αναλυτικό πρόγραμμα αναθεωρήθηκε ξανά κατά την μεταβατική περίοδο 1959-60.
Σε διάφορες περιόδους κατά την Αγγλοκρατία, λειτούργησαν και 7τάξια ή ακόμη και 8τάξια δημοτικά σχολεία, που σκοπό είχαν να παρέχουν - κυρίως στην ύπαιθρο - επιπλέον εκπαίδευση σε μαθητές που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν γυμνασιακά μαθήματα.
Οι συνθήκες αυτές, καθόλου ιδανικές, ήσαν εκείνες που είχαν διαμορφωθεί κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, και συνεχίστηκαν και κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής. Βλέπουμε ότι τα μεν τουρκικά σχολεία, που λειτουργούσαν με επιχορηγήσεις της κυβέρνησης, του Εβκάφ και άλλους πόρους, πρόσφεραν στη μεγάλη τους πλειοψηφία μια εντελώς υποτυπώδη εκπαίδευση που ήταν κυρίως η εκμάθηση και απομνημόνευση εδαφίων του Κορανίου. Τα ελληνικά σχολεία ήταν σε κάπως καλύτερη μοίρα γιατί σ’ αυτά διδάσκονταν, εκτός από την ανάγνωση που γινόταν τόσο από εκκλησιαστικά βιβλία όσο και από άλλα σε μερικές περιπτώσεις (η έκθεση του πρώτου Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου αναφέρει ότι στο σχολείο των Βαρωσίων διδασκόταν μεταξύ άλλων ο Γεροστάθης του Μελά), και γραφή, αριθμητική, εκκλησιαστική και ελληνική ιστορία κλπ. Βέβαια στα πιο πολλά ελληνικά σχολεία τα γράμματα που διδάσκονταν δεν ήταν περισσότερα από τα ελάχιστα που γνώριζε ο ιερέας του χωριού. Τα κτίρια, επίσης, στα οποία παρεχόταν η φτωχή αυτή εκπαίδευση, ήταν εντελώς ακατάλληλα και καθόλου εξοπλισμένα με οποιαδήποτε εκπαιδευτικά όργανα. Κυρίως ανήκαν στην εκκλησία κάθε περιοχής, ή ακόμη σαν σχολείο εχρησιμοποιείτο το σπίτι του ιερέα ή όποιου άλλου δίδασκε.
Σχολεία λειτουργούσαν και στα διάφορα μοναστήρια, όπου φοιτούσαν οι νεαροί δόκιμοι και παιδιά από τα γύρω χωριά. Τα σχολεία αυτά, στα οποία δίδασκαν καλόγεροι, συνέχισαν τη λειτουργία τους σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, σ’ αυτά δε παρεχόταν στοιχειώδης αλλά και μέση εκπαίδευση, τουλάχιστον μέχρι τη δευτέρα ή τρίτη γυμνασιακή τάξη.
Η ώθηση, την οποία οι Βρετανοί έδωσαν στην παιδεία, δεν ήταν άσχετη προς τις προσπάθειές τους για γενικότερη εξύψωση της κοινωνικοοικονομικής θέσης των Κυπρίων, που συνήθως συνδυαζόταν και με πολιτικές σκοπιμότητες. Τα διάφορα έργα υποδομής που έγιναν, συνέβαλαν και στη σταδιακή καλυτέρευση των συνθηκών της εκπαίδευσης. Η ανέγερση κατάλληλων κτιριακών εγκαταστάσεων στις πόλεις και στην ύπαιθρο, ήταν γοργή. Μέχρι σήμερα, πολλά σχολικά κτίρια που ακόμη λειτουργούν ως δημοτικά σχολεία, είναι οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής. Η ανέγερσή τους είχε γίνει στα πλαίσια των προσπαθειών για εκμοντερνισμό σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό των συνθηκών ζωής, που περιελάμβαναν και ασφαλτόστρωση δρόμων, παροχή νερού, παροχή ηλεκτρισμού, εισαγωγή και χρήση μηχανικών γεωργικών μέσων κλπ. Ωστόσο αρκετές κοινότητες της υπαίθρου είχαν από μόνες τους ανεγείρει δικά τους σχολικά κτίρια, κυρίως με την εθελοντική εργασία αλλά και με τη βοήθεια εύπορων συγχωριανών του εξωτερικού. Στις πλείστες περιπτώσεις, ουσιαστική ήταν η βοήθεια της Εκκλησίας.
Ένα από τα κύρια προβλήματα της εκπαίδευσης, ήταν η παντελής έλλειψη σχολικών βιβλίων κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής. Αργότερα, τα σχολικά βιβλία που εισάγονταν από την Ελλάδα ή την Αίγυπτο ή και που εκτυπώνονταν στην Κύπρο, δεν διανέμονταν δωρεάν στους μαθητές αλλά αγοράζονταν απ' αυτούς.
Η εκπαίδευση των δασκάλων: Κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής, τα μαθήματα στοιχειώδους εκπαιδεύσεως διδάσκονταν από μη προσοντούχους δασκάλους. Σε πολλές περιπτώσεις ρόλο δασκάλου διαδραμάτιζαν οι ιερείς, που δίδασκαν τα ελάχιστα που κι αυτοί γνώριζαν. Διάφοροι άλλοι, που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση και μερικά άλλα βασικά πράγματα, δίδασκαν επίσης σε διάφορα χωριά και αμείβονταν είτε με χρήματα, είτε εις είδος, είτε και τα δυο. Σε άλλες περιπτώσεις, τα παιδιά πλήρωναν τον δάσκαλό τους βοηθώντας τον να καλλιεργεί τα χωράφια του. Άλλοτε πάλι, μερικοί Κύπριοι που είχαν κάνει κάποιες σπουδές στο εξωτερικό, είτε και Ελλαδίτες, έρχονταν στην Κύπρο όπου και εξασκούσαν το επάγγελμα του δασκάλου. Λίγοι απ' όλους αυτούς είχαν γυμνασιακή μόρφωση.
Σταθμός στην εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου των δασκάλων ήταν η ίδρυση του Παγκυπρίου Διδασκαλείου το 1893, κατά την πρώτη δηλαδή περίοδο της αγγλικής κατοχής. Το Διδασκαλείον λειτούργησε μαζί, και ως προέκταση, του Παγκυπρίου Γυμνασίου και πρόσφερε 2ετή εκπαίδευση και κατάρτιση λειτουργών της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. Το Παγκύπριον Διδασκαλείον λειτούργησε (για άρρενες δασκάλους) μέχρι το 1935. Το 1903 άρχισε τη λειτουργία του και το Διδασκαλείον Θηλέων Φανερωμένης, που λειτούργησε μέχρι το 1937 και παρείχε ανάλογη εκπαίδευση για δασκάλες. Ένα τρίτο εκπαιδευτήριο για δασκάλους ήταν το Ιεροδιδασκαλείον της Λάρνακας, που ιδρύθηκε το 1910 και λειτούργησε μέχρι το 1933. Και τα τρία αυτά εκπαιδευτήρια, που πρόσφεραν μεγάλη εξυπηρέτηση στην κυπριακή ελληνική εκπαίδευση την οποία στελέχωσαν με μορφωμένους σχετικά εκπαιδευτικούς, έκλεισαν κατά την περίοδο της Παλμεροκρατίας, της δικτατορικής δηλαδή διακυβέρνησης του νησιού μετά την εξέγερση του 1931.
Βλέπε λήμμα: Ιεροδιδασκαλείο
Προς αντικατάσταση των εκπαιδευτηρίων αυτών, οι Βρετανοί ίδρυσαν το Διδασκαλικό Κολλέγιο Αρρένων το 1937 και το Διδασκαλικό Κολλέγιο Θηλέων το 1943. Το Κολλέγιο Αρρένων βρισκόταν εξ αρχής υπό αγγλική διοίκηση, υπαγόταν στο κυβερνητικό Γραφείο Παιδείας, χρησιμοποιούσε ως βασική γλώσσα διδασκαλίας την αγγλική και δεχόταν τόσο Έλληνες όσο και Τούρκους σπουδαστές. Λειτούργησε στην Μόρφου. Το αντίστοιχο των θηλέων λειτούργησε στη Λευκωσία, είχε ελληνική διεύθυνση από την ίδρυσή του μέχρι το 1948, και στη συνέχεια αγγλική. Τα δυο αυτά ιδρύματα συγχωνεύτηκαν υπό ενιαία αγγλική διεύθυνση τον Ιανουάριο του 1958, και μετεφέρθησαν σε νέες κτιριακές εγκαταστάσεις στη Λευκωσία. Την 1η Μαϊου 1959, μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, το Διδασκαλικό Κολλέγιο παρελήφθη από την ελληνική κοινότητα και την 1η Οκτωβρίου 1959 μετεβλήθη σε 2τάξια Παιδαγωγική Ακαδημία στο πρότυπο των αντιστοίχων Ακαδημιών της Ελλάδας. Αργότερα η εκπαίδευση έγινε 3ετής.
Σ’ ό,τι αφορά τους λειτουργούς της μέσης εκπαίδευσης, αυτοί ήΤαν κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας Ελλαδίτες και Κύπριοι καθηγητές με ικανοποιητικές σπουδές εκτός Κύπρου, κυρίως στην Ελλάδα.
Η τεχνική εκπαίδευση: Κατά την τελευταία περίοδο της αγγλικής κυριαρχίας, οι Βρετανοί έδωσαν σημασία και στην τεχνική εκπαίδευση. Κίνητρο απετέλεσε η έλλειψη ειδικευμένου τεχνικού προσωπικού κατά τα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, που ώθησε την αγγλική διοίκηση της Κύπρου να εισαγάγει από το 1946 τον θεσμό του Συστήματος Μαθητείας για περιορισμένη τεχνική εκπαίδευση των υπαλλήλων των Δημοσίων Έργων αλλά και άλλων ενδιαφερομένων. Η φοίτηση ήταν 5ετής και γίνονταν δεκτοί 20 μόνο σπουδαστές κάθε χρόνο.
Το 1951 ιδρύθηκε από τους Βρετανούς η πρώτη Τεχνική Σχολή που λειτούργησε στη Λευκωσία ως σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως. Τον επόμενο χρόνο καταρτίστηκε γενικό σχέδιο αναπτύξεως της τεχνικής εκπαιδεύσεως στην Κύπρο, στα πλαίσια του οποίου ιδρύθηκε το Τεχνικό Ινστιτούτο Λευκωσίας (στο οποίο μεταφέρθηκαν το 1956 και οι τάξεις του Συστήματος Μαθητείας), εστάλησαν με υποτροφίες στην Αγγλία εκπαιδευτές, λειτούργησε Προπαρασκευαστική Σχολή και ιδρύθηκε το 1956 δεύτερη Τεχνική Σχολή στη Λεμεσό. Ως γλώσσα διδασκαλίας χρησιμοποιείτο η αγγλική, στην αγγλική δε ήταν και τα διδακτικά βιβλία. Για το λόγο αυτό, που έκρυβε πολιτικές σκοπιμότητες, εκδηλώθηκε περιορισμένο μόνο ενδιαφέρον.
Το όλο βρετανικό σχέδιο για την τεχνική εκπαίδευση πρόβλεπε τρία επίπεδα, που ήταν:
α) Προπαρασκευαστικές Τεχνικές Σχολές.
β) Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές.
γ) Τεχνικό Ινστιτούτο.
Δασικό Κολλέγιο: Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εισαγωγή και εφαρμογή συγχρόνων μεθόδων διαχείρισης των κυπριακών δασών, η βρετανική αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου ίδρυσε το 1951 το Δασικό Κολλέγιο Κύπρου ως τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το Κολλέγιο λειτούργησε στον Πρόδρομο.
Βλέπε λήμμα: Δασικό Κολλέγιο Κύπρου
Αύξηση και ρόλος των Ελληνικών σχολών μέσης παιδείας: Ενώ κατά την έναρξη της αγγλικής κατοχής το κυριότερο εκπαιδευτήριο μέσης εκπαιδεύσεως ήταν το Παγκύπριο Γυμνάσιο, στη συνέχεια και άλλα εκπαιδευτήρια στις λοιπές πόλεις μετετράπησαν, και αναγνωρίστηκαν από την Ελλάδα, ως ισότιμα των ελληνικών γυμνασίων. Οι προσπάθειες για ανάπτυξη και εξάπλωση της μέσης εκπαιδεύσεως οφείλονταν στην ίδια την ελληνική κοινότητα, που ποτέ δεν επέτρεψε την υπαγωγή των ελληνικών σχολείων μέσης εκπαιδεύσεως υπό αγγλικό έλεγχο. Παράλληλα προς την αύξηση των ελληνικών κοινοτικών σχολείων μέσης εκπαιδεύσεως δημιουργήθηκαν κατά την τελευταία περίοδο της Αγγλοκρατίας και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία. Έτσι, με το τέλος της αγγλικής κατοχής, λειτουργούσαν στην Κύπρο 21 κοινοτικά και 13 ιδιωτικά ελληνικά σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως.
Τα σχολεία αυτά, και κυρίως τα κοινοτικά που λειτουργούσαν με τη φροντίδα και την εποπτεία της Εκκλησίας, παρείχαν ελληνική παιδεία, στα πρότυπα των ελληνικών γυμνασίων. Ο ρόλος τους όμως, ως ελληνικών εκπαιδευτηρίων τμήματος του Ελληνισμού που τελούσε υπό καθεστώς δουλείας, ήταν ιδιαίτερα αυξημένος όσο και σημαντικός. Στην πραγματικότητα αποτελούσαν το κυριότερο μέσον διά του οποίου Εσυντηρείτο και προωθείτο η ελληνική παράδοση, η ελληνική ιστορία, η ελληνική γλώσσα. Για τον λόγο αυτό η ελληνική μέση εκπαίδευση αποτελούσε μόνιμο στόχο της αγγλικής πολιτικής στην Κύπρο και οχυρό που αρκετές φορές κατεβλήθησαν προσπάθειες να αλωθεί.
Τα ελληνικά σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως δέχθηκαν τις σκληρότερες αγγλικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955 - 59, οπότε πολλά απ’ αυτά κλείστηκαν από τον αγγλικό στρατό για διάφορα χρονικά διαστήματα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα αυτού, τα ελληνικά σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως αποδείχτηκε ότι αποτελούσαν φυτώρια αγνών αγωνιστών που τρέφονταν με τα ελληνικά ιδανικά.
Προδημοτική εκπαίδευση: Για τη λειτουργία νηπιαγωγείων κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, ιδίως για την περίοδο από το 1933 μέχρι και την ανεξαρτησία. Ωστόσο στην ετήσια έκθεση του Γραφείου Παιδείας για την περίοδο 1932-33, σημειώνεται ότι τότε λειτουργούσαν στο νησί 44 νηπιαγωγεία ως εξής:
Ελληνικά 39
Τουρκικά 4
Αρμενικά 1
Ελληνικά νηπιαγωγεία λειτουργούσαν τόσο στις πόλεις όσο και σε αγροτικά κέντρα. Τα νηπιαγωγεία της υπαίθρου όμως έκλεισαν το 1933 με απόφαση της αποικιακής κυβέρνησης, η οποία δεν ενδιαφερόταν ούτε και γι’ αυτά που παρέμειναν σε λειτουργία στις πόλεις.
Η ύπαρξη και λειτουργία νηπιαγωγείων ήταν αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση. Οι αγγλικές στατιστικές δίνουν για το 1934 τα ακόλουθα στοιχεία:
ΝΗΠΙΑΓ. ΑΡΙΘΜ. ΑΡ.ΠΑΙΔΙΩΝ ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΙ
Ελληνικά 11 1.106 29
Τουρκικά 4 519 10
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια