Στο διάστημα κατά το οποίο η Κύπρος τελούσε υπό αγγλική κατοχή (1878 -1960) και κατά το οποίο ο κυπριακός λαός δεν ήταν ελεύθερος να εκλέξει την κυβέρνηση και την πολιτική του ηγεσία, οι αρχιεπισκοπικές, επισκοπικές και δημαρχιακές εκλογές, καθώς και οι εκλογές μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου, αποτελούσαν τα σημαντικότερα γεγονότα της πολιτικής ζωής του νησιού. Ιδιαίτερα η εκλογή αρχιεπισκόπου, ο οποίος είχε και την ιδιότητα του εθνάρχη, δηλαδή του πολιτικού αρχηγού και του εθνικού ηγέτη του υπόδουλου κυπριακού Ελληνισμού, ήταν υψίστης σημασίας. Σημαντικές αρχιεπισκοπικές εκλογές κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας ήταν οι πρώτες που έγιναν, μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Γ ' (1865 -1900), και οι οποίες αποτέλεσαν όχι μόνο οξύτατο εκκλησιαστικό αλλά και τεράστιο πολιτικό θέμα που δημιούργησε αδιέξοδο με διαμάχες και συγκρούσεις που κράτησαν 10 χρόνια (βλέπε λήμμα αρχιεπισκοπικό ζήτημα). Ουσιαστικά στη δεκάχρονη εκείνη διαμάχη συγκρούστηκαν οι δυο κύριες πολιτικές κατευθύνσεις: εκείνη της αδιάλλακτης ενωτικής πορείας και της ασυμβίβαστης πίεσης προς τους Βρετανούς για πραγματοποίηση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, την οποία εξέφραζε ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος (ο επιλεγόμενος Κυριλλάτσος) που ήταν και μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, και εκείνη της μετριοπαθούς πολιτικής έναντι των Βρετανών και τοποθέτησης του ιδανικού της ενώσεως ως μακροπρόθεσμου στόχου, την οποία εκπροσωπούσε ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος (ο επιλεγόμενος Κυριλλούδιν). Η αναμέτρηση εκείνη είχε ακόμη, ως ένα βαθμό, και χαρακτήρα κοινωνικής -ταξικής και ιδεολογικής αναμέτρησης. Τελικά και οι δυο Κύριλλοι έγιναν αρχιεπίσκοποι. Το 1909 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο Κυριλλάτσος, που πέθανε το 1916, οπότε εξελέγη το Κυριλλούδιν.
Από το 1933, που πέθανε το Κυριλλούδιν, μέχρι το 1947, δεν έγιναν αρχιεπισκοπικές ούτε επισκοπικές εκλογές εξαιτίας των σκληρών μέτρων που εφάρμοσαν οι Βρετανοί μετά την εξέγερση του 1931 (Οκτωβριανά). Τοποτηρητής ήταν ο μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, που εξελέγη αρχιεπίσκοπος τον Ιούνιο του 1947 και πέθανε τον επόμενο μήνα. Η επόμενη εκλογή αρχιεπισκόπου ήταν, επίσης, μεγάλης πολιτικής σημασίας γιατί η αναδιοργάνωση της Κυπριακής Εκκλησίας σήμαινε και την απαρχή νέων αγώνων για απελευθέρωση, μάλιστα δε μέσα στο φιλελεύθερο κλίμα που δημιουργήθηκε παγκόσμια μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, οπότε η μια μετά την άλλη διάφορες αποικίες άρχισαν ν’ αποκτούν την ελευθερία τους. Η εκλογή ως αρχιεπισκόπου του από Κυρηνείας Μακαρίου Β', το 1947, σφράγισε ως ένα μεγάλο βαθμό την πορεία που θ’ ακολουθείτο. Ο Μακάριος Β΄ Μυριανθεύς, πρώην πολιτικός εξόριστος και πρώην εθελοντής πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων, ήταν αδιάλλακτος ενωτικός.
1950 εκλογή του Μακαρίου Γ': Σημαντικότατη στάθηκε, τέλος, η εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου ως αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, το 1950. Και ο Μακάριος Γ΄ ακολούθησε αρχικά αδιάλλακτη ενωτική πολιτική, μεθόδευσε δε και άρχισε τον απελευθερωτικό αγώνα που οδήγησε όμως όχι στην πραγματοποίηση της ενώσεως του νησιού με την Ελλάδα αλλά στην ανεξαρτησία και τη δημιουργία του Κυπριακού κράτους.
Το δικαίωμα ψήφου δόθηκε στους Κυπρίους με το σύνταγμα που ετέθη σε ισχύ από τους Βρετανούς το 1882, και το απέκτησαν μόνο οι ενήλικες άντρες που πλήρωναν κτηματικό φόρο. Η ψήφος που καθιερώθηκε, εχρησιμοποιείτο για την εκλογή αντιπροσώπων (βουλευτών) για το Νομοθετικό Συμβούλιο, που ο αριθμός τους αρχικά και μέχρι το 1925 ήταν 9 Έλληνες (ή, όπως χαρακτηρίζονταν επίσημα: μη Μωαμεθανοί) και 3 Μωαμεθανοί. Διορίζονταν επίσης άλλα 6 μέλη. Τα διορισμένα μέλη, μαζί με τα εκλελεγμένα από τους Τούρκους μέλη, ισοβαθμούσαν με τα 9 εκλελεγμένα από τους Έλληνες μέλη. Την καθοριστική ψήφο διατηρούσε ο Βρετανός ύπατος αρμοστής. Από το 1925 οι αριθμοί των μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου άλλαξαν, όμως οι αναλογίες διατηρήθηκαν: 12 εκλελεγμένοι Έλληνες βουλευτές, έναντι 3 εκλελεγμένων Τούρκων και 9 διορισμένων.
Το Νομοθετικό Συμβούλιο, που εγκαθιδρύθηκε από τον Σεπτέμβριο του 1878 αλλά πήρε την τελική του μορφή το 1882, ανανεωνόταν κάθε 3 χρόνια με εκλογές. Το νησί διαιρέθηκε σε τρεις εκλογικές περιφέρειες που η κάθε μια εξέλεγε 4 βουλευτές (3 Έλληνες και 1 Μωαμεθανό). Η εκτελεστική εξουσία δεν εκλεγόταν αλλά παρέμενε πάντοτε η ίδια, διοριζόμενη από το Λονδίνο και με επικεφαλής τον ύπατο αρμοστή και, μετά το 1925, τον κυβερνήτη.
Πρώτες βουλευτικές: Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές έγιναν με φανερή ψηφοφορία το 1883, και οι πρώτοι εκλελεγμένοι βουλευτές ήσαν:
α) Διαμέρισμα Λευκωσίας - Κερύνειας: 1) Ευστάθιος Κωνσταντινίδης, 2) Πασχάλης Κωνσταντινίδης, 3) Μιχαήλ Σιακαλλής και 4) Χουσεΐν Αττά.
β) Διαμέρισμα Λάρνακας - Αμμοχώστου: 1) Μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, 2) Ζήνων Πιερίδης, 3) Θεόδωρος Περιστιάνης και 4) Μεχμέτ Αλί.
γ) Διαμέρισμα Λεμεσού - Πάφου: 1) Γεώργιος Μαλικκίδης, 2) Δημήτρης Λ. Νικολαΐδης, 3) Δημοσθένης Χατζηπαύλου και 4) Ναΐμ Ρασίτ.
Όπως σημειώνει ο Νικόλαος Καταλάνος*, οι εκλογές στην εποχή του διεξάγονταν υπό συνθήκες «νεκρικής αδιαφορίας του λαού», του οποίου το μεγαλύτερο τμήμα ήταν αγράμματοι. Παρά το ότι οι εξουσίες και οι λειτουργίες του Νομοθετικού Συμβουλίου ήταν πολύ περιορισμένες και στην ουσία γινόταν σχεδόν πάντα αυτό που επιθυμούσε ο κυβερνήτης και, κατ’ επέκταση, το Λονδίνο, ωστόσο σταδιακά η αδιαφορία του λαού για τις εκλογές μελών του Νομοθετικού υποχωρούσε όσο ο λαός επολιτικοποιείτο αλλά και αποκτούσε και ταξική / κομματική συνείδηση, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, το 1926. Η έκδοση εφημερίδων, η οργάνωση σε σύνολα των διαφόρων τάξεων των εργαζομένων αλλά κυρίως η αναζωπύρωση και η προβολή του εθνικού αιτήματος για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, κατέστησαν τις βουλευτικές εκλογές, μετά το τέλος του 19ου αιώνα, πολιτικό γεγονός για τον τόπο. Ο εθνικισμός των Ελλήνων Κυπρίων εκδηλώθηκε για πρώτη φορά έντονα σε σχέση προς τις βουλευτικές εκλογές, το 1891. Στις εκλογές της 26.10.1891, τις τρίτες που διεξήχθησαν, είχε υποβάλει υποψηφιότητα στην εκλογική περιφέρεια Λάρνακας - Αμμοχώστου και ο Άγγλος διοικητής Αμμοχώστου Άρθουρ Γιάγκ, αφού η νομοθεσία κρίθηκε ότι του παρείχε το δικαίωμα, μια και η νομοθεσία μιλούσε για Μωαμεθανούς και μη Μωαμεθανούς βουλευτές. Αφού ο Γιάγκ δεν ήταν Μωαμεθανός, κατήλθε στις εκλογές διεκδικώντας μια από τις 9 μη μωαμεθανικές (δηλαδή ελληνοκυπριακές) έδρες. Η υποψηφιότητα του Γιάγκ αφύπνισε τους Έλληνες της Κύπρου, που έδωσαν την εκλογική μάχη με κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, υπογραμμίζοντας ότι τον Άγγλο υποψήφιο δεν τον συνέδεε με την Κύπρο και το λαό της κανένας εθνικός ή θρησκευτικός δεσμός. Ο Γιάγκ συγκέντρωσε τελικά μόνο 494 ψήφους, έναντι 1.450 του Αχιλλέα Λιασίδη, 1.444 του Σιακαλλή, 1.009 του Ρώσσου και 842 του Βοντιτζιάνου, που ήταν οι Έλληνες ανθυποψήφιοί του. Μετά την αποτυχία του, ο Γιάγκ ήγειρε ένσταση και διεξήχθη δίκη στο Τρίκωμο, με κατηγορουμένους τον μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλο (ή Κυριλλάτσο) και τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο, που καταδικάστηκαν σε βαρύ πρόστιμο (25 και 50 λίρες αντιστοίχως) επειδή έκαναν ψηφοθηρία υπέρ των Λιασίδη και Σιακαλλή. Οι δυο τελευταίοι καταδικάστηκαν να πληρώσουν τα έξοδα της δίκης. Το ότι ο Γιάγκ ήταν υποψήφιος και ταυτόχρονα κατείχε το σημαντικό πόστο του διοικητή της Αμμοχώστου, δεν μέτρησε. Ωστόσο το θέμα πήρε όχι μόνο παγκύπριες διαστάσεις αλλά συζητήθηκε και στο αγγλικό κοινοβούλιο. Οι Λιασίδης και Σιακαλλής επανεξελέγησαν πανηγυρικά σε νέες εκλογές τον Φεβρουάριο του 1892, κατά τις οποίες ο Γιάγκ δεν έθεσε ξανά υποψηφιότητα. Εξασφάλισε όμως μια θέση στο Νομοθετικό, από τις 6 των διορισμένων μελών του.
Η διένεξη που ξεκίνησε με το θάνατο του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου το 1900 και που δημιούργησε το 10χρονο αρχιεπισκοπικό ζήτημα της διαδοχής του, επηρέασε σημαντικά και τις βουλευτικές εκλογές, κατά τις οποίες αντίπαλοι ήταν οι λεγόμενοι αδιάλλακτοι (οπαδοί της επιμονής στην άμεση επίτευξη της ενώσεως) και οι λεγόμενοι διαλλακτικοί (οπαδοί της μεθόδευσης του αγώνα για μελλοντική και σταδιακή επίτευξη της ενώσεως). Στις εκλογές της περιόδου αυτής κυριαρχούσε πια η πεισματική υποστήριξη, και από τις δυο παρατάξεις, της πολιτικής τους στο εθνικό θέμα. Τις εκλογές του 1901 τις κέρδισαν οι αδιάλλακτοι, όπως και εκείνες του 1906 που χαρακτηρίστηκαν από ιδιαίτερη οξύτητα. Μετά την επίλυση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος, στις βουλευτικές εκλογές του 1911 οι αδιάλλακτοι και οι διαλλακτικοί παρουσιάστηκαν ενωμένοι.
Ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος και στη συνέχεια ο διχασμός στην Ελλάδα σε βασιλικούς και Βενιζελικούς, είχαν τον αντίκτυπό τους και στην Κύπρο, όπως ακριβώς και λίγο πιο πριν οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 -13. Στα χρόνια λίγο πριν και αμέσως μετά τον Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν δημιουργηθεί καταστάσεις που επέτρεπαν την αισιοδοξία στην Κύπρο ως προς την επίτευξη της ενώσεώς της με την Ελλάδα. Οι διαψεύσεις όμως των προσδοκιών επαύξησαν τη μαχητικότητα των Ελλήνων Κυπρίων. Τα μέλη του Νομοθετικού παραιτήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1920 και στις εκλογές που ακολούθησαν, τον Ιανουάριο του 1921, εξελέγησαν χωρίς ανθυποψηφίους όλοι οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές που ακολουθούσαν αδιάλλακτη ενωτική πολιτική ∙ μετά την εκλογή τους όμως διχάστηκαν επειδή άλλοι υποστήριζαν την ολοκληρωτική και άλλοι την μερική αποχή από τις εργασίες του Νομοθετικού Συμβουλίου.
Αξιομνημόνευτες ήταν οι βουλευτικές εκλογές του 1923. Μέχρι τότε, και από το 1881, μέλη του Νομοθετικού εκλέγονταν κατά κανόνα έμποροι, κληρικοί (επίσκοποι) και δικηγόροι, εκπρόσωποι δηλαδή αποκλειστικά της ανώτερης οικονομικά τάξης των Κυπρίων, που ήταν και η συντριπτικά περισσότερο ολιγάριθμη. Όπως αναφέρει ο κυβερνήτης σερ Ρόναλντ Στορς, το 1926 που ήλθε στην Κύπρο «βρήκε στο Νομοθετικό Συμβούλιο 8 δικηγόρους εκ των οποίων οι 3 ήταν τοκογλύφοι, ένα γαιοκτήμονα που ήταν επίσης τοκογλύφος, ένα έμπορο, ένα μητροπολίτη και ένα γεωργό». Και ο Στορς προσθέτει ότι στην ουσία αντιπροσωπεύονταν στο Νομοθετικό σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των «ασήμαντων αριθμητικά παρασίτων που κέρδιζαν τα προς το ζην από τους χωρικούς». Η κατάσταση αυτή δεν ήταν βέβαια άσχετη με τις συνθήκες που δημιούργησε η μακρά κατοχή του νησιού από τους Τούρκους και το υψηλό ποσοστό αμάθειας που επικρατούσε. (Σύμφωνα προς την απογραφή του 1911, το ποσοστό των αγράμματων Κυπρίων ήταν 75%, ενώ το 1921 ήταν 65%). Στις βουλευτικές εκλογές του 1923 όμως η κατάσταση άρχισε να διαφοροποιείται σημαντικά: Αν και ψήφισε ποσοστό μόνο 8% περίπου, ωστόσο εξελέγησαν 5 γεωργοί, ένας υπάλληλος, ένας διευθυντής εργοστασίου. Η διαφοροποίηση στη σύνθεση των μελών του Νομοθετικού δεν ήταν άσχετη με την πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που ήδη είχε αρχίσει και που εκδηλωνόταν με αγροτικά κινήματα και αιτήματα, καθώς και με δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, αλλά και ενός Ελληνοτουρκικού Αγροτικού Κόμματος που δημιουργήθηκε το 1924. Στις εκλογές του 1925 είναι χαρακτηριστική η (πρώτη) ήττα των «εθνικοφρόνων» Ελλήνων Κυπρίων και η επικράτηση εκείνων που προέβαλλαν κυρίως κοινωνικοοικονομικά αιτήματα όπως κατάργηση του φόρου υποτελείας, κατάργηση του φόρου της δεκάτης, βελτίωση της κοινωνικής θέσης των αγροτών και εργατών κλπ.
Μετά από 5 μόνο χρόνια όμως, στις εκλογές του 1930, επεκράτησαν και πάλι παντού οι εθνικιστές υποψήφιοι. Ακολούθησε η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 (τα γνωστά Οκτωβριανά*) που αποτέλεσμα είχε την επιβολή σκληρών δικτατορικών μέτρων που κράτησαν μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1931 μέχρι το 1940 (γνωστής ως Παλμεροκρατίας*), δεν λειτουργούσαν πολιτικά κόμματα. Ωστόσο πυρήνες του Κ.Κ.Κ. συνέχισαν να εργάζονται στην παρανομία, ενώ παρατηρήθηκε σημαντική δραστηριότητα στην οργάνωση των εργαζομένων σε συντεχνίες που δημιουργήθηκαν. Σύμφωνα με τον Δώρο Άλαστο, ενώ το 1932 υπήρχε μια μόνο συντεχνία εργατών με 84 μέλη, το 1940 υφίσταντο 62 συντεχνίες με σύνολο 3.389 μέλη. Επίσης, ενώ το 1932 υφίσταντο 6 συνεργατικές εταιρείες με μερικές εκατοντάδες μέλη, το 1940 το συνεργατικό κίνημα είχε περί τις 37.000 μέλη. Η οργάνωση σε σύνολα των παραγωγικών τάξεων του λαού ήταν το πρώτο βήμα που συνέχειά του ήταν οι μεγάλοι αγώνες για διεκδίκηση πολλών εργατικών δικαιωμάτων, που σημειώθηκαν κατά την επόμενη δεκαετία.
Η περίοδος της Παλμεροκρατίας τερματίστηκε με την έναρξη του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, οπότε ο μεγάλος αντιφασιστικός αγώνας (ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή και της Ελλάδας από τον Οκτώβριο του 1940 κ.ε.) τοποθέτησε στο ίδιο αγωνιστικό στρατόπεδο τους Κυπρίους και τους Βρετανούς. Πολλές χιλιάδες Κύπριοι εντάχθηκαν στον αγγλικό στρατό, όπως και στον ελληνικό, και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα. Οι Άγγλοι χαλάρωσαν τότε τα σκληρά μέτρα στην Κύπρο, ορμώμενοι βέβαια και από άλλους λόγους, όπως η ανησυχία τους μήπως η 10ετής καταπίεση οδηγούσε τελικά τους Κυπρίους στο πλευρό των Γερμανών (εξάλλου παρατηρήθηκαν τότε φιλογερμανικές τάσεις στο νησί από ορισμένες ομάδες ατόμων).
Ίδρυση του ΑΚΕΛ: Το 1941 απετέλεσε σταθμό στα πολιτικά πράγματα του τόπου η ίδρυση του ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού) και, στη συνέχεια, διαφόρων προσκείμενων προς αυτό εργατικών οργανώσεων. Μετά τις δημαρχιακές εκλογές του 1943, στις οποίες το ΑΚΕΛ σημείωσε επιτυχίες, οργανώθηκε και η Δεξιά με την ίδρυση του ΚΕΚ (Κυπριακό Εθνικό Κόμμα), την ίδρυση της ΠΕΚ (Παναγροτική Ένωσις Κύπρου), καθώς και την ίδρυση των δεξιών Νέων Συντεχνιών. Επανεμφανίζονται έτσι νέες πολιτικές καταστάσεις στο νησί, στις οποίες όμως τώρα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο οι εργαζόμενοι, και οι οποίες έχουν πιο ξεκάθαρους ιδεολογικούς κοινωνικούς και άλλους στόχους. Όμως παρά την οργάνωση της Δεξιάς, στις δημοτικές εκλογές του 1946 σημειώνει μεγάλες επιτυχίες ο ΕΑΣ (Εθνικός Απελευθερωτικός Συνασπισμός), πολιτικό σχήμα εξαρτώμενο κυρίως από το ΑΚΕΛ. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην εργατική συντεχνία του ΑΚΕΛ, την ΠΣΕ (Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή, και αργότερα ΠΕΟ [Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία]) μετείχαν αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκοι εργαζόμενοι, που επιδόθηκαν και σε σκληρούς κοινούς εργατικούς αγώνες. Υπήρχαν βέβαια και χωριστές τουρκικές συντεχνίες, των οποίων όμως η δύναμη ήταν μικρή (είχαν μόνο 1.137 μέλη το 1958).
Το 1947 διεξήχθησαν αρχιεπισκοπικές εκλογές, κατά τις οποίες το ΑΚΕΛ υποστήριξε τον μέχρι τότε τοποτηρητή μητροπολίτη Λεόντιο*, που εξελέγη. Όμως ένα μόνο μήνα αργότερα ο αρχιεπισκοπικός θρόνος χηρεύει με τον θάνατο του Λεοντίου. Τον διαδέχεται με εκλογή ο εθνικιστής και αντικομμουνιστής, παλαιός πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων και πρώην πολιτικός εξόριστος Μακάριος Β' ο από Κυρηνείας. Ακολουθεί η πλήρης αναδιοργάνωση της Εκκλησίας, που συμπληρώνεται μέχρι τα μέσα του 1948 με την εκλογή επισκόπων Πάφου (Κλεόπας), Κιτίου (Μακάριος) και Κυρηνείας (Κυπριανός). Οι νέοι επίσκοποι, και κυρίως οι εκλεγέντες στους θρόνους Κιτίου και Κυρηνείας, χαρακτηρίζονται από τις ίδιες αδιάλλακτες απόψεις και την εμμονή στην απαίτηση για ένωση και μόνο ένωση, όπως κι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. Η Εκκλησία είναι πια έτοιμη να αναλάβει την ηγεσία των πολιτικών πραγμάτων του τόπου, και κυρίως να επιβάλει την δική της τακτική αγώνα στο εθνικό θέμα, τακτική που θα οδηγήσει στον ένοπλο αγώνα του 1955-59. Μετά την αποτυχία της λεγόμενης διασκεπτικής * συνέλευσης που συγκάλεσαν το 1947 - 48 οι Βρετανοί με σκοπό την εξεύρεση φιλελεύθερου συντάγματος, το ΑΚΕΛ που είχε συμμετάσχει σ’ αυτήν ευθυγραμμίζεται τώρα με την γραμμή της Εκκλησίας και τάσσεται υπέρ της ενώσεως. Στην αλλαγή γραμμής συνέβαλε σημαντικά και ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκος Ζαχαριάδης, ενώ ο διεξαγόμενος στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος είχε τις προεκτάσεις και επιδράσεις του και στα κυπριακά πράγματα. Η συνεργασία του ΑΚΕΛ με την εθναρχούσα Εκκλησία στο εθνικό θέμα εκφράζεται έντονα στο ενωτικό δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 1950. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα, παρατηρήθηκε έντονη αντίδραση των Τούρκων της Κύπρου, με την ίδρυση της ανθελληνικής οργάνωσης «Βολκάν» το 1951, προδρόμου της ΤΜΤ (Οργάνωση Τουρκικής Άμυνας) η οποία αντιπρόβαλε έντονα, στην απαίτηση των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, το σύνθημα του taksim (= διχοτόμηση).
Η τελευταία μεγάλης σημασίας εκλογή που έγινε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, ήταν η εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου ως αρχιεπισκόπου και εθνάρχη Μακαρίου Γ', το 1950. Ο νέος αρχιεπίσκοπος, όχι μεγάλης ηλικίας αλλά ιδιαίτερα δυναμικός, οργάνωσε τον αγώνα για απελευθέρωση που άρχισε την 1η Απριλίου 1955.