Κατά τους πρώτους αιώνες μετά την τελική επικράτηση του Χριστιανισμού, είχαν κτιστεί παντού στο νησί πολυτελείς βασιλικές, αρκετές πολύ μεγάλων διαστάσεων. Όλες δε ήταν με μεγάλη φροντίδα κοσμημένες από μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά δάπεδα αλλά και εντοίχια ψηφιδωτά, ήταν κτισμένες με πολλή φροντίδα και επιμέλεια, είχανε δε γύρω τους και άλλες κατασκευές, όπως αίθρια, διακονικά, στοές, κατηχούμενα (οι αρχαιότερες), χωριστά βαπτιστήρια κ.α.
Τα βαπτιστήρια ήταν χώροι δίπλα στους μεγάλους αυτούς ναούς, όπου γίνονταν οι βαπτίσεις. Επειδή εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί βαπτίζονταν σε μεγάλη ηλικία, έπρεπε πρώτα να κατηχηθούν, κατόπιν να βαπτιστούν και ύστερα να μπορούν να εισέρχονται στους ναούς και να μετέχουν στις ιεροτελεστίες. Στις εξωτερικές πλευρές των μεγάλων ναών υπήρχαν ειδικοί χώροι, διάδρομοι, από όπου οι μελλοντικοί Χριστιανοί παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Αυτά ήταν τα λεγόμενα κατηχούμενα. Έξω από τους ναούς επίσης, υπήρχαν τα βαπτιστήρια που ήταν μικρογραφίες των ιδίων των ναών, πολυτελούς κατασκευής και αυτές. Μέσα στα βαπτιστήρια υπήρχαν δεξαμενές, στις οποίες γίνονταν οι βαπτίσεις.
Τεραστίων διαστάσεων βασιλικές, του 5ου αιώνα, ήταν εκείνες του Αγίου Επιφανίου και της Καμπανόπετρας στη Σαλαμίνα, όπως μαρτυρούν τα εκτενή τους κατάλοιπα. Μεγάλων διαστάσεων ήταν και άλλες βασιλικές, όπως εκείνη της Χρυσοπολίτισσας στην Πάφο, εκείνη των Σόλων και εκείνη που φαίνεται να ήταν και ο καθεδρικός ναός του Κουρίου.
Κατάλοιπα πολυτελών βασιλικών υπάρχουν πολλά παντού στην Κύπρο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις 3 βασιλικές στο Κούριον, 3 στον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας, 2 στην Αμαθούντα, 2 στην Πάφο καθώς και τις βασιλικές στους Σόλους, στην Αγία Τριάδα Καρπασίας κ.α. Σε πολλές περιπτώσεις, μετά την καταστροφή των βασιλικών, κτίστηκαν επί των ερειπίων τους νεότεροι και μικρότεροι ναοί. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις των ναών του Αγίου Φίλωνος και της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία, της Παναγίας Κυράς στα Λειβάδια, του Αγίου Προκοπίου στη Σύγκραση, της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα, της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας κ.α. Σε μερικές περιπτώσεις οι νεότεροι ναοί που οικοδομήθηκαν, ενσωμάτωσαν τμήματα των αρχικών βασιλικών και διέσωσαν έτσι και μερικά από τα πρώτα αρχαία εντοίχια ψηφιδωτά. Πρόκειται για τους ναούς της Παναγίας Αγγελόκτιστης, της Παναγίας Κανακαρίας και της Παναγίας Κυράς. Από τις δύο τελευταίες τα ψηφιδωτά αποκολλήθηκαν από τους Τούρκους. Επιβίωσαν τα ψηφιδωτά αυτά, ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας, για περίπου 16 αιώνες, σώθηκαν από θύελλες, τραγωδίες και πολέμους, για να καταστραφούν τελικά από κάποιους Τούρκους εμπόρους.
Η οικοδόμηση τόσων πολλών και πολυτελών βασιλικών μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα, καταδεικνύει μεταξύ άλλων και την οικονομική άνθηση που είχε βιώσει η Κύπρος κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η οικοδόμηση και διακόσμηση μεγάλων και πολυτελών ναών, σε αρκετές περιπτώσεις και με εισαγμένα υλικά, σήμαινε ότι υπήρχε και η οικονομική άνεση για τέτοιες οικοδομές.
Οι μεγάλες αυτές βασιλικές, τουλάχιστον οι περισσότερες, καταστράφηκαν από τις αραβικές επιδρομές που άρχισαν κατά τα μέσα του 7ου αιώνα και συνεχίστηκαν μέχρι και τα μέσα του 10ου αιώνα. Οι επιδρομές αυτές, καθώς και σεισμοί και άλλες φυσικές καταστροφές, οδήγησαν την Κύπρο μεταξύ άλλων και σε οικονομικό μαρασμό. Έτσι, στο εξής άρχισαν να οικοδομούνται ναοί απλούστεροι και μικρότεροι σε διαστάσεις. Κυριάρχησαν ως εκ τούτου και άλλοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές ήταν, για παράδειγμα, ξυλόστεγες, ενώ οι νεότεροι ναοί κτίζονταν τώρα χωρίς ξύλινη στέγη που εύκολα καίγεται, αλλά είτε καμαροσκέπαστοι είτε και με τρούλο.
Νέα ακμή. 11ος και 12ος αιώνας: Στα μέσα του 10ου αιώνα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να υπερισχύσουν των Αράβων και να επανεντάξουν την Κύπρο στην Αυτοκρατορία, απαλλάσσοντάς την ταυτόχρονα από τον μόνιμο για τρεις αιώνες εφιάλτη των επιδρομών και λεηλασιών. Οι Βυζαντινοί υπολόγισαν τώρα την Κύπρο ως σημαντικό στρατηγικό χώρο στην Ανατολή και την αναβάθμισαν. Μετέφεραν την πρωτεύουσα από την Σαλαμίνα/ Κωνσταντίαν στην ακτή, στη Λευκωσία, στο εσωτερικό του νησιού. Άρχισαν να οικοδομούν φρούρια σε στρατηγικές τοποθεσίες, όπως τα τρία φρούρια στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, καθώς και φρούρια στις παράλιες πόλεις. Τον 11ο και 12ο αιώνα ιδρύθηκαν στην Κύπρο πολλά και σημαντικά μοναστήρια, μερικά μάλιστα με αυτοκρατορικές χορηγίες. Επίσης, τον 11ο και 12ο αιώνα οικοδομήθηκαν και πολλές εκκλησίες. Η ίδρυση μοναστηριών και η οικοδόμηση εκκλησιών δεν ήταν άσχετα γεγονότα με την εκδίωξη πολλών κληρικών και άλλων από απολεσθέντα εδάφη της Αυτοκρατορίας και καταφυγή τους στην Κύπρο.
Ωστόσο, η Κύπρος και πάλι δεν είχε τη μεγάλη οικονομική άνεση να οικοδομούσε μεγάλων διαστάσεων και πολυτελούς κατασκευής ναούς. Τον 11ο και τον 12ο αιώνα κτίστηκαν πολλές εκκλησίες μικρές μεν σε διαστάσεις αλλά πανέμορφες στην απλότητά τους. Οι εκκλησίες ήταν διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων, μεταξύ των οποίων κυριότεροι ήταν εκείνοι του μονόκλιτου καμαροσκέπαστου ή με τρούλο ναού, του σταυροειδούς και του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Πολύ λιγότερες ήταν οι μεγαλύτερες, τρίκλιτες ή και πολύτρουλες εκκλησίες.
Οι εκκλησίες χαρακτηρίζονταν επίσης από την ύπαρξη μικρών σε διαστάσεις ανοιγμάτων (θύρες και παράθυρα) και σχετικά μικρών αψίδων στα ανατολικά τους άκρα, αψίδων που εσωτερικά ήταν ημικυκλικές και εξωτερικά είτε ημικυκλικές, είτε τρίπλευρες είτε και πεντάπλευρες. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το ότι εσωτερικά οι ναοί της περιόδου αυτής κοσμούνταν με τοιχογραφίες που συχνά κάλυπταν πλήρως όλες τους τις διαστάσεις. Σε πολλούς ναούς σώθηκαν επίσης και αρκετές φορητές εικόνες αυτής της περιόδου. Το όλο εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθούσε πιστά τα βυζαντινά πρότυπα και διακρίνεται συχνά από υψηλή τέχνη. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις η τέχνη των τοιχογραφιών παραπέμπει κατά τρόπο άμεσο σ’ αυτή τούτη την Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε να θεωρείται ότι, είτε είχαν έλθει στο νησί και εργαστεί καλλιτέχνες αγιογράφοι από την ίδια την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, είτε Κύπριοι αγιογράφοι είχαν μαθητεύσει εκεί. Τούτα ισχύουν τόσο για κάποιες εκκλησίες όσο και για ναούς μοναστηριών.
Πάντως σε αρκετές των περιπτώσεων, οι αρχικές τοιχογραφίες του 11ου και του 12ου αιώνα επικαλύπτονται από άλλες που έγιναν αργότερα, κατά τους επόμενους αιώνες.
Α.ΠΑΥΛΙΔΗΣ