Στις 17 Ιουλίου 431 ο Ολύμπιος καταδικάστηκε, χωρίς μνεία της έδρας του, μαζί με 34 άλλους «Ανατολικούς» επισκόπους, από την «Κυριλλική» σύνοδο της Εφέσου που τελικά επικράτησε. Δεν αποκλείεται ο «Καρπασίας Ολύμπιος» να είχε διοριστεί και χειροτονηθεί παράνομα στην έδρα του από τον Ιωάννη ως τεκμήριο της δυνατότητάς του να επεμβαίνει στα κυπριακά εκκλησιαστικά πράγματα και να ήταν όργανό του. Μεταξύ 22 Ιουλίου 431 και 31 Αυγούστου 431 ο Σαπρίκιος Πάφου πέθανε στην Έφεσο αφού είχε υπογράψει την καταδίκη του Νεστορίου και την επικύρωση του Συμβόλου της Νικαίας αμέσως μετά τον αρχιεπίσκοπο Ρηγίνο στις 22 του Ιουλίου - η σειρά ίσως δηλώνει ότι η Πάφος ως πρώην έδρα της μητροπόλεως Κύπρου είχε τώρα τα άμεσα δευτερεία. Κατά τη συνεδρία στις 31 Αυγούστου 431 ο Ρηγίνος αντεξεταζόμενος από τη σύνοδο, ειδικότερα από τον τοποτηρητή του πάπα Κελεστίνου Κύριλλο Αλεξανδρείας, με αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, που περιέχονταν σε λίβελλο, με ερωταποκρίσεις και έγγραφα τεκμηρίωσε την ανέκαθεν αυτονομία και ανεξαρτησία της Κυπριακής Εκκλησίας, που διηύθυνε ως ἐπίσκοπος Κωνσταντίας, τῆς μητροπόλεως Κύπρου. Μεταξύ άλλων ανέφερε όλες τις ενέργειες του Φλαβίου Διονυσίου (μεγαλοπρεπεστάτου καί ἐνδοξοτάτου στρατηλάτου) και την υποκίνησή του από τον επίσκοπο Αντιοχείας, που, κατά τον παρεμβαίνοντα Ευάγριο Σόλων, ὑποτάξαι τήν ἡμετέραν Νῆσον καί τῆς χειροτονίας τό δικαίωμα ἁρπάσαι σπουδάζει παρά τούς κανόνας καί τό κρατήσαν ἒθος. Παρόμοια υποστήριξε και ο Ζήνων Κουρίου, που μνημόνευσε τους κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς Νικαίας, καθώς και το ἀρχαῖον ἒθος. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)
Ότι οι κανόνες της Νικαίας εξασφάλιζαν τα αρχαία προνόμια των Εκκλησιών, ήταν το βασικό κυπριακό επιχείρημα. Με ψῆφον η σύνοδος δέχθηκε την ορθότητα και ακρίβεια των κυπριακών καταθέσεων και επικύρωσε την κυπριακή εκκλησιαστική αυτονομία: κατά τούς κανόνας τῶν ὁσίων πατέρων καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν δι' ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι ∙ τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἂλλων διοικήσεων καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται, ὣστε μηδένα τῶν... ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἂνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ὑπό τήν αὐτοῦ ἢγουν τῶν πρό αὐτοῦ χεῖρα, καταλαμβάνειν. Η αυτονομία της Κυπριακής Εκκλησίας εντάσσεται, λοιπόν, σ’ ευρύτερα πλαίσια τοπικών εκκλησιαστικών αυτονομιών, κάτι που ο Η. - G. Beck θεωρεί κάπως λιγότερο από την περιλάλητη αργότερα αυτοκεφαλία. Οι Κύπριοι απλώς θα δικαιούνταν να εκλέγουν τους επισκόπους τους μόνοι, αυτόνομα, αργότερα όμως, προσθέτει ο ίδιος, η Εκκλησία τους, όπως κι εκείνη της Αχρίδος και του Κιέβου, εξελίχθηκε σε είδος πατριαρχείου χωρίς τον τίτλο του πατριαρχείου. Πρώτη μνεία του αυτοκεφάλου έχουμε στις αρχές του 6ου αι. στον Θεόδωρο Αναγνώστη (Ἐκκλ. Ἱστ., II, 12), σύγχρονου προς το Ἐγκώμιον τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα του Κυπρίου μοναχού Αλεξάνδρου (κεφ. 31: Patrologia Graeca, 87, 4087 - 4106), στον Ιωήλ και άλλες πηγές. Κατά την παρατήρηση γνωστού Βυζαντινολόγου, ο όρος αυτοκέφαλος χρησιμοποιήθηκε μόνο μια φορά κατά τον 6ο αι. για την Εκκλησία της Κύπρου από τον Θεόδωρο Αναγνώστη (Patr. Gr., 86, 184), και η Κύπρος στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η μόνη ατομική περίπτωση πλήρως ανεξάρτητης επαρχιακής Εκκλησίας, απολύτως απαλλαγμένης από κάθε πατριαρχική δικαιοδοσία ∙ γι’ αυτό και δεν μπορεί να συγκριθεί προς άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ανατολής. Ο τίτλος μητροπολίτης [κατόπιν αρχιεπίσκοπος] αυτοκέφαλος χρησιμοποιείται μόνο από την Εκκλησία της Κύπρου για να δηλώσει το καθεστώς της (Ε. Chrysos, Byzantinische Zeitschrift, LXΙΙ, 2, 1969, σσ. 266, 284). Ασφαλώς και η αίγλη της Κύπρου από τις δραστηριότητες του Επιφανίου συνέβαλε στην έγκριση της ζ' αποφάσεως της Εφέσου.
Η αποκρυστάλλωση των πατριαρχικών δικαιοδοσιών στα 451 (Δ' Οικουμενική Σύνοδος Χαλκηδόνος) ήρθε είκοσι χρόνια μετά την πιο πάνω απόφαση, κι αυτό εμπόδισε περαιτέρω επικίνδυνες διεκδικήσεις της Αντιοχείας, της οποίας ο πατριάρχης Ιωάννης, σ’ άλλες, πλην της συνόδου της Εφέσου, περιπτώσεις ουδέποτε περιέλαβε την Κύπρο ανάμεσα στις επαρχίες που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του, αν και περιλάμβανε άλλες (Κιλικία α', Κιλικία β', Ισαυρία, κλπ: επιστολή του προς Πρόκλον).
Η αυτοκρατορική επικύρωση του αυτοκεφάλου: Η Αντιόχεια δεν αναγνώρισε, ωστόσο, και αμφισβητούσε την απόφαση της Εφέσου. Ο πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Κναφεύς (468-471, 475-478, 484-488), Μονοφυσίτης μοναχός, είχε δεχθεί και υπογράψει, όπως και ο Πέτρος Μογγός Αλεξανδρείας, αρχικά, και ο Ακάκιος Κωνσταντινουπόλεως αλλά όχι ο πάπας της Ρώμης, το ενωτικόν γράμμα του αυτοκράτορος Ζήνωνος του Ισαύρου (474- 475, 476-491) με το οποίο καταδικαζόταν ο Νεστοριανισμός και με επιφύλαξη ευνοείτο ο Μονοφυσιτισμός. Ο Πέτρος Κναφεύς ή Γναφεύς ήγειρε νέες αξιώσεις τίτλων κυριαρχίας της έδρας του στην Κύπρο λόγω του ότι η Κύπρος αρχικά είχε δεχθεί το χριστιανικό κήρυγμα από την Αντιόχεια, που ήταν αποστολικό ίδρυμα. Η παλαιά στενή φιλία Ζήνωνος και Πέτρου ήταν ισχυρός αρνητικός παράγων στην υπεράσπιση των κυπριακών δικαίων, που σώθηκαν από «θαύμα»: ο αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος κατά την εκκλησιαστική παράδοση, ύστερα από «όραμα» ανεύρε στον τάφο του αποστόλου Βαρνάβα στην Κωνσταντία το Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον που ο Μάρκος είχε τοποθετήσει στο σκήνωμα του θείου του, θάπτοντάς τον μετά τον βίαιο θάνατό του από τους Εβραίους της Σαλαμίνος. Με «προτροπή» του Βαρνάβα σύμφωνα πάντα με την εκκλησιαστική παράδοση, στο «όραμα» ο Ανθέμιος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το εύρημα, ιδιόγραφο του ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου, το δώρησε στον Ζήνωνα και ζήτησε από αυτόν προστασία κατά των απαιτήσεων του Κναφέως με επιχείρημα την αποστολικότητα της Εκκλησίας του, ισότιμη προς εκείνη της Αντιοχείας, που αποδεικνυόταν με το εύρημα.
Στη σύνοδο που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη υπό τον πατριάρχη της Ακάκιο, φαίνεται ότι ο τελευταίος υπεστήριξε την κυπριακή υπόθεση κατά της Αντιοχείας. Ο Ζήνων συμφωνώντας με την απόφαση της συνόδου - πιθανώς λόγω της βαθμιαίας ψυχράνσεως των σχέσεων του με τον Πέτρο Κναφέα - χορήγησε στην Εκκλησία της Κύπρου προνόμια που ζηλότυπα αυτή φυλάττει ως σήμερα ως ακρογωνιαίο λίθο της υπόστασής της: να υπογράφουν οι αρχιεπίσκοποί της με κιννάβαριν, το αυτοκρατορικό μελάνι, να φέρουν πορφυρό μανδύα στις ιεροτελεστίες και σκήπτρο αυτοκρατορικό αντί ποιμαντικής ράβδου, επικυρώνοντας έτσι και πάλι το κυπριακό αυτοκέφαλον. Αν και τα προνόμια αναφέρονται από μεταγενέστερη πηγή, τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, και υπάρχει υποψία ότι τουλάχιστον η μορφολογία του μανδύα και του σκήπτρου αλλά και η κιννάβαρις αργότερα επηρεάστηκαν και από πρότυπα της Φραγκοκρατίας, ωστόσο η μνεία με μικρές παραλλαγές της ευρέσεως και μεταφοράς του Ευαγγελίου στην Κωνσταντινούπολη και της καταθέσεώς του στο παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου στο παλάτι, καθώς και η μνεία της παροχής άφθονων χρημάτων από τον Ζήνωνα στον Ανθέμιο, από τους Βυζαντινούς χρονογράφους Ιωήλ, Κεδρηνό, Θεόδωρο Αναγνώστη κ.ά., και τον Κύπριο Αλέξιο μοναχό στο Ἐγκώμιον τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, αποτελούν σοβαρά τεκμήρια για την αλήθεια των υπολοίπων, πλην των προνομίων, στοιχείων, των οποίων τα προνόμια αποτελούν φυσική συμπλήρωση. Με τα χρήματα του Ζήνωνος ο Ανθέμιος έκτισε εκκλησία προς τιμήν του αποστόλου Βαρνάβα, στην οποία μετέφερε το λείψανο του, και γύρω από αυτήν μοναστηριακά κτίρια στα οποία διέμεναν όσοι υπηρετούσαν στο ναό. Γύρω απ’ αυτά αναπτύχθηκε κατά τις επόμενες δεκαετίες ὡραία, ἀξιέραστος πόλις, κατά τον Αλέξανδρο, δυτικά της Κωνστάντιας, όπου κατά την παράδοση ο ίδιος ο απόστολος είχε ιδρύσει ξενώνες.
Στη φιλομονοφυσιτική «ληστρική» σύνοδο της Εφέσου (449), που υπό την προεδρία του Διοσκόρου Αλεξανδρείας αναθεμάτισε τους εχθρούς του Μονοφυσίτη Ευτυχούς, η Κύπρος εκπροσωπήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ολύμπιο, ενώ στην αντιμονοφυσιτική της Χαλκηδόνος (451), που μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' (450) κατέκρινε τον Ευτυχή και τον υποστηρικτή του Διόσκορο, μετείχαν οι Σόλων Επιφάνιος, Ταμασσού Επαφρόδιτος και Θεοδοσιανής Σωτήρ, ενώ τον αρχιεπίσκοπο Ολύμπιο αντιπροσώπευσε ο Επιφάνιος, τον Αμαθούντος Ηλιόδωρο και τον Αρσινόης Προέχιο ο Σωτήρ και τον Λαπήθου Δίδυμο ο Επαφρόδιτος. Ο διάκονος Διονύσιος αντιπροσώπευσε τον Χύτρων Φωτεινό. Ο Ηλιόδωρος πέθανε κατά τη σύνοδο και στη θέση του χειροτονήθηκε ο Θεοδόσιος, που με τον Ολύμπιο μετείχαν στις τελευταίες συνεδρίες της συνόδου. Όλοι οι Κύπριοι επίσκοποι υπέγραψαν την πράξη με την οποία ο Ευτυχής κηρύχθηκε μετανοημένος∙ στάση αντιφατική, που μπορεί να εξηγηθεί από επαρχιώτικο δισταγμό και / ή ευελιξία. Όταν σκεφθούμε ότι στην Κύπρο υπήρξαν μάλλον περιορισμένες χριστολογικές και άλλες έριδες κατά τους 4ο- 6ο αι., και ότι κυρίως ο Γνωστικισμός και ο Μαρκιωνιτισμός προκάλεσαν ταραχές στη Σαλαμίνα στις αρχές του 5ου αι., θεωρούμε ίσως την εναλλαγή αυτή και ως εκδήλωση συμβατικής θεωρήσεως των θεολογικών πραγμάτων σε αντίθεση με τον φανατισμό του Επιφανίου. Πάντως στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 553, που επικύρωσε τις καταδίκες και του Νεστορίου και του Ευτυχούς, των δυο αντιπάλων θεολογικών αντιλήψεων, κανένας Κύπριος δεν παρέστη, ενώ στη σύνοδο του 536 στην Ιερουσαλήμ (επί Ιουστινιανού Α'), που επικύρωσε την καταδίκη των Ευτυχιανών (=Μονοφυσιτών) Σεβήρου, Πέτρου και Ζωόρα, μετέσχε ο Αμαθούντος Διονύσιος. Ίσως αυτό σχετίζεται με την παρουσία τότε στην αρχιεπισκοπή Κωνσταντίας του τέως Μονοφυσίτη Φιλοξένου Δολίχης, που είχε επιστρέψει στη Χαλκηδονιακή ορθοδοξία το 532 και έλαβε ως αμοιβή έδρα και έπειτα την αρχιεπισκοπή της Κύπρου. Στην Κύπρο έδρασε έντονα σε οικοδομικά έργα δημοσίας ωφελείας και είναι ο πρώτος γνωστός με τον τίτλο Ἁγιώτατος καί Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος σε επιγραφή στην Κωνστάντια κοντά στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα -τίτλος πατριαρχικός κατ’ αρχήν. Πιθανώς ο τέως Μονοφυσίτης έστειλε τον Διονύσιο στη σύνοδο για να δείξει τον Μονοφυσιτισμό του, ή αντιστρόφως λόγω του κρυπτο - Μονοφυσιτισμού του Φιλοξένου μόνο ένας Κύπριος τόλμησε να παραστεί στην αντιμονοφυσιτική σύνοδο της Ιερουσαλήμ.
Επί Ιουστινιανού, ο οποίος υπήγαγε την Κύπρο διοικητικά μαζί με την Σκυθία, Μοισία β', Καρία και τις Κυκλάδες στη δικαιοδοσία του quaestor Justinianus exercitus (αντί στον κόμη της Εώας) με έδρα τον Δούναβη (536- 7), ο Ιάκωβος Βαραδαίος, ιδρυτής της Ιακωβιτικής Εκκλησίας, Μονοφυσίτης απόστολος, υποστηριζόμενος από την Θεοδώρα, έλαβε και δικαιοδοσία επί της Κύπρου, που ίσως να συνεπαγόταν κάποιου είδους επέμβαση του στα κυπριακά εκκλησιαστικά πράγματα ή τουλάχιστον απόπειρα επεμβάσεως. Αυτό ενισχύεται από την πρόσφατη ερμηνεία του μωσαϊκού της Θεοτόκου στο μοναστήρι Παναγίας Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη, ότι εκφράζει το επίσημο Χαλκηδονιακό δόγμα της ενώσεως των δυο φύσεων του Χριστού σε μια, που είχε γίνει δεκτό από τη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 553. Κατά την ερμηνεία αυτή, το μωσαϊκό κατασκευάστηκε γύρω στο 543 ως κυπριακή απάντηση και αντίδραση στη μονοφυσιτική θεωρία του Ιακώβου Βαραδαίου.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία στις 8 Οκτωβρίου 451 στη Χαλκηδόνα και ολοκληρώθηκε την 1η Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών,οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί ονομάστηκαν Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι. Την Εκκλησία της Κύπρου εκπροσώπησαν ο Επίσκοπος Σόλων Επιφάνιος, ο οποίος εκπροσώπησε και τον τότε αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Ολύμπιο. Μετείχαν επίσης, μαζί με τον Επιφάνιο, και οι επίσκοποι Επαφρόδιτος της Ταμασσού και Σωτήρ της Θεοδοσιανής.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια