Ο Μέγας Επιφάνιος, εβραιοφοινικικής καταγωγής και ελληνικής μορφώσεως από την Παλαιστίνη, εξελέγη στα 367 τῆς μητροπόλεως τῆς νήσου ἐπισκοπεῖν (Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱστ., VI. 32.2) όταν ήρθε μέσω Καισαρείας από την Ιερουσαλήμ στην Κύπρο στα περίχωρα της Πάφου για να ευλογηθεί, μαζί με τον Πολύβιο και τον συγγραφέα του Βίου του, από τον εκεί, στην Χάρβυριν, από χρόνια διαπρεπή ερημίτη ασκητή Ιλαρίωνα, που καταγόταν από την Γάζα και είχε περιέλθει προηγουμένως πολλούς τόπους (291 -371 μ.Χ.). Κι οι δυο, Επιφάνιος και Ιλαρίων, ήταν κρίκοι μιας μακράς αλυσίδας, ενός ρεύματος αδιάκοπου ασκητών από τη Συρία και την Παλαιστίνη, αλλά και από την Αίγυπτο, το Σινά και τη Μικρά Ασία, που για αιώνες χρησιμοποιούσαν την Κύπρο ως σταθμό διαμετακόμισης των ιδίων και των ιδεών τους, ως πέρασμα ή ως χώρο μόνιμης εγκατάστασής τους. Έτσι που η Κύπρος αποτέλεσε συνδετική γέφυρα των δυο φαινομενικά διαφορετικών ασκητικών «σχολών» Συρίας - Παλαιστίνης αφενός και Σινά - Αιγύπτου αφετέρου.
Βλέπε λήμμα: Επιφάνιος ο μέγας και Ιλαρίων
Ένα από τα σπουδαία κέντρα των ασκητών αυτών βρισκόταν στην περιοχή Κωνσταντίας - Τζελλάρκα, Στύλλοι κλπ. -, κι ένα άλλο στην Πάφο, ασφαλώς όχι τυχαία στα δυο παλαιά κέντρα δυνάμεως αλλά και ειδωλολατρικών λατρειών του νησιού, των οποίων τις αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις αντικαθιστούν, αναιρούν και από μια άποψη συνεχίζουν. Με την άνοδο της Κωνστάντιας σε μητρόπολη οι ασκητές των πέριξ επηρεάζουν την θεολογία και την ιδεολογία των ιεραρχών της, ακόμη μέσω αυτών και τουλάχιστον μερικές από τις διοικητικές τους δραστηριότητες και πράξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος, που με τον μαθητή του Νείλο μέσω Ιεροσολύμων ήρθε στην Κύπρο, και συγκεκριμένα στην Πάφο, όπου πέθανε στο πρώην ασκητήριο του Ιλαρίωνος στο βουνό.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια