Μετά την αποχώρηση των Άγγλων ένα από τα βασικά προβλήματα ήταν εκείνο του δικαιικού προσανατολισμού. Ο αποκλεισμός της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, ο οποίος και θα προκαταλάμβανε και τη λύση του δικαιικού προβλήματος, και η επίτευξη του συμβιβασμού με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, βρήκε ανέτοιμη την κυπριακή νομική επιστήμη να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Με τον αποκλεισμό της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα ο συνταγματικός νομοθέτης υιοθέτησε την λύση της προσωρινής διατήρησης του ισχύοντος ξένου δικαίου στο βαθμό που δεν συγκρουόταν προς το Σύνταγμα και τους νόμους του νέου κράτους.
Σύμφωνα προς το άρθρο 188 του Συντάγματος: τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος ...πᾶς κατά τήν ἡμερομηνίαν τῆς ἐνάρξεως τῆς ἰσχύος τοῦ Συντάγματος ἰσχύων νόμος θέλει ἐξακολουθήσει νά ἰσχύει καί κατά τήν ρηθεῖσαν ἡμερομηνίαν καί μετ' αὐτήν μέχρις οὗ τροποποιηθῇ διά μεταβολῆς, προσθήκης ἢ καταργήσεως δι' οἱουδήποτε νόμου... ψηφιζομένου κατά τό Σύνταγμα, ἀπό δέ τῆς ἡμερομηνίας ταύτης θά ἑρμηνεύεται καί θά ἐφαρμόζεται προσαρμοζόμενος καθ' ὃ μέτρον εἶναι ἀναγκαῖον πρός τό Σύνταγμα...
Όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη το δίκαιον της Αγγλοκρατίας με τις αναγκαίες προς το Σύνταγμα προσαρμογές θα αποτελούσε προσωρινά απλώς τη βάση και την αφετηρία της δικαιικής πορείας του νέου κράτους, η οποία όμως δεν προκαταλαμβάνεται. Ο κοινός όμως νομοθέτης παρενέβη δίδοντας ειδικότερη ρύθμιση, η οποία αν και δεν συγκρούεται με την ρύθμιση του συνταγματικού νομοθέτη, προχωρεί εν τούτοις πολύ πέρα από την τεκμαιρόμενη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη. Η ρύθμιση αυτή περιέχεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (14/1960).
Το άρθρο 29 του νόμου αυτού αναφέρει:
1. Ἓκαστον δικαστήριον ἐν τῇ ἀσκήσει τῆς πολιτικῆς ἢ ποινικῆς δικαιοδοσίας θά ἐφαρμόζει:
α) Τό Σύνταγμα τῆς Δημοκρατίας καί τούς δυνάμει αὐτοῦ γενομένους ἢ ὑπό Δικαστηρίου ἐφαρμοστέους νόμους.
β) Τούς νόμους τούς διατηρηθέντας ἐν ἰσχύϊ δυνάμει τοῦ ἄρθρου 188 τοῦ Συντάγματος ὑπό τούς ἐν αὐτῷ προβλεπομένους ὃρους ἐκτός ἐάν ἂλλη πρόβλεψις ἐγένετο ἢ θά γίνῃ δυνάμει νόμου ἐφαρμοστέου ἢ γενομένου δυνάμει τοῦ Συντάγματος.
γ) Τό κοινόν δίκαιον (common law) καί τάς ἀρχάς τῆς ἐπιεικείας (equity) ἐκτός ἐάν ἂλλη πρόβλεψις ἐγένετο ἢ θά γίνῃ ὑπό οἱουδήποτε νόμου ἐφαρμοστέου ἢ γενομένου δυνάμει τοῦ Συντάγματος ἢ οἱουδήποτε νόμου διατηρηθέντος ἐν ἰσχύϊ δυνάμει τῆς παραγράφου (β) τοῦ παρόντος ἐδαφίου, ἐφόσον δέν ἀντιβαίνουν ἢ δέν εἶναι ἀσυμβίβαστοι πρός τό Σύνταγμα.
δ).....................................................................
ε) Τούς Νόμους τοῦ Κοινοβουλίου τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου τῆς Μεγάλης Βρεττανίας καί Βορείου Ἰρλανδίας, οἳτινες εἶχον ἐφαρμογήν ἐν Κύπρῳ κατά τήν ἀμέσως πρό τῆς ἡμέρας ἀνεξαρτησίας ἡμέραν, ἐκτός ἐάν ἂλλη ἐγένετο ἢ θά γίνῃ πρόβλεψις ὑπό νόμου ἐφαρμοστέου ἢ γενομένου δυνάμει τοῦ Συντάγματος καί ἐφόσον δέν εἶναι ἀντίθετοι ἢ ἀσυμβίβαστοι πρός τό Σύνταγμα.
2. Τό Ἀνώτατον Δικαστήριον ἐν τῇ ἀσκήσει τῆς δικαιοδοσίας
α) δι' ἧς περιβέβληται δυνάμει τῆς παραγράφου (α) τοῦ ἂρθρου 19 θά ἐφαρμόζῃ, τηρουμένων τῶν διατάξεων τῶν παραγράφων (γ) καί (ε) τοῦ ἐδαφίου (1), τό ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῆς Δικαιοσύνης ἐν Ἀγγλίᾳ, ἐν τῇ ἀσκήσει τῆς ἐπί ναυτικῶν ὑποθέσεων δικαιοδοσίας αὐτοῦ ἐφαρμοζόμενον κατά τήν πρό τῆς ἡμέρας ἀνεξαρτησίας ἡμέραν δίκαιον, ὡς θά ἐτροποποιεῖτο τοῦτο διά νόμου τῆς Δημοκρατίας
β) δι' ἧς περιβέβληται δυνάμει τῆς παραγράφου (β), τοῦ ἂρθρου 19 θά ἐφαρμόζῃ τό εἰς γαμικάς διαφοράς δίκαιον ὃπερ ἐφηρμόζετο ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῆς Κύπρου κατά τήν πρό τῆς ἡμέρας ἀνεξαρτησίας ἡμέραν ὡς θά ἐτροποποιεῖτο διά νόμου γενομένου βάσει τοῦ Συντάγματος.
Από το άρθρο αυτό βλέπουμε ότι το εφαρμοστέο δίκαιον είναι το ακόλουθο:
α) Οι κυπριακοί νόμοι της Αγγλοκρατίας οι οποίοι θα εφαρμόζονται εφόσον και στο βαθμό που δεν συγκρούονται με το Σύνταγμα. Αρμόδιο να κρίνει αν ένας νόμος αντίκειται ή όχι προς το Σύνταγμα είναι κάθε δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται πρόβλημα συνταγματικότητας του νόμου. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, υποχρεούται να τον προσαρμόσει προς το Σύνταγμα, αν δε αυτό είναι ανέφικτο, το δικαστήριο δικαιούται όχι μόνο να αρνηθεί την εφαρμογή του αλλά και να προβεί στην κατάργησή του. Έτσι με τον τρόπο αυτό ανατίθεται στα δικαστήρια νομοθετική αρμοδιότητα.
β) Τους νόμους του βρετανικού κοινοβουλίου που ίσχυαν στην Κύπρο πριν από το 1960 εφόσον προσαρμόζονται στις τοπικές συνθήκες και είναι νόμοι γενικής φύσεως και δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα.
γ) Το αγγλικό ναυτικό δίκαιον και το αγγλικό δίκαιον των γαμικών διαφορών όπως εφαρμοζόταν μέχρι το 1960 στην Αγγλία.
δ) Το αγγλικό νομολογιακό δίκαιον για το οποίο δεν προβλέπεται κανένας χρονικός περιορισμός ως προς την ισχύ του στην Κύπρο. Συνεπάγεται ότι το δίκαιον που περιέχεται στις αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων που εκδίδονται μετά το 1960, θα εξακολουθήσει να ισχύει και στην Κύπρο εφόσον βέβαια δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα. Ένα άλλο πρόβλημα που υπάρχει είναι εκείνο της δικαιικής γλώσσας. Επί Αγγλοκρατίας η αγγλική ήταν η μόνη επίσημη γλώσσα και σ' αυτήν συντάσσονταν οι νόμοι και εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Μετά την ανεξαρτησία έπαυσε να είναι η επίσημη γλώσσα και αντικαταστάθηκε με την ελληνική και την τουρκική.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Συντάγματος:
...ἡ ἐνώπιον δικαστηρίων διαδικασία διεξάγεται καί διευθετεῖται καί αἱ ἀποφάσεις συντάσσονται εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν ἐάν οἱ διάδικοι εἶναι Ἓλληνες, εἰς τήν τουρκικήν ἐάν οἱ διάδικοι εἶναι Τούρκοι καί εἰς ἀμφοτέρας ... ἐάν οἱ διάδικοι εἶναι Ἓλληνες καί Τοῦρκοι.
Με μεταβατική όμως διάταξη (άρθρο 189 του Συντάγματος) ορίζεται ότι: ... παρά τάς διατάξεις τοῦ ἂρθρου 3 καί διά χρονικήν περίοδον πέντε ἐτῶν ἀπό τῆς ἡμερομηνίας ἐνάρξεως τῆς ἰσχύος τοῦ Συντάγματος: α) ἃπαντες οἱ κατά τό ἂρθρον 188 διατηρούμενοι ἐν ἰσχύϊ νόμοι δύνανται νά παραμείνωσιν εἰς τήν ἀγγλική γλῶσσαν και β) ἡ ἀγγλική γλῶσσα δύναται νά εἶναι ἐν χρήσει εἰς πᾶσαν διαδικασίαν ἐνώπιον οἱουδήποτε δικαστηρίου τῆς Δημοκρατίας.
Η πενταετής προθεσμία πέρασε άπρακτη, πράγμα που ανάγκασε τον νομοθέτη με τον νόμο 51/1965 να την παρατείνει. Με τον νόμο αυτό εξουσιοδοτήθηκε ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας να μεριμνήσει για τη μετάφραση των νόμων. Αφού και η δεύτερη πενταετία πέρασε άπρακτη, αποφασίστηκε ύστερα από πίεση δικηγόρων — αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων — η ίδρυση της Υπηρεσίας Ενοποιήσεως και Αναθεωρήσεως της Νομοθεσίας της οποίας έργο, εκτός από εκείνο που αναφέρεται στον τίτλο της, ήταν και η μετάφραση των νόμων της Αγγλοκρατίας.
Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του νόμου 51/1965, η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων δύναται να διεξάγεται στην αγγλική αλλά οι δικηγόροι και οι διάδικοι είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν την ελληνική.
Με την πιο πάνω παρουσίαση θα μπορούσε να λεχθεί ότι το ισχύον δίκαιον στην Κύπρο είναι το αγγλικό.
Αναφέρεται στην εξωτερική του μορφή, η άποψη αυτή δεν απέχει από την πραγματικότητα, όμως όσον αφορά την ουσία διάφορη είναι η κατάσταση. Για τους εξής λόγους:
1) Ένας ολόκληρος τομέας, το δίκαιον του προσωπικού θεσμού, εξαιρείται εντελώς από τη σφαίρα του αγγλικού δικαίου και
2) στους άλλους τομείς υπάρχουν αρκετές διατάξεις που δεν αποδίδουν αγγλικό δίκαιο.
Τα θέματα του προσωπικού θεσμού εξαιρέθηκαν ρητά από τη δικαιοδοσία των κεντρικών νομοθετικών και δικαστικών οργάνων και παρέμειναν στον έλεγχο των δυο κοινοτήτων. Το μεν νομοθετικό μέρος ανετέθη αντιστοίχως στις δυο κοινοτικές συνελεύσεις, το δε δικαστικό στα λεγόμενα κοινοτικά δικαστήρια.
Ειδικά για την ελληνική κοινότητα με άρθρο του Συντάγματος (το 111) τα θέματα μνηστείας, γάμου, διαζυγίου κλπ. εξαιρέθηκαν και από την αρμοδιότητα της Κοινοτικής Συνελεύσεως και παρέμειναν στην αρμοδιότητα της αντίστοιχης Εκκλησίας.
Έτσι τα θέματα αυτά εξακολουθούν να διέπονται και σήμερα από το κανονικό δίκαιον της Εκκλησίας. Όσον αφορά την επίλυση των διαφορών αυτών έγινε κάποιος διαχωρισμός. Το μεν πνευματικό μέρος των διαφορών παρέμεινε στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, το δε αστικό στα ελληνικά κοινοτικά δικαστήρια.
Ανάλογη εξαίρεση δεν καθιερώθηκε ως προς την τουρκική κοινότητα. Η μεν νομοθετική αρμοδιότητα στα θέματα προσωπικού θεσμού ανετέθη χωρίς εξαιρέσεις στην Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση, η δε δικαστική στα τουρκικά κοινοτικά δικαστήρια, που αντικατέστησαν τα τουρκικά οικογενειακά δικαστήρια, τα οποία το 1954 είχαν επίσης αντικαταστήσει τα μουσουλμανικά ιεροδικεία.
Όσον αφορά το υπόλοιπο σώμα του δικαίου υπάρχουν πάρα πολλές διατάξεις που αποδίδουν μη αγγλικό δίκαιον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ινδικό δίκαιον με τους νόμους των συμβάσεων και πωλήσεως αγαθών, η εισαγωγή του βυζαντινού δικαίου μέσω του ιταλικού αστικού κώδικα στις διατάξεις περί εξ αδιαθέτου διαδοχής, η εισαγωγή ελληνικού δικαίου στο θέμα της κατ' όροφον ιδιοκτησίας και η διατήρηση μερικών διατάξεων οθωμανικού δικαίου στις διατάξεις περί ακίνητης ιδιοκτησίας.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η εισαγωγή στην Κύπρο, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, του ελληνικού και κατ' επέκταση του γαλλικού διοικητικού δικαίου.
Νομοθετική εξουσία: Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για όλα τα θέματα εκτός από εκείνα που το Σύνταγμα αναθέτει ρητά στην αρμοδιότητα των δυο Κοινοτικών Συνελεύσεων (βλ. λήμματα Βουλή των Αντιπροσώπων και Κοινοτικές Συνελεύσεις).
Δικαστική Εξουσία: Φορείς της δικαστικής εξουσίας είναι:
1) Δικαστήρια γενικής δωσιδικίας, δηλαδή δικαστήρια με δικαιοδοσία πάνω σε όλους τους πολίτες της Δημοκρατίας ανεξάρτητα από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Τέτοια δικαστήρια είναι: α) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. β) Το Ανώτατο Δικαστήριο και τα δικαστήρια που υπάγονται σ' αυτό.
2) Τα δικαστήρια ειδικής δωσιδικίας δηλαδή τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία μόνο πάνω στα μέλη της κοινότητας για την οποία ιδρύθηκαν. Τέτοια είναι: α) Τα ελληνικά κοινοτικά δικαστήρια για την ελληνική κοινότητα, β) Τα τουρκικά κοινοτικά δικαστήρια για την τουρκική κοινότητα. γ) Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας και διαφόρων άλλων θρησκευτικών ομάδων που σύμφωνα με το Σύνταγμα επέλεξαν την ελληνική κοινότητα.
Το χωριστικό πνεύμα που διέκρινε τους συντάκτες του Συντάγματος (βλ. λήμμα Σύνταγμα), εκφράζεται έντονα και στις διατάξεις περί απονομής της δικαιοσύνης. Έτσι εκτός από τη δημιουργία χωριστών κοινοτικών δικαστηρίων: α) Καθιερώνεται υποχρεωτικά μόνιμη δικοινοτική σύνθεση των δυο Ανωτάτων Δικαστηρίων αλλά και γενικά της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Έτσι εκτός από τον πρόεδρο, που είναι αλλοδαπός, ο ένας από τους δυο δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να είναι Έλληνας και ο άλλος Τούρκος, β) Η σύνθεση των κατωτέρων δικαστηρίων εξαρτάται από την κοινότητα που προέρχονται οι διάδικοι. Αν οι δυο διάδικοι προέρχονται από την ίδια κοινότητα δικάζονται από δικαστή ή δικαστές της ίδιας κοινότητας ˙ αν από διαφορετική δικάζονται από δικαστήριο με δικαστές που προέρχονται από τις δυο κοινότητες, γ) Χορηγούνται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αρμοδιότητες που έχουν σχέση με τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους (άρθρα 137 και 138).
Σχετικά με την οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων βλ. λήμμα δικαστήρια.
Οι εξελίξεις μετά το 1963: Μετά τις εξελίξεις του 1963 με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από όλους τους τομείς της δημόσιας και δικαστικής υπηρεσίας (βλ. λήμμα ανταρσία Τουρκοκυπρίων), εμμονή στο γράμμα του Συντάγματος θα σήμαινε παράλυση του κράτους αφού κανένα από τα συλλογικά όργανα του κράτους δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τους Τουρκοκυπρίους.
Έτσι κατέστη ανάγκη ρητής σιωπηρής τροποποίησης του Συντάγματος. Η πρώτη ρητή τροποποίηση έγινε με τον νόμο 33 του 1964 στον τομέα της απονομής της δικαιοσύνης και αποσκοπούσε στην άρση των δυσκολιών που δημιούργησαν οι χωριστικές διατάξεις του Συντάγματος. Με το άρθρο 3 του νόμου 33 του 1964 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο συγχωνεύθηκαν σε ένα δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο ανατέθηκαν όλες οι εξουσίες των δυο καταργηθέντων δικαστηρίων.
Επίσης καταργήθηκαν οι διατάξεις εκείνες του περί Δικαστηρίων Νόμου που καθόριζαν την σύνθεση των κατωτέρων δικαστηρίων ανάλογα με την κοινότητα των διαδίκων.
Επίσης με τον νόμο 12 του 1965 καταργήθηκε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και ανετέθησαν οι νομοθετικές της αρμοδιότητες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι δε εκτελεστικές της στο υπουργείο Παιδείας, που ιδρύθηκε με τον ίδιο νόμο, και σε άλλα αρμόδια υπουργεία.
Παράλληλα καταργήθηκαν τα ελληνικά κοινοτικά δικαστήρια και ανετέθησαν οι αρμοδιότητές τους στα επαρχιακά δικαστήρια και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Μετά την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, το Σύνταγμα της Δημοκρατίας τροποποιήθηκε έτσι που δόθηκε υπέρτερη ισχύς στο Ευρωπαϊκό Δίκαιον.