Την περίοδο της Αγγλοκρατίας όσον αφορά το Δίκαιο μπορούμε να την διαχωρίσουμε σε δυο περιόδους:
α) Από το 1878 μέχρι το 1935: Η αλλαγή του κυρίαρχου στην Κύπρο το 1878 σήμαινε ταυτόχρονα και αλλαγή του οθωμανικού δικαίου, η οποία όμως έγινε σταδιακά και κατά τρόπο ομαλό. Συνοπτικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι μέχρι το 1935 το οθωμανικό δίκαιον εφαρμοζόταν σε κάθε περίπτωση εκτός από εκείνες στις οποίες είχε ρητά αντικατασταθεί από τους νόμους των Άγγλων κατακτητών.
Μετά το 1935 εισάγεται μαζικά το αγγλικό δίκαιο και το οθωμανικό δίκαιονεφαρμόζεται στις περιπτώσεις μόνο που επιτρέπεται από τους αγγλικούς νόμους και στο βαθμό που δεν συγκρούεται με αυτούς. Από το 1882 εισάγεται στην Κύπρο η αγγλική δικονομία. Έτσι, ενώ τα δικαστήρια ήταν στελεχωμένα κατά πλειοψηφία από Άγγλους δικαστές και λειτουργούσαν σύμφωνα με την δικονομία αυτή, εφάρμοζαν ταυτόχρονα και το οθωμανικό δίκαιο.
Η μονοπώληση τόσο της νομοθετικής όσο και της δικαστικής εξουσίας από τους Άγγλους επιτείνει την υποχώρηση του οθωμανικού δικαίου.
β) Από το 1935 μέχρι το 1960: Το 1935 η κατάσταση ωριμάζει αρκετά για εισαγωγή οριστικά του αγγλικού δικαίου στην Κύπρο. Άλλωστε αυτό συμβαδίζει με τους πολιτικούς στόχους της Αγγλίας για μονιμοποίηση της παρουσίας της στο νησί. Με τον Νόμο 38 του 1935 ορίζεται ότι: Π ᾶν δικαστήριον ἐν τῇ ἐνασκήσει τῆς ἀστικῆς ἢ ποινικῆς δικαιοδοσίας του, θά εφαρμόζει α) τούς νόμους τῆς Ἀποικίας, β) το common law καί τάς ἀρχάς τῆς equity, ἐκτός ἐάν ἂλλη πρόβλεψις ἐγένετο ἢ θά γίνει ὑπό οἱουδήποτε νόμου τῆς Ἀποικίας, γ) τούς νόμους τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Κοινοβουλίου καί τά Διατάγματα τῆς Αὐτῆς Μεγαλειότητος ἐν Συμβουλίῳ, τά ἰσχύοντα εἲτε εἰς τάς Ἀποικίας γενικῶς εἲτε ἐν τῇ Ἀποικίᾳ, ἐκτός ἐάν ἒχουν ἐγκύρως τροποποιηθεῖ δι' οἱουδήποτε νόμου τῆς Ἀποικίας.
Από τον νόμο αυτό φαίνεται ότι δεν καταργήθηκε ολοσχερώς το οθωμανικό δίκαιο αλλά διατήρησε σε ισχύ ορισμένους νόμους μεταξύ των οποίων ο οθωμανικός κώδικας περί γαιών και ο ναυτικός κώδικας, από τους οποίους ο πρώτος καταργήθηκε το 1946 και ο δεύτερος το 1960.
Επίσης η Βρετανία με τη συνθήκη του 1878 ανέλαβε υποχρέωση να σεβαστεί τα μουσουλμανικά ιεροδικεία τα οποία λειτούργησαν μέχρι το 1954, οπότε αντικαταστάθηκαν από τα τουρκικά οικογενειακά δικαστήρια. Παράλληλα με τους νόμους 4 του 1951 και 63 του 1954, το μουσουλμανικό ιερό δίκαιο αντικαθίσταται από ένα εκσυγχρονισμένο κοσμικό σύστημα οικογενειακού δικαίου που βασίζεται στην αρχή της μονογαμίας, ανάλογο με εκείνο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία.
Επίσης διατηρείται το χριστιανικό εκκλησιαστικό δίκαιο με τα επισκοπικά δικαστήρια να εφαρμόζουν το βυζαντινής καταγωγής κανονικό δίκαιον που κωδικοποιείται το 1914.
Το 1930 επιχειρείται μια επέμβαση από μέρους της αγγλικής διοίκησης: Με τον Περί Συμβάσεων Νόμο του 1930 η υπόσχεση γάμου γίνεται αγώγιμη και η σχετική αξίωση αποζημίωσης υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Με τον ίδιο τρόπο ρυθμίζονται και τα θέματα των προικοσυμφώνων, των προγαμιαίων δώρων, της διατροφής, της κηδεμονίας των τέκνων και, το 1954, το θέμα της υιοθεσίας.
Η Εκκλησία δέχεται τις επεμβάσεις αυτές και έτσι περιορίζεται μόνο στο πνευματικό μέρος των διαφορών οικογενειακού δικαίου των Ορθοδόξων. Το αγγλικό δίκαιο στην Κύπρο εισήχθηκε με δυο μηχανισμούς: α) με την ενσωμάτωση του αγγλικού δικαίου στα νομοθετήματα του Άγγλου κυβερνήτη στούς τομείς όπου η τοπική αποικιοκρατική διοίκηση θέλησε ή αναγκάστηκε να νομοθετήσει, β) με γενική παραπομπή των νομοθετημάτων του κυβερνήτη στο αγγλικό δίκαιον στους υπόλοιπους τομείς. Θα πρέπει να τονισθεί όμως ότι σε καμιά περίπτωση το αγγλικό δίκαιο δεν εισαγόταν αυτούσιο στην Κύπρο. Σκοπός του βέβαια ήταν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αλλά ταυτόχρονα (και αυτό ήταν το βασικότερο) η διευκόλυνση των στόχων της αποικιοκρατικής πολιτικής. Έτσι οι Άγγλοι κατέβαλαν μια προσπάθεια στο μέτρο που εξυπηρετούσε τους στόχους τους, να το προσαρμόσουν στις τοπικές κυπριακές συνθήκες.
Όσον αφορά τον πρώτο μηχανισμό, δεν υπήρχε δυσκολία γιατί η προσαρμογή γινόταν από τον κυβερνήτη και δεν δημιουργούσε προβλήματα αφού γινόταν προκαταβολικά πριν από την έκδοση του σχετικού νόμου ή διατάγματος. Όσον αφορά τον δεύτερο μηχανισμό, παρατηρούνται τα ακόλουθα:
1) Σχετικά με τα βρετανικά διατάγματα ἐν συμβουλίῳ το πρόβλημα ήταν απλό γιατί αυτά εκδίδονταν είτε για μια συγκεκριμένη αποικία, οπότε δεν υφίστατο πρόβλημα, είτε για όλες τις αποικίες γενικά, οπότε εφαρμόζονταν στην κάθε αποικία με πολύ μικρές και τυπικές μόνο προσαρμογές.
2) Όσον αφορά τους νόμους του βρετανικού κοινοβουλίου αυτοί σαν νόμοι γενικής εφαρμογής ίσχυαν στις αποικίες.
3) Όσον αφορά τέλος το νομολογιακό δίκαιον, εφαρμοζόταν στις αποικίες με την επιφύλαξη των τοπικών συνθηκών.
Η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου στην Κύπρο υποβλήθηκε και σε άλλους πολύ σοβαρούς περιορισμούς που ήσαν αποτέλεσμα του ότι η Κύπρος ήταν μια κατεχόμενη χώρα. Η ανεπιφύλακτη εισαγωγή του αγγλικού δικαίου στην Κύπρο θα σήμαινε ταυτόχρονα και παραχώρηση στους Κυπρίους δικαιωμάτων πέραν από αυτά που η αποικιοκρατική δύναμη επέτρεπε ή ήταν διατεθειμένη να δώσει. Γι' αυτό εισάγονταν μέτρα που χωρίς να έχουν καμιά σχέση με το αγγλικό δίκαιον της μητρόπολης, αποσκοπούσαν ακριβώς στο δραστικό περιορισμό των δικαιωμάτων των Κυπρίων. Παραδείγματα αυτής της πρακτικής είναι:
1) Το δικαστηριακό σύστημα που εισήχθηκε από τους Άγγλους στην Κύπρο διέφερε σημαντικά από εκείνο της μητρόπολης, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της βρετανικής κυριαρχίας. Και αυτό λόγω του συστήματος που κληροδότησε η Τουρκοκρατία. Άλλες αποκλίσεις οφείλονταν και στην απροθυμία των Άγγλων να παραχωρήσουν στους Κυπρίους δικαιώματα που έδιδε το αγγλικό δικαστηριακό και δικονομικό σύστημα. Λόγου χάριν δεν εισήχθη ποτέ στην Κύπρο ο θεσμός των ενόρκων.
2) Ο Κυπριακός Ποινικός Κώδικας του 1929 ήταν βασισμένος στο αγγλικό ποινικό δίκαιο, οι αποκλίσεις όμως από το πρωτότυπο και οι καταπιεστικές του διατάξεις ήταν τόσες, ώστε οι Κύπριοι αντιπρόσωποι στο Νομοθετικό Συμβούλιο αρνήθηκαν να εισηγηθούν την θέσπισή του.
3) Επίσης μια σειρά νόμων έκτακτης ανάγκης με τους οποίους καταλύθηκαν οι ελευθερίες του κυπριακού λαού όπως ο περί Ανατρεπτικών Δημοσιευμάτων Νόμος του 1931 και του 1932, ο περί Λογοκρισίας Νόμος του 1932, ο περί Κρατήσεως Προσώπων Δυνάμει Εκτάκτων Εξουσιών Νόμος του 1955, 1956, 1957 και 1959.
Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι το αγγλικό δίκαιο εισήχθηκε στην Κύπρο σε μια έκδοση που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αποικιοκρατικής διοίκησης και ότι σκοπός του ήταν να ωφεληθούν περισσότερο οι Άγγλοι παρά οι Κύπριοι.
Σχετικά με το δικαστηριακό σύστημα, που εγκατέστησαν οι Άγγλοι στην Κύπρο το 1882, αυτό υπέστη τρεις αναδιαρθρώσεις με τους περί Δικαστηρίων Νόμους του 1927, του 1935 και τέλος του 1953. Οι βασικές δομές του διατηρήθηκαν και μετά την ανεξαρτησία (βλ. κεφάλαιο που ακολουθεί). Η κυπριακή δικαστηριακή διάρθρωση απετελείτο από δυο βαθμούς δικαιοδοσίας: Τον πρώτο βαθμό που αποτελούσαν τα 6 επαρχιακά δικαστήρια τα οποία δίκαζαν αστικές αλλά και ποινικές υποθέσεις. Τον δεύτερο βαθμό αποτελούσε το Ανώτατο Δικαστήριο της Αποικίας της Κύπρου που εκτός από την πρωτόδικη διαδικασία που είχε σε ορισμένες περιπτώσεις, δίκαζε εφέσεις από τα κακουργιοδικεία και τα επαρχιακά δικαστήρια. Ο τελικός βαθμός δικαιοδοσίας ανήκε στην Δικαστική Επιτροπή του Βρετανικού Ανακτοσυμβουλίου, γνωστή ως Privy Council που έδρευε στο Λονδίνο και που αποτελούσε την ανωτάτη δικαστική αρχή, για όλες τις αποικίες.
Η πιο σημαντική καινοτομία των αγγλικών νόμων περί δικαστηρίων ήταν η κατάργηση, το 1935, του διακοινοτικού χαρακτήρα της απονομής της δικαιοσύνης, η κατάργηση δηλαδή του κανόνα που απαιτούσε τη συμμετοχή στο δικαστήριο Έλληνα δικαστή όταν δικάζονταν Έλληνες και Τούρκοι.